H ισπανίδα σοπράνο Μονσεράτ Καμπαγιέ υπήρξε μία από τις κορυφαίες λυρικές τραγουδίστριες του 20ού αιώνα. Το 1965 ήταν η τυχερή της χρονιά που την εκτόξευσε στο διεθνές στερέωμα της όπερας, όταν αντικατέστησε μία άλλη υψίφωνο στον δύσκολο ρόλο της Λουκρητίας Βοργία, στην ομώνυμη όπερα του Ντονιτσέτι στη Νέα Υόρκη. Ερμήνευσε μία ευρεία γκάμα ρόλων, αλλά ήταν περισσότερο γνωστή για τα έργα του Βέρντι, αλλά και για το ρεπερτόριο του μπελκάντο, με το οποίο ασχολήθηκε, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τα έργα των Ροσίνι, Μπελίνι και Ντονιτσέτι.
Η Μονσεράτ Καμπαγιέ γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1933 στη Βαρκελώνη και πέρασε τα περισσότερα από τα νεανικά της χρόνια μελετώντας μουσική κι εκπαιδεύοντας τη φωνή της. Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης επαγγελματικής της καριέρας, που ξεκίνησε από την Ελβετία και τη Γερμανία, συμμετείχε σε περισσότερες από 3.880 παραστάσεις και στις πέντε ηπείρους, ενώ ερμήνευσε περισσότερους από 80 ρόλους.
Ξεχωριστή ήταν η ικανότητά της να ερμηνεύει σε πολλά στιλ – από Μότσαρτ έως παραδοσιακά τραγούδια. Η δημοφιλία της έφθασε στα ύψη το 1987, όταν μαζί με τον στενό της φίλο Φρέντι Μέρκιουρι ηχογράφησαν το κομμάτι «Barcelona», που ήταν ο επίσημος ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης το 1992. Ο τραγουδιστής των Queen ήταν μεγάλος θαυμαστής της και θεωρούσε ότι η φωνή της ήταν «η καλύτερη στον κόσμο».
Η Καμπαγιέ έλαβε πέντε υποψηφιότητες για Γκράμι κατά τη διάρκεια της καριέρας της, κερδίζοντας το βραβείο το 1968 για την Καλύτερη Κλασική Φωνητική Ερμηνεία. Ίδρυσε το «Fundació Montserrat Caballé», «Ιδρυμα Μονσεράτ Καμπαγιέ», στη Βαρκελώνη για την υποστήριξη νέων ταλέντων και υπηρέτησε ως Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNESCO.