Γράφει η Ροζαλία
Ενα αποτρόπαιο-ιδιαιτέρως ειδεχθές έγκλημα διαδραματίστηκε στη Ρόδο το 2018. Μία νεαρή φοιτήτρια, ξένη στα μέρη τους, δολοφονήθηκε βιασμένη και βρέθηκε στη θάλασσα. Θύτες δύο επίσης νεαροί άντρες, κατά φύση μόνο, γιατί κανένας πραγματικός άνδρας δεν πράττει έτσι.
Θύματα η γυναίκα – η οικογένειά της – όλοι εμείς – η κοινωνία που υφίσταται. Υφίσταται ρόλους και μηχανισμούς. Υφίσταται ακρωτηριασμούς φυσικούς – ηθικούς – ψυχικούς. Υφίσταται πολλές μορφές ά-δικης μεταχείρισης παθητικά και καταθλιπτικά.
Ήρθε όμως μία έκπληξη και ήταν ενδεδυμένη την τήβεννο. Ήρθε από την εισαγγελέα της έδρας του δικαστηρίου. Σε μία βιωματική έκρηξη-απόρροια της έρευνας και μελέτης της υπόθεσης, η εισαγγελική λειτουργός τοποθέτησε τα πράγματα ως έχουν και την ουσία του Δικαίου εκεί που πρέπει.
Παρέβη τον ρόλο της, υπερκέρασε τον τύπο του λειτουργήματός της που επιτάσσει απόσταση – ψυχραιμία – απάθεια ώστε να εξασφαλίζεται η ισονομία και η αντικειμενικότητα. Ξεπέρασε την τυφλότητα της Δικαιοσύνης γιατί κάποτε πρέπει να δει.
Ίσως είναι τρωτό που με την στάση της αφήνει παράθυρα προσβολής της απόφασης. Όμως είναι σίγουρα μεμπτό να μην συγκλονίζεσαι από τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και από τους μηχανισμούς που τον ποδηγετούν. Ίσως να της αποδοθεί υπερβολική συναισθηματική φόρτιση που δεν συνάδει με τη θέση της.
Αλλά και ποια είναι η θέση ενός δικαστικού λειτουργού; Να μην βλέπει, να μην ακούει, να μην συγκινείται, να είναι αποστειρωμένος; Να είναι κουφός στους καιρούς και στις ανάγκες τους και ευήκοος στα κελεύσματα των πάσης φύσεως μηχανισμών; Να καταδικάζει τις καθαρίστριες και να απαλλάσσει τους ταγούς του Έθνους; Να μην παραβαίνει τη δικονομία αλλά να παραβαίνει το δίκαιο;
Ας είμαστε εχέφρονες κι ελευθερόφρονες. Αλλά θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Και ιδιαίτερα αρετή. Ας δούμε την ουσία. Μια νεαρή γυναίκα ατιμάστηκε πριν και μετά τον θάνατό της επειδή δεν υπέκυψε στις ορέξεις των “ισχυρότερων” αρσενικών. Μια νεαρή γυναίκα βρήκε τραγικό θάνατο από δυο εγκληματικές υπάρξεις που στο ακροατήριο ισχυρίστηκαν διά των συνηγόρων τους ότι δεν την βίασαν διότι φορούσε στηθόδεσμο (!).
Τι να πει λοιπόν η εισαγγελέας; Ποια ψυχραιμία να τηρήσει και ποιον τύπο; Κι αυτή η ζητούμενη ψυχραιμία δεν θα θανάτωνε ακόμα μια φορά τους οικείους της Ελένης, που ζουν έναν συνεχή θάνατο, μια μόνιμη αναίτια απουσία; Αυτή η ψυχραιμία και η ίση θεωρητικά απόσταση δεν θα κατέφερε μια ακόμα ήττα, μια ακόμα πληγή στο άρρωστο σώμα της κοινωνίας μας;
Μπορούμε να βρούμε λάθη στην εισαγγελέα. Μπορούμε να βρούμε πως δεν διαχειρίστηκε ορθά την συναισθηματική της έξαρση. Όμως οφείλουμε να της αποδώσουμε σεβασμό και υπόκλιση, διότι τόλμησε να υπερβεί τα εσκαμμένα, τόλμησε να δει, τόλμησε να ακούσει και εν αρετή να βρει την ουσία του δικαίου έστω και εις βάρος των τύπων.