Γράφει η Αγγελική Εκμετζόγλου
Οι ρόλοι δεν είναι ισόβιοι. Αλλάζουν οι διανομές, ο σκηνικός χώρος, συχνά οι ιστορίες. Μεταμφιεζόμαστε με κοστούμια δανεικά μέσα τους να ασκήσουμε την υποκριτική μας. Αποστηθίζουμε, σκηνοθετούμε, ελέγχουμε απ’ τους καθρέφτες την πιστότητα στη σκηνική μας παρουσία, τη διορθώνουμε με δοκιμές, τη βελτιώνουμε με συνεχείς πρόβες, να αποδώσουμε τους μύθους μας ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια.
Γλιστρούν οι ημεροδείκτες με άλλα ονόματα και τρόπους και αισθήματα, με προσωπεία τέλειας προσαρμογής σε πρόσωπα που ολοένα χάνουν τα χαρακτηριστικά τους μες στη βία της αγωνίας για το αποτέλεσμα και στo θόρυβο του παροξυσμού ενός εγώ που γίνεται ένας άλλος, συμβατός με το εκάστοτε κοινό της πλατείας και την προσδοκώμενη ίδια ωφέλεια.
Καταφεύγουμε σε υπερβολές όχι σπάνια κι όχι επειδή αγνοούμε -που αγνοούμε- στοιχειώδεις αρχές της τέχνης, αν και υποκριτές, αλλά γιατί η ανάγκη να πείσουμε απελευθερώνει ένστικτα και η ακατέργαστη φύση μας μας βγάζει στη μόνη διαδρομή που αναγνωρίζει. Κι εκεί η δραματική πρόθεση καταλήγει σε γελοίο θέαμα. Αλλά αποδιώχνουμε την εκδοχή, πεισμένοι ότι εμείς έχουμε τελειοποιήσει τα μέσα μας.
Όπως και να ‘χει, με την πείνα για αποδοχή και χειροκρότημα βγάζουμε και δυο και τρεις και όσες παραστάσεις τη μέρα. Ανεκτός κόπος, συγκεντρωμένος αυστηρά στην εκ περιτροπής στοχευμένη περιοχή που τώρα είναι αυτή, αύριο θα ‘ναι άλλη, ο γνωστός, ο φίλος, ο συνεργάτης, ο εραστής, ο άγνωστος. Δουλεμένοι μονόλογοι, στιχομυθίες κορύφωσης, παύσεις και παραγλωσσικά στοιχεία, όλα συντονισμένα άρτια αποδίδουν την επιθυμητή κατασκευή-εικόνα μας. Εικόνα για τα ξένα μάτια. Με τον καιρό και για τα δικά μας. Μέχρι η αυλαία να πέσει και να μας παραδώσει μικρούς και λίγους και γυμνούς στην άδεια σκηνή της πραγματικότητας που θα μιλήσει τελευταία.