Κόντρα στο πνεύμα της χαλάρωσης μέτρων και συμπεριφορών, η επιστήμη υπενθυμίζει ότι η επανάπαυση δεν επιτρέπεται απέναντι σε έναν τόσο πανούργο και ύπουλο εχθρό, όπως ο Covid-19. Και όχι επειδή ξέρουμε πια αρκετά για το τι να περιμένουμε, αλλά ακριβώς για το αντίθετο: διότι ακόμη και οι ειδικοί βρίσκονται σε βαθιά άγνοια, ακόμη και για τα βασικά ζητήματα που αφορούν στην πανδημία.
Ο δημοσιογράφος Τζέρμαν Λόπεζ του vox.com έθεσε τα «καυτά» ερωτήματα. Και δεν πήρε καθησυχαστικές απαντήσεις.
1. Ποιος είναι ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που έχουν προσβληθεί από τον Covid-19;
Έως τις 12 Μαΐου, σύμφωνα με την καταμέτρηση του worldometer.info, έχουν καταγραφεί 4.303.440 κρούσματα κορωνοϊού σε όλο τον κόσμο. Εξ αυτών, περίπου 290.000 άτομα έχουν αποβιώσει. Ωστόσο, οι επιστήμονες είναι πεπεισμένοι ότι το πραγματικό πλήθος των θυμάτων του κορωνοϊού είναι πολύ μεγαλύτερο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, ακόμη και σήμερα, έναν και πλέον αιώνα μετά την πανδημία της γρίπης του 1918, ο αληθινός αριθμός των θυμάτων παραμένει απροσδιόριστος.
Ένα από τα πολύ μεγάλα προβλήματα στην ακρίβεια των καταγραφών είναι οι ασυμπτωματικοί ασθενείς. Όσοι δηλαδή μεταδίδουν τον ιό εν αγνοία τους, εφόσον δεν εμφανίζουν κανένα από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου. Γι’ αυτό και είναι κεφαλαιώδους σημασίας η χρήση της προστατευτικής μάσκας.
2. Η τήρηση αποστάσεων έχει διάφορες μορφές. Ποια είναι η πιο αποτελεσματική;
Η αποφυγή των στενών επαφών είναι βέβαιο ότι επιβραδύνει την εξάπλωση της επιδημίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι σαφές το πώς επιτυγχάνεται αυτό στην πράξη. Δηλαδή, δεν είναι διαπιστωμένο πέραν πάσης αμφιβολίας εάν λειτουργεί π.χ. η απαγόρευση των μεγάλων συγκεντρώσεων, οι περιορισμοί στα αεροπορικά ταξίδια, η τηλεργασία ή οτιδήποτε άλλο. Το αποτέλεσμα είναι το ευκταίο, η διαδικασία όμως επί του παρόντος άγνωστη.
Η καθηγήτρια βιοστατιστικής στο πανεπιστήμιο της Φλόριδας, Νάταλι Ντιν, παρατηρεί ότι «ο μεγαλύτερος κίνδυνος εντοπίζεται σε εσωτερικούς χώρους, όπου πολλοί άνθρωποι συγκεντρώνονται για παρατεταμένο χρονικό διάστημα». Πέραν αυτού, επικρατεί αβεβαιότητα για την αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε άλλου μέτρου.
O Αμές Αντάλγια, ανώτερο στέλεχος στο Κέντρο Έρευνας για την Προστασία της Δημόσιας Υγείας Johns Hopkins, λέει κάτι πολύ ενδιαφέρον: «Εάν μαντρώσεις τον κόσμο μέσα στο σπίτι του για δύο ή τρία χρόνια, πώς θα δουλέψουν οι άνθρωποι για τον βιοπορισμό τους; Πώς θα παραχθούν τα απαραίτητα αγαθά για όλους μας; Πώς θα αντιμετωπιστούν άλλα προβλήματα υγείας; Υπάρχει λοιπόν μια ισορροπία. Η λύση δεν μπορεί να είναι να βάλουμε τέλος στον βιομηχανικό πολιτισμό του ανθρώπου. Διότι, ακριβώς η παραγωγή του εμβολίου για τον κορωνοϊό εξαρτάται από αυτό τον βιομηχανικό πολιτισμό».
3. Μπορεί να γίνουν τα παιδιά φορείς του κορωνοϊού;
Ένα ξεκάθαρο και ηχηρό «δεν έχουμε ιδέα» είναι η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα κατά τον Μπιλ Χανάζ, επιδημιολόγο του πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Στην αρχή είχε θεωρηθεί βέβαιο ότι τα παιδιά δεν νοσούν από κορωνοϊό, ούτε τον μεταδίδουν. Συν τω χρόνω όμως, αποδείχθηκε, δυστυχώς, ότι ακόμη και βρέφη μπορούν να μολυνθούν από τον ιό. Βεβαίως, δεν φτάνουν να νοσήσουν τόσο σοβαρά όσο οι μεγαλύτεροι, παρ’ όλα αυτά όμως δεν έχουν κάποιου είδους εγγενή ανοσία.
Προφανώς, η συμπεριφορά του κορωνοϊού στον οργανισμό ενός παιδιού, το πόσο εύκολα ή δύσκολα μεταδίδεται σε νεαρά άτομα, επηρεάζει τις αποφάσεις της πολιτείας για το σύστημα εκπαίδευσης: Το μέγεθος των αιθουσών, τον συνολικό αριθμό των μαθητών κ.ο.κ.
4. Γιατί κάποιες χώρες ή πόλεις απέφυγαν την ανεξέλεγκτη έξαρση της επιδημίας;
Πέρα από τα προφανή, όπως πχ την έγκαιρη λήψη αυστηρών περιοριστικών μέτρων, όπως συνέβη στην Ελλάδα, την πιστή τήρησή τους από τους πολίτες κ.λπ., οι επιστήμονες διεθνώς προβληματίζονται έντονα, καθώς μελετούν την εξέλιξη της πανδημίας. Στην πραγματικότητα αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί φερ’ ειπείν το Τόκιο, μια πόλη τρομακτικά πυκνοκατοικημένη, εμφανίζει καλύτερη εικόνα σε σχέση με τον Covid-19 απ’ ό,τι η Νέα Υόρκη; Και, μάλιστα, ενώ οι Ιάπωνες κάνουν 20 φορές λιγότερα τεστ από τους Αμερικανούς;
Οι παράγοντες και οι μεταβλητές που μπορούν να επηρεάζουν προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο την επιδημιολογική εικόνα είναι, κατ’ ουσίαν, αναρίθμητοι. Γι’ αυτό και οι ειδικοί αδυνατούν να καταλήξουν σε πειστικά συμπεράσματα.
5. Πόσο επηρεάζουν την εξέλιξη της πανδημίας οι καιρικές συνθήκες;
Θεωρητικά, η ζέστη, η ηλιοφάνεια και η υγρασία στην ατμόσφαιρα εξασθενούν τον κορωνοϊό. Αν όμως ήταν αρκετά αυτά τα στοιχεία για να τον αναχαιτίσουν, τότε γιατί υπήρξε εκρηκτική αύξηση των θυμάτων σε μέρη όπως η Λουιζιάνα των ΗΠΑ, ο Ισημερινός, η Σιγκαπούρη κ.α.;
Οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι οι υψηλές θερμοκρασίες, η αυξημένη υγρασία και η υπεριώδης ακτινοβολία δεν ευνοεί τη διάδοση του κορωνοϊού. Η μεν ζέστη γιατί, πολύ σχηματικά, «λιώνει» το εξωτερικό μέρος του ιού, η υγρασία διότι κάνει τα σωματίδια σιέλου των νοσούντων να βαραίνουν και να πέφτουν στο έδαφος αντί να περιίπτανται στην ατμόσφαιρα και οι ακτίνες UV επειδή, ούτως ή άλλως, έχουν αντισηπτικές ιδιότητες.
Οι μέχρι στιγμής μελέτες βασίζονται κυρίως στην αντίδραση άλλων κορωνοϊών -στους οποίους όμως ο άνθρωπος έχει αναπτύξει ήδη αντισώματα. Το τι θα συμβεί με τον Covid-19, όταν χιλιάδες άτομα θα συνωστίζονται στη θάλασσα και τις παραλίες, ουδείς δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει.
6. Είναι ασφαλές το να ανοίξουν ξανά οι οργανωμένες παραλίες, τα πάρκα κ.λπ.;
Ίσως ναι, ίσως και όχι. Γενικώς ισχύει ότι σε ανοιχτούς χώρους, με ελεύθερη κυκλοφορία αέρα, η διάδοση του ιού περιορίζεται. Ωστόσο, τίθενται σοβαρά ζητήματα, ως προς τους κανόνες προστασίας. Πόσο κοντά είναι σωστό να έρχονται μεταξύ τους οι λουόμενοι; Οι πελάτες ενός beach bar; Θα πρέπει να φοράμε μάσκες ακόμη και στην παραλία; Ο συγχρωτισμός μεταξύ αγνώστων, οι γνωριμίες, η όλη λειτουργία των κοινωνικών επαφών σε πολυσύχναστα μέρη, παραμένει ένα υγειονομικό αίνιγμα.
7. Ο οργανισμός μας θα αναπτύξει μόνιμη ανοσία στον κορωνοϊό;
Το πιο συνηθισμένο σενάριο για τα λοιμώδη νοσήματα, είναι ότι όσοι έχουν νοσήσει, παύουν να κινδυνεύουν στο υπόλοιπο του βίου τους. Ο κορωνοϊός όμως δεν υπακούει σε αυτό τον κανόνα, καθώς έχουν εμφανιστεί ασθενείς οι οποίοι υποτροπιάζουν και νοσούν ξανά, μετά από την επιτυχή έκβαση της θεραπείας τους. Στο σκοτάδι βρίσκεται, λοιπόν, η επιστήμη και σε αυτό τον τομέα, αδυνατώντας να προσδιορίσει εάν η ανοσία του ιαθέντος ασθενούς διαρκεί ημέρες, μήνες, χρόνια κ.λπ.
Στη σύγχυση σχετικά με τις υποτροπές συντείνει οπωσδήποτε και η ενδεχομένως πλημμελής εκτέλεση της αρχικής διάγνωσης. Διότι εάν κάποιος θεωρείται θεραπευμένος ενώ η ίασή του δεν είχε ολοκληρωθεί, τότε δεν τίθεται ζήτημα υποτροπής, αλλά απλώς εξακολούθησης της νόσου. Εάν όμως ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να αναπτύξει ισχυρά και μακρόβια αντισώματα, τότε η πανδημία θα επιστρέψει. Με την ίδια ή και ακόμη μεγαλύτερη μανία.
8. Μπορεί να υπάρξει εμβόλιο μέσα στους επόμενους 12-18 μήνες;
Ορισμένοι επιστήμονες, όπως η Η καθηγήτρια βιοστατιστικής στο πανεπιστήμιο της Φλόριδας, Νάταλι Ντιν, είναι αισιόδοξοι: Με τόσο μεγάλη και εντατική προσπάθεια, από τόσο πολλούς φορείς ανά τον πλανήτη, δεν μπορεί, το εμβόλιο θα παρασκευαστεί και θα αρχίσει να χορηγείται μέσα στον επόμενο ένα-ενάμιση χρόνο.
Άλλοι όμως τονίζουν ότι, ακόμη και εάν κάτι τέτοιο συμβεί, δεν θα έχει κανένα προηγούμενο στην ιστορία της σύγχρονης φαρμακολογίας. Οι διαδικασίες έρευνας, εξέλιξης, δοκιμής κ.λπ. ενός νέου φαρμάκου είναι, εκ φύσεώς τους, ιδιαίτερα χρονοβόρες. Κι αυτό έχει να κάνει κυρίως με τη δημόσια ασφάλεια, διότι προτού διατεθεί ένα οποιοδήποτε φάρμακο -πόσο μάλλον ένα εμβόλιο- θα πρέπει να έχει αποκλειστεί, ή τουλάχιστον να είναι εκ των προτέρων γνωστή, κάθε παρενέργειά του. Και, ας μην ξεχνάμε, ότι τα εμβόλια για μεταδοτικές νόσους που έχουν βρεθεί έως σήμερα, ανήκουν σε μια μειονότητα αντιδότων. Για τις περισσότερες λοιμώδεις νόσους δεν υπάρχουν εμβόλια, παρά τις μακροχρόνιες έρευνες.
9. Ίσως όχι ακόμη εμβόλιο, θα έχουμε όμως άλλα φάρμακα για τον κορωνοϊό;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έρχεται από τον HIV, τον ιό του AIDS: Όχι, δεν έχουμε εμβόλιο. Έχουμε όμως πλέον πάρα πολλά φάρμακα που αντιμετωπίζουν τις χειρότερες συνέπειες και αποτρέπουν το θάνατο του ασθενή. Το ίδιο μπορεί να συμβεί κάλλιστα και με τον Covid-19. Αν δεν μπορούμε -ακόμη- να τον εξολοθρεύσουμε, ίσως εφοδιαστούμε με κάποια όπλα για να δώσουμε τη μάχη εναντίον του, προκαλώντας του φθορές, αναγκάζοντάς τον να απωλέσει την επιθετική του ισχύ.
Απ’ ό,τι φαίνεται, η χλωροκίνη δεν είναι το σωστό φάρμακο για κάτι τέτοιο. Η ρεμδεσιβίρη ενδέχεται να τα καταφέρνει κάπως καλύτερα. Σε κάθε περίπτωση όμως οι επιστήμονες ψάχνουν, αποκτώντας γνώσεις, βήμα βήμα, σε μια διαδικασία που μπορεί να φαντάζει απελπιστικά αργή, είναι όμως η μόνη που διαθέτει η ανθρωπότητα.
Πηγή: https://www.protothema.gr/