Τελευταία Νέα

Γράφει η Νέλη Χαχάμη

Είναι νωρίς το βράδυ, καθημερινή, σε μια Αθήνα με δρόμους ασφυκτικά γεμάτους. Επιστρέφω σπίτι μετά από ώρες δουλειάς. Σ’ όλη τη διαδρομή σκέφτομαι τον πονοκέφαλο που έχω, τα όσα έχω ακόμα να κάνω απόψε, το άγχος που συχνά με νικά, εκείνα που πρέπει να προγραμματίσω για αύριο και είμαι εκνευρισμένη.

Λίγους δρόμους πριν φτάσω κι ενώ δεν παρατηρώ τι γίνεται γύρω μου, αντιλαμβάνομαι μια αναστάτωση. Αρχίζω να ακούω τη διαπεραστική σειρήνα ενός ασθενοφόρου να πλησιάζει και μέχρι να στρίψω στην γωνία μου, αντικρίζω αυτό που τελικά θα με ξυπνήσει. Για τα καλά.

Κόσμος, εμφανώς μουδιασμένος, έχει μαζευτεί γύρω από δύο αυτοκίνητα τα οποία έχουν συγκρουστεί. Αυτό που με κάνει να παγώσω, πριν φτάσω εντελώς κοντά για να βλέπω, είναι πως δεν ακούω κανέναν να φωνάζει, δεν βλέπω ανθρώπους να μαλώνουν, δεν υπάρχει κίνηση. Υπάρχει μόνο μια σειρήνα που κυριολεκτικά ουρλιάζει, και χλωμά πρόσωπα.

Η περιέργεια νικά το άγχος μου, γίνεται αγωνία και σαν να ‘μαι ρομπότ με οδηγεί όλο και πιο κοντά. Είμαι πια μπροστά στα δύο αυτοκίνητα και ανάμεσα σε άχρωμα πρόσωπα. Κανείς δεν φωνάζει, όχι. Ο ένας οδηγός είναι όρθιος και τρέμει έξω απ’ το αυτοκίνητό του και ο άλλος είναι αιμόφυρτος και ξαπλωμένος στο έδαφος.

Οι διασώστες που έχουν πια φτάσει κατεβάζουν γρήγορα το φορείο και τρέχουν στο μέρος του. Ζει. Απλώς δεν ανταποκρίνεται. Τα λίγα λεπτά μέχρι να κλείσει η πόρτα του ασθενοφόρου, μοιάζουν θολά και σαν σε ταινία.
Δεν με θυμάμαι, να είμαι εκεί, να κοιτάω, να μένω.

Ξαφνικά με σπρώχνει κάποιος που περνά από δίπλα μου, καθώς το πλήθος έχει αρχίσει να διαλύεται. Τότε βλέπω και αντιλαμβάνομαι το πιο συγκλονιστικό κομμάτι της ιστορίας.

Είναι μικρός, μου μοιάζει γύρω στα έξι και στέκει δίπλα σε σπασμένα αυτοκίνητα. Ένας αστυνομικός τον έχει προφανώς αναλάβει, έχει γονατίσει δίπλα του, τον ρωτάει τι θέλει, του λέει να μην φοβάται, του χαϊδεύει το κεφάλι, πρόθυμος να κάνει ό,τι χρειαστεί.

Το παιδί κλαίει, χωρίς να συσπάται το πρόσωπό του. Τρέμει και μοιάζει να μην καταλαβαίνει τι γίνεται. Έχει μόλις δει τον μπαμπά του να τραυματίζεται, να είναι γεμάτος αίμα και με μάτια κλειστά. Τον καθησυχάζουν, του λένε πως όλα θα πάνε καλά-και του λένε αλήθεια. Όμως ρωτάει συνέχεια “ο μπαμπάς πέθανε;”.

Ένα τόσο δα ανθρωπάκι, αντιμέτωπο με την πιο μεγάλη φρίκη. Αυτό είναι η φρίκη και η απελπισία στη ζωή, αυτό είναι από εκείνα που δεν διαγράφονται. Το θυμάσαι άραγε;

Λέμε και σκεφτόμαστε κάθε μέρα τόσο πολλά πράγματα, κάνουμε σημαντικά όλα τα ασήμαντα. Ξεχνάμε πως σχεδόν όλα διορθώνονται. Θεωρούμε πολύ σπάνια τους εαυτούς μας τυχερούς και πάντα με αφορμές. Γιατί να χρειαζόμαστε αφορμή για να δώσουμε στα πράγματα την αξία που θα έπρεπε εξαρχής να έχουν;

Αλήθεια, γιατί έπρεπε να περιγράψω όλη αυτή τη σκηνή για να σκεφτείς τα αυτονόητα; Γιατί θυμόμαστε την ομορφιά μόνο όταν έρθουμε αντιμέτωποι με την ασχήμια;

Αυτό το βράδυ, ένα παιδί γύρισε σπίτι του έχοντας αποκτήσει ένα σημάδι απ’ αυτά που δεν σβήνουν. Κι εγώ γύρισα σπίτι μου έχοντας πάρει ένα μάθημα απ’ αυτά που δεν τα ξεχνάς.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο