Τελευταία Νέα

Μία πολυσέλιδη έκδοση που ρίχνει φως σε άγνωστες πτυχές της ζωής του Μάνου Χατζιδάκι

Μάνος Χατζιδάκις. Στο άκουσμα του ονόματός του οι περισσότεροι φέρνουμε στο μυαλό μας συγκεκριμένες θείες μελωδίες. Ο Χατζιδάκις όμως δεν ήταν απλά ένας σπουδαίος συνθέτης. Ηταν ένα πολιτικό ον – με την αριστοτελική έννοια του όρου. Ηταν ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος με ισχυρή άποψη, με τις εμμονές του ενίοτε, αλλά κι εκείνη τη βαθιά ανάγκη να ψάχνεται, να αλλάζει, να ανακαλύπτει… Να μην κατατάσσεται εύκολα.

«Ανήκω σε αυτούς που θα με ανακαλύψουν και θα με ανακαλύπτουν πάντα», είχε δηλώσει ο ίδιος. Και διαβάζοντας την υπέροχη αυτή έκδοση της Οδού Πανός που κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες στα βιβλιοπωλεία με αφορμή τα 90 χρόνια από τη γέννηση του Χατζιδάκι, ανακάλυψα ότι μπορεί να χάσεις μια ζωή ολόκληρη ανακαλύπτοντας και αποκρυπτογραφώντας τον Χατζιδάκι. Αυτή άλλωστε ήταν, είναι και θα είναι η γοητεία του.

Στο πολυσέλιδο αυτό βιβλίο-λεύκωμα με τίτλο «Μάνος Χατζιδάκις: 90 χρόνια από τη γέννησή του» σε κείμενα και επιμέλεια του Νίκου Γκροσδάνη μπορεί κανείς να ανακαλύψει άγνωστες πτυχές του Χατζιδάκι μέσα από συνεντεύξεις του και κείμενα δικά του, αλλά και φίλων του, όπως ο Δημήτρης Βερνίκος, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος Κούνδουρος, η Ντένη Βαχλιώτη και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Μπορεί κανείς να κλέψει κάτι από την αινιγματική, πολυσύνθετη προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου, που αποθεώθηκε και λοιδορήθηκε, ενέπνευσε και στοχοποιήθηκε όσο λίγοι – ακριβώς, γιατί πέρα από το δαιμόνιο ταλέντο του, είχε πάντα και το θάρρος της γνώμης του.

Στις 441 σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε όλη τη διαδρομή του Μάνου. Από το Θέατρο Τέχνης, το ρεμπέτικο και το Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου μέχρι την περίοδο του ελαφρού τραγουδιού, τον ελληνικό κινηματογράφο, τη συνεργασία με την Αλίκη και τη Μελίνα και την «Οδό Ονείρων». Από τα χρόνια στην Αμερική και τις διεθνείς συνεργασίες μέχρι τον «Μεγάλο Ερωτικό» και το Τρίτο Πρόγραμμα. Από το «Πολύτροπον» και τα «Πέριξ» μέχρι τον πολιτικό Χατζιδάκι. Αδύνατον να χωρέσουν όλα σε ένα άρθρο. Μείναμε σε κάποιες στιγμές που ίσως φωτίσουν λίγο καλύτερα την προσωπικότητά του. Και σας προτείνουμε να σπεύσετε το συντομότερο να αγοράσετε το βιβλίο για να τον ανακαλύψετε μόνοι σας.

Τα χρόνια του Τέχνης

Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’40 η Αθήνα αρχίζει να μαθαίνει τον πολύ νεαρό ακόμα Μάνο Χατζιδάκι μέσα από τη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. «Γυάλινος Κόσμος», «Ματωμένος Γάμος», «Λεωφορείον ο Πόθος»…

Ο ίδιος ο Χατζιδάκις θυμάται: «Την εποχή εκείνη ήθελα να ήμουν κάτι μέσα στο θέατρο. Χωνόμουν μέσα στο θέατρο και δεν έφευγα παρά πάρα πολύ αργά το βράδυ μεθυσμένος από δουλειά, από δοκιμές κι από παράσταση. Τότε δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα και παίζανε ζωντανά τη μουσική κάθε βράδυ. Ηταν ο Τάτσης, ο Αποστολίδης, ο Ταχιάτης, ο Χρονόπουλος… Ολοι ήταν φίλοι μου και παίζαμε μαζί τη μουσική αυτή και ήταν απόλαυση να μετέχουμε στην παράσταση – να μην κουραζόμαστε από την επανάληψη, αλλά να σεβόμαστε κάθε θεατή που ερχόταν να δει την παράσταση, έστω κι αν ήταν δύο μήνες που παιζόταν το έργο, όπως για παράδειγμα με τον ‘Ματωμένο Γάμο’. Εκεί στο Θέατρο Τέχνης είχαμε ζήσει πολύ ωραίες στιγμές και το τραγούδι αυτό που ήθελα να φτιάξω αναδυόταν δειλά δειλά. Το 1948, στην αποθέωση της μικροαστικής Αθήνας, η Μελίνα Μερκούρη ως Μπλανς Ντιμπουά τραγουδούσε στο Θέατρο Τέχνης: ‘Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι, θα ’σαν όλα αληθινά’. Κανείς δεν πίστευε τότε, εκτός από δυο τρεις φίλους μας, ότι ετούτο το τραγούδι θα το τραγουδούσε όλος ο τόπος κάποτε».

Το ρεμπέτικο και η περίφημη διάλεξη

Εφηβος ακόμα ο Χατζιδάκις γνωρίζει και νιώθει μία ακαταμάχητη έλξη για το ρεμπέτικο. Μόνο που το ρεμπέτικο τότε έμοιαζε με… απαγορευμένο καρπό για κάθε καθωσπρέπει άνθρωπο. «Αυτό το είδος για τους αστούς -και όχι μόνο την εποχή εκείνη- ήταν συνώνυμο της πανούκλας. Ελεγες πανούκλα και ρεμπέτικο και ήταν το ίδιο. Οταν εγώ πρωτοπήγα σε κάποια στέκια όπου λειτουργούσε αυτό το είδος εντελώς απαγορευμένα, ο θείος μου φώναξε τη μητέρα μου και της είπε ότι πήρα τον κακό δρόμο. Ηταν αδύνατο να διανοηθεί κανείς τότε ότι θα άκουγε νόμιμα ένα τραγούδι του Μάρκου ή του Τσιτσάνη ή του Παπαϊωάννου. Και τι κρίμα! Εγινε μετά αυτό το τραγικό: από τη στιγμή που ανακαλύφθηκαν, συγχρόνως γελοιοποιήθηκαν (έμοιαζαν σαν τα ψάρια έξω από το νερό), ψόφησαν, ό,τι ήταν να γίνει υπήρχε μέσα στον καιρό που ήταν περιθωριακά», σχολιάζει ο Χατζιδάκις πολλά χρόνια μετά.

Το 1949, την εποχή που το άστρο του ανατέλλει, ο Χατζιδάκις έχει την τόλμη να δώσει μία διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι με την οποία επιχειρεί να ανατρέψει την παγιωμένη αντίληψη. «Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας που δεν έχουμε νομίζω σήμερα τίποτα άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο. Το ρεμπέτικο -κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο- έχει επιβάλει πια τη δύναμή του λίγο πολύ σε όλους μας, είτε θετικά είτε αρνητικά, είτε δηλαδή το παραδεχόμαστε είτε όχι».

Οι έξι λαϊκές ζωγραφιές

Η εν λόγω διάλεξη προκαλεί θύελλα αντιδράσεων. Διάφορες επιφανείς προσωπικότητες της εποχής επιτίθενται με άρθρα τους εναντίον του Χατζιδάκι, που τόλμησε να μιλήσει θετικά για το ρεμπέτικο. Ο ίδιος σιωπά. Και το 1950 δίνει τη δική του απάντηση με το νέο του έργο, τις «Εξι λαϊκές ζωγραφιές», έξι ρεμπέτικα τραγούδια διασκευασμένα και παιγμένα από τον ίδιο στο πιάνο. Ο συνθέτης Αργύρης Κουνάδης, από τους πρώτους που άκουσε τον Χατζιδάκι να παίζει στο πιάνο τις περίφημες «Εξι λαϊκές ζωγραφιές», λέει για το έργο: «Ηταν μία απόδοση του ρεμπέτικου για πιάνο, αλλά ο Χατζιδάκις είχε ένα φίλτρο, έπαιρνε κάτι και το διήθιζε, δεν έβγαινε απλώς μια επεξεργασία, δεν εμιμείτο στυλ, δεν έκανε κάτι που θα ήταν επίσης παραδεκτό, να χρησιμοποιήσει το ρεμπέτικο σαν σκίτσο. Η μουσική του ήταν μουσική που έβγαινε από κάποια ανάγκη, ήταν μουσική αφομοιωμένη με τρόπο αριστοτεχνικό».

Στις «Εξι λαϊκές ζωγραφιές» βασίζεται και η δεύτερη παράσταση που κάνει το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου μετά τον «Μαρσύα». Η Ραλλού Μάνου αναφέρεται σε εκείνη τη συνεργασία: «Οταν κάθισε ο Μάνος στο πιάνο να μου παίξει τη ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’, άρχισε να μου διηγείται πώς έβλεπε το θέμα του. ‘Είναι μια αυγή μουντή κι η άσφαλτος βρεγμένη και γυαλίζει. Τα παλικάρια φέρουν όλο το βάρος μιας νύχτας αμαρτωλής. Κινούνται αργά, με κόπο, με θλίψη και νοσταλγία. Συννεφιασμένη Κυριακή / μοιάζεις με την καρδιά μου / που έχει πάντα συννεφιά / Χριστέ και Παναγιά μου’. Και η καρδιά μου συννέφιασε και η μυρωδιά της βροχής μπήκε στην κάμαρά μου. Ακουγα μαγεμένη το παίξιμο του Μάνου. Οταν όμως σταμάτησε και συνήλθα από τη γοητεία της μουσικής, σκέφτηκα αυτά που μου είχε πει για την αμαρτωλή νύχτα και τον ρωτάω ανήσυχη: ‘Βρε Μάνο, μήπως φάμε ξύλο;’. Οχι μόνο δεν μας δείρανε, αλλά γεννήθηκε ένα έργο μοναδικό στο είδος του, λεπτό, ευαίσθητο, καλόγουστο».

Η συνέντευξη που ξεσήκωσε θύελλες

Ιούλιος 1960. Περιοδικό Ταχυδρόμος. Ο Χατζιδάκις τα βάζει με όλους και με όλα υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει πια λαϊκό τραγούδι», δικαιολογώντας τη στροφή του εκείνη την εποχή προς το ελαφρύ τραγούδι, με μούσα του την ανερχόμενη τότε Νάνα Μούσχουρη. «Ξαναγύρισα στο ελαφρύ τραγούδι με τη φιλοδοξία να το ενώσω με το έντεχνο σοβαρό τραγούδι, όπως έκανε ο Κουρτ Βάιλ στο γερμανικό τραγούδι», ισχυρίζεται και εξαπολύει τα βέλη του και προς τους συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού. «Δεν νομίζω ότι οι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού έχουν τη σοβαρότητα και την ευθύνη της δουλειάς του. Υπάρχουν βέβαια ένας δύο αξιόλογοι και υπεύθυνοι συνθέτες ελαφρού τραγουδιού, που όμως δεν κατάφεραν να αλλάξουν την από χρόνια υπάρχουσα κατάσταση. Ολοι οι άλλοι είναι από ανεπαρκείς μέχρι κομπλεξικοί, τελείως ανίκανοι να αντιληφθούν τη σημασία που έχει για έναν τόπο η σωστή και συνεπής τοποθέτηση κάθε καλλιτέχνη απέναντι σε αυτό που υπηρετεί. Παράλληλα έχουν όλοι ένα κοινό χαρακτηριστικό: Δεν γνωρίζουν μουσική!».

Το κατηγορώ του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Η εν λόγω συνέντευξη του Χατζιδάκι προκαλεί για μία ακόμα φορά θύελλα αντιδράσεων. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος με άρθρο του στην εφημερίδα «Δράση» κάνει ανοιχτή επίθεση στον Χατζιδάκι. Τίτλος του άρθρου, «Μάνος Χατζιδάκις, ο ‘συμπαθής’ νοθευτής του ρεμπέτικου τραγουδιού. ‘Ρεμπετοποίησε’ το ελαφρύ τραγούδι και ‘ελαφροποίησε’ το ρεμπέτικο».

Ο Χριστιανόπουλος αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Τον γνώρισα στην Αθήνα πριν από δέκα χρόνια. Ηταν χοντρός και είχε μεγάλο τουπέ. Είχε δώσει μια διάλεξη για το ρεμπέτικο και βαυκαλιζόταν ότι μόνο αυτός είχε ανακαλύψει το λαϊκό τραγούδι. Δεν μιλιόταν από το πολύ ύφος. Φυσικά δεν χρειαζόταν καμιά ‘ανακάλυψη’, μια και το ρεμπέτικο δεν είχε πάψει ποτέ να τραγουδιέται από τον λαό. Ο Χατζιδάκις όμως ήταν ο πρώτος που επεσήμανε την αξία του και έδωσε το σύνθημα για την ‘αξιοποίησή’ του. Ετσι στάθηκε ο πρώτος που άνοιξε τον δρόμο για τη διαφθορά του λαϊκού τραγουδιού».

Στο ίδιο άρθρο δεν χάνει την ευκαιρία να θυμηθεί και τις προ δεκαετίας γραμμένες «Εξι λαϊκές ζωγραφιές» και να τις βάλει στο στόχαστρό του. ««Τι ήταν αυτές οι ‘Εξι λαϊκές ζωγραφιές’ για τις οποίες τόσο πολύ κόπτεται ο Χατζιδάκις; Απλούστατα: Εξι αυτούσια τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, τα οποία με πολλή τέχνη ο Χατζιδάκις μετέφερε στο πιάνο. Γνωρίζοντας πόσο τραχύ όργανο είναι το μπουζούκι για τα αυτιά των καλλιεργημένων δεσποινίδων του καλού κόσμου, χρησιμοποίησε τη γλυκερή υγρότητα του πιάνου για να τα αποδώσει μετατρέποντας τα ωραιότατα αυτά τραγούδια σ’ ένα σύνολο μουσικού γλυκασμού».

Το μιούζικαλ με την Αλίκη και το σημείωμα που έβαλε φωτιές

Το καλοκαίρι του 1962 κι ενώ ακόμα παίζεται η «Οδός Ονείρων» στο θέατρο Μετροπόλιταν αναγγέλλεται η συνεργασία της βασικής δημιουργικής ομάδας της «Οδού Ονείρων» (Χατζιδάκις-Σολωμός-Αργυράκης) με την Αλίκη Βουγιουκλάκη σε ένα μουσικό έργο βασισμένο σε μια ιδέα των Νότη Περγιάλη και Νίκου Γκάτσου. Γίνεται λόγος για ένα «γνήσιο σύγχρονο μουσικό έργο, μία γνήσια ελληνική έκδοση θεατρικού είδους που είναι γνωστό στην Αμερική με το όνομα ‘μιούζικαλ’». Το συγκεκριμένο μιούζικαλ δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, για άγνωστους λόγους. Στη θέση του μπαίνει το έργο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» – πάντα με την Αλίκη και υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μάνου. Η συγκεκριμένη παράσταση ανεβαίνει μεν, αλλά συνιστά παταγώδη εμπορική αποτυχία, αφού το φανατικό κοινό της Αλίκης δεν εγκρίνει τη μελαχρινή της κόμη ως Κλεοπάτρα. Ακολουθούν τα θεατρικά «Χτυποκάρδια στο θρανίο», με τον Χατζιδάκι να αποχωρεί από τη συνεργασία.

Πριν από το τέλος όμως της συνεργασίας με την Αλίκη, ένα σημείωμα του Χατζιδάκι στο πρόγραμμα της παράστασης «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» βάζει φωτιά στην καλλιτεχνική κοινότητα. Ο Μάνος, εκνευρισμένος από τις επιθέσεις που είχε δεχτεί από κάποιους γνωστούς Ελληνες συγγραφείς για την «Οδό Ονείρων», γράφει μεταξύ άλλων: «Η Κλεοπάτρα δεν ήτο μια συμπαθής κυρία, που ηρέσκετο να ακούει ελαφράν μουσική στις ‘κοσμικές’ ταβέρνες των Αθηνών, ούτε ηνοχλήθη από την ‘Οδό Ονείρων’, διότι δεν περιείχε κείμενα κάποιων ηλίθιων Ελλήνων συγγραφέων». Ξεσπάει πόλεμος!

Ο Δημήτρης Ψαθάς, που έχει ασκήσει έντονη κριτική στην «Οδό Ονείρων», απαντάει στον Χατζιδάκι με ένα άρθρο του με τίτλο «Ταλέντο και ήθος» στην εφημερίδα «Τα Νέα». Το άρθρο καταλήγει: «Μια φορά κι έναν καιρό ο πανάγαθος Θεός, αφού τέλειωσε τις άλλες δουλειές του, απεφάσισε να μοιράσει στον κόσμο και τα ταλέντα. Εδωσε σε συγγραφείς, σε ηθοποιούς, σε ζωγράφους, σε γλύπτες, σε μουσικούς και στο τέλος του έμεινε ένα. Δεν ήξερε τι να το κάνει και το πέταξε θυμωμένος στα σκουπίδια. Από εκεί λοιπόν γεννιούνται κάθε τόσο κάτι τέτοιοι άσεμνοι ταλαντούχοι κι από εκεί προφανώς γεννήθηκε και ο Χατζιδάκις – από τα σκουπίδια».

«Οι ηλίθιοι είναι πάρα πολύ περισσότεροι», σχολιάζει ο Μάνος σε νέα του συνέντευξη. Μια ωραία ατμόσφαιρα!

Ο Μεγάλος Ερωτικός και το ερωτικό τραγούδι

Το 1972 ο Μάνος Χατζιδάκις επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από πολύχρονη απουσία στην Αμερική, παρουσιάζοντας τη νέα δισκογραφική του δουλειά, τον «Μεγάλο Ερωτικό». Πολλοί είναι αυτοί που θα τον κατηγορήσουν ότι ασχολείται με το ερωτικό τραγούδι εν μέσω Χούντας. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Μίκης Θεοδωράκης, που στέλνει επιστολή από το Παρίσι, όπου είναι εξόριστος, διαφωνώντας κάθετα με τους ερωτικούς προβληματισμούς του Μάνου Χατζιδάκι. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις απαντά σε συνέντευξη του στα «Νέα»: «Εγώ δεν γράφω ερωτικά τραγουδάκια, αλλά για τον Ερωτα. Και ο Ερωτας παραμένει πάντα ένα πρόβλημα όχι μόνο του καιρού μας, αλλά όλων των εποχών». Και λίγο πιο κάτω γίνεται ακόμα πιο δηκτικός προς τον Θεοδωράκη: «Εχω την ωριμότητα να μην επιδιώκω εύκολη συμφιλίωση με την πανίσχυρη ‘νεολαία’ προσφέροντας επιπόλαια συνθήματα». Το 1980 σε άλλη συνέντευξή του επανέρχεται επί του θέματος και γίνεται ακόμα πιο επεξηγηματικός: «Πολλοί απορήσανε που γύρισα κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας και έκανα τον ‘Μεγάλο Ερωτικό’. Το έκανα από σκοπιμότητα, γιατί είδα ότι εκείνο που έλειπε από τον τόπο μας δεν ήταν το σύνθημα. Ηταν οι μεγάλες ανθρώπινες αξίες που είχαν καταρρακωθεί. Και δικαιώθηκα εκ των υστέρων, γιατί τα συνθήματα παρήλθαν, ενώ οι έννοιες του ‘Μεγάλου Ερωτικού’ παρέμειναν».

Για τον Μάνο Χατζιδάκι, ερωτικό τραγούδι είναι κάθε μεγάλο τραγούδι. «Ο,τι είναι ατάλαντο είναι τίποτα. Δεν ελκύει ό,τι ετικέτες κι αν δει. Υπάρχει πιο ερωτικό τραγούδι από του Επιταφίου; Δεν θέλετε να γίνετε καλόγερος όταν ακούτε το ‘Ω, γλυκύ μου έαρ!’. Αντιθέτως ελκύεσθε. Αυτό είναι ερωτικό τραγούδι. Αυτό του Μίκη Θεοδωράκη ‘Στον άλλον κόσμο που θα πας…’ είναι ερωτικό; Οχι, βέβαια! Κι όμως ας έρθει κάποιος που κάνει ‘ερωτικό τραγούδι’ να μου πει κάποιο άλλο που δημιουργεί τα ίδια συναισθήματα, την ίδια ομορφιά, τον ίδιο ερωτισμό».

Περί πολιτικής

Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως δεξιός. Το τι σημαίνει όμως «δεξιός» και «αριστερός» για τον Χατζιδάκι χωράει πολύ νερό. Ηταν ένας από τους ελάχιστους -αν όχι ο μόνος του δικού του βεληνεκούς- που ύψωσε το ανάστημά του απέναντι στον λαϊκισμό και τον φασισμό του όχλου, που αναπτύχθηκε επί ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80. Το πλήρωσε ακριβά με μία σειρά από φυλλάδες της εποχής με εξαιρετικά υψηλή κυκλοφορία να του επιτίθενται ανελέητα και με χτυπήματα κάτω από τη μέση. Το αν ο Χατζιδάκις ήταν δεξιός, όπως αντιλαμβανόμαστε τον όρο σήμερα, αρκεί να το σκεφτεί κανείς διαβάζοντας τα παρακάτω λόγια του από τη συμμετοχή σε δύο φεστιβάλ φοιτητικών νεολαίων το 1983. Το ένα της Νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού και το άλλο της ΟΝΝΕΔ. «Εγώ δεν πήγα σε αυτές τις συναυλίες για να εισπράξω, πήγα για να επικοινωνήσω. Και το γεγονός ότι 10.000 κόσμος στη συγκέντρωση του ΚΚΕ εσωτερικού κάθισε για τρεις ώρες και με άκουγε και δεν με άφηνε να φύγω στο τέλος μου έδωσε μεγάλη ικανοποίηση. Αυτό δεν είναι επικοινωνία με μία κομματική παράταξη. Είναι επικοινωνία με ένα ευαίσθητο κοινό. Διότι δεν θα πω το ίδιο και για τη νεολαία της ΟΝΝΕΔ. Εκεί αναγκάστηκα να φύγω στα είκοσι λεπτά. Αλλά γιατί δεν κάθισα, αφού ανήκω στην ίδια παράταξη με την ΟΝΝΕΔ; Ας μην συγχέουμε τα πράγματα. Πήγα να αναζητήσω ΕΝΑ κοινό, όπως συμβαίνει σε κάθε συναυλία. Στη μία εκδήλωση υπήρχε εξολοκλήρου το κοινό μου, στην άλλη δεν υπήρχε. Γι’ αυτό έφυγα. Δεν αποδέχομαι τους νέους που έρχονται χρωματισμένοι από την παράταξή τους. Πιστεύω ότι η λαϊκίστικη πολιτική δημιουργεί σε ένα απροετοίμαστο και απληροφόρητο κοινό δικαιώματα επί της τέχνης, δημιουργεί ένα κοινό με θρασύτητα».

 

http://www.protothema.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο