Της Νέλης Χαχάμη
Δεκέμβρης και η πόλη-όνειρο, η Φλωρεντία, έχει ανάψει τα αριστοκρατικά της λαμπιόνια. Είναι νωρίς το βράδυ και μια ελαφριά ομίχλη πέφτει. Νιώθεις πως είσαι σε παραμύθι. Νιώθεις αυτή τη βαθιά ευχαρίστηση των πρώτων ημερών του έρωτα. Πληρότητα.
Η πρωτεύουσα της τέχνης της Ιταλίας είναι όντως σαν αναγεννησιακός πίνακας και έχει–εκτός των προφανών–το εξής γοητευτικό: περπατιέται με τον πιο ευχάριστο τρόπο.
Φεύγει μόνη, γεμάτη και χαρούμενη απ’ το ξενοδοχείο γύρω στις εννιά. Η piazza della Stazione είναι γεμάτη κόσμο που πάει κι έρχεται, μουσικές, φασαρία και πωλητές. Τους παρατηρεί καθώς οδεύει σταθερά προς το Duomo, που δε χάνει ευκαιρία να χαζεύει ειδικά τη νύχτα. Ο τρούλος υψώνεται επιβλητικός μπροστά και τα χλωμά φώτα στα λιθόστρωτα δρομάκια συνθέτουν το πιο ατμοσφαιρικό τοπίο.
Φυσάει ελαφρά και απολαμβάνει αυτό το κρύο που νιώθει στο πρόσωπό της. Ήδη η πόλη έχει αρχίσει να ησυχάζει και η piazza Duomo που απλώνεται πια στα πόδια της μοιάζει με σκηνικό σε ταινία εποχής. Χαλαρώνει το βήμα της και περπατά κοιτώντας ψηλά.
Καθώς αρχίζει να «κατηφορίζει» προς το ποτάμι δεν χρειάζεται να κοιτάξει χάρτη ούτε να συγκεντρωθεί. Αυτή η πόλη σε αφουγκράζεται και σε οδηγεί. Σκέφτεται πως η ζωή είναι τόσο ωραία και νιώθει σαν να διαπίστωσε το πιο πρωτότυπο πράγμα στον κόσμο. Ίσως γιατί αυτή τη φορά όντως το διαπίστωσε.
Ο άνθρωπος χρειάζεται και τη μοναξιά τελικά, σκέφτεται. Πρέπει να την επιλέγει πού και πού. Πρέπει να μπορεί να την επιλέξει.
Ο άνθρωπος χρειάζεται και τη μοναξιά τελικά, σκέφτεται. Πρέπει να την επιλέγει πού και πού. Πρέπει να μπορεί να την επιλέξει.
Βαδίζει ανάμεσα σε ανθρώπους αλλά στην πραγματικότητα είναι σε εντελώς δικό της σύμπαν. Χαζεύει τους μόνους, τα ζευγάρια, τους μεγαλύτερους. Πλάθει ιστορίες, μύθους, πάθη και δράματα και γελάει μόνη της. Ενίοτε κάποιος βιαστικός Ιταλός της χαμογελάει και κοκκινίζοντας χαιρετά κι εκείνη με μάτια που επίσης χαμογελούν. Εν τέλει μήπως δε χάθηκε εντελώς η τρυφερότητα και ο αυθορμητισμός;
Χωρίς να το καταλάβει βρίσκεται πια στην όχθη του Άρνου. Η ώρα έχει περάσει και επικρατεί μια γοητευτική ησυχία. Προχωρά κατά μήκος του ποταμού, περνά την πολύχρωμη Ponte Vecchio και φτάνει στην επόμενη και πιο ήσυχη γέφυρα. Τη διασχίζει και φτάνοντας στη μέση της σκαρφαλώνει στο πεζούλι και κρεμά τα πόδια πάνω απ’ το ποτάμι το οποίο αντανακλά τα φώτα τριγύρω.
Παίρνει βαθιές ανάσες και λέει μερικά ευχαριστώ από μέσα της. Δεν ευχαριστεί θεούς και δεν ξορκίζει δαίμονες. Ευχαριστεί τη ζωή και όσα της δίνει. Κι ευχαριστεί τον εαυτό της που πια δεν το ξεχνά. Και ξαφνικά νιώθει να αποσυμπιέζεται, να λυτρώνεται.
Παίρνει βαθιές ανάσες και λέει μερικά ευχαριστώ από μέσα της. Δεν ευχαριστεί θεούς και δεν ξορκίζει δαίμονες. Ευχαριστεί τη ζωή και όσα της δίνει. Κι ευχαριστεί τον εαυτό της που πια δεν το ξεχνά. Και ξαφνικά νιώθει να αποσυμπιέζεται, να λυτρώνεται.
Σηκώνεται και σιγά-σιγά παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Όχι τον ίδιο. Έναν απ’ όλους τους εναλλακτικούς. Για να θυμάται πως ο δρόμος δεν είναι ποτέ μόνο ένας.