Τελευταία Νέα

Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου

Τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ ηρωισμού και ληστείας τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια προβάλλουν ανάγλυφα στην ιστορία της οικογένειας των Χονδρογιανναίων. Η υπόθεση, που περιλαμβάνει διώξεις, αίμα, καρμανιόλες, πολιτικές ίντριγκες και πολλά ακόμα αναπάντητα ερωτήματα, έχει τη σημαντική βοιωτική της διάσταση, η οποία σχετίζεται κυρίως με το επεισόδιο ανάμεσα στον Λιάκο Χονδρογιάννη και στον βασιλιά Οθωνα. Η συγκλονιστική συνάντηση έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 1834 στο Μάζι της Βοιωτίας, ενέπλεξε τον έπαρχο Λιβαδειάς και σηματοδότησε την επάνοδο των Χονδρογιανναίων στον ληστρικό βίο με ακόμα μεγαλύτερη αγριότητα.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Δεν είχε συμπληρώσει τα 20 του χρόνια ο Οθων, όταν ξεκίνησε για το πρώτο του ταξίδι στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, για να γνωρίσει την επικράτειά του και τους υπηκόους του.

Η πομπή ακολούθησε τη διαδρομή Ελευσίνα, Ελευθερές, Πλαταιές, Λεύκτρα, Θεσπιές, Θήβα, Αλίαρτος, Πέτρα, Κορώνεια, Λιβαδειά, Ορχομενός, Χαιρώνεια, Παρνασσός, Δαύλεια, Αράχωβα, Δελφοί, Κρίσσα, Αμφισσα, Κίρρα, Γαλαξίδι, Γραβιά, Υπάτη, Λαμία, Θερμοπύλες, Αταλάντη, Κόκκινο, Ακραίφνιο, Τανάγρα, Κηφισιά.

Τη βασιλική ακολουθία για το εξαιρετικά επίπονο με τα μέσα της εποχής και επικίνδυνο με τις ληστρικές συμμορίες να καραδοκούν εγχείρημα αποτελούσαν οι συνταγματάρχες Κίτσος Τζαβέλλας και Βάσος Μαυροβουνιώτης, οι αντισυνταγματάρχες Ι. Μακρυγιάννης, Ιωάννης Μαμούρης και Brant, οι υπασπιστές βαρώνοι Voigt von Hunolstein και Wurzburg, οι διαγγελείς αξιωματικοί Μπότσαρης και Καρπούνης, ο γιατρός Roser, ο γραμματέας του Lemaier και ο Λουδοβίκος Ρος.

Αυτός ο τελευταίος, ο Λουδοβίκος Ρος, ένας σημαντικός αρχαιολόγος της εποχής, δημοσίευσε το 1848 στη Χάλλη το βιβλίο «Reisen des Königs Otto und der Königin Amalia in Griechenland», όπου περιγράφει με γερμανική μεθοδικότητα, γραφειοκρατική ευσυνειδησία και χαρίεσσα γλώσσα λεπτομέρειες από το ταξίδι που αποδείχθηκε επεισοδιακό.

Βγαλμένη από επικό θεατρικό έργο ή από κινηματογραφική ταινία, η σκηνή της ξαφνικής εμφάνισης του ληστή Λιάκου Χονδρογιάννη μπροστά στον βασιλιά, στην ακολουθία του και στους εμβρόντητους κατοίκους του χωριού Μάζι παραμένει εντυπωσιακή. Πώς όμως ο Οθωνας βρέθηκε στο Μάζι;

Σύμφωνα με τον Λουδοβίκο Ρος, που ήταν προφανώς γνώστης των αρχαιοελληνικών τοπωνυμίων και εμβριθής αναγνώστης της ιστορίας, μετά τη Θήβα η πορεία πέρασε από την Ογχηστό, για να καταλήξει στο Μάζι, όπου η βασιλική πομπή έφτασε πριν νυχτώσει:

“[…] Από την Ογχηστό ο δρόμος, περνώντας δίπλα από έναν γκρεμισμένο μεσαιωνικό, φράγκικο πύργο, που όμοιοι του απαντούν πολλοί σ’ όλη τη Βοιωτία, καταλήγει μετά από ένα γεμάτο μισάωρο στα ερείπια της Αλιάρτου. Το αρχαίο αυτό κάστρο βρισκόταν πάνω σε έναν χαμηλό βραχώδη λόφο, ο οποίος υψώνεται ανάμεσα στους πρόποδες του Ελικώνα και τη λίμνη (σ.σ. Κωπαΐδα), έτσι που εμποδίζει τη διάβαση και γι’ αυτό ανέκαθεν θεωρούνταν θέση στρατηγικής σημασίας για τη θηβαϊκή Βοιωτία προς δυσμάς. Ο λόφος βρίθει από σκόρπιες λιθοπλίνθους και οι απόκρημνες παρυφές του προς τη λίμνη περιβάλλονται και σήμερα ακόμη από αξιόλογα κατάλοιπα των αρχαίων τειχών. Προ των πυλών αυτών των τειχών έπεσε στη μάχη ο Λύσανδρος, ο υπερήφανος πορθητής των Αθηνών, και πιστεύεται ότι θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει και σήμερα τον τάφο του σε έναν κατεστραμμένο τύμβο λίγα μόλις λεπτά δυτικά από την Αλίαρτο στον δρόμο για τη Λιβαδειά. Το Μάζι, ένα χωριό πάνω από την Αλίαρτο, στο προβούνι του Ελικώνα που αναφέραμε παραπάνω, προσφερόταν, μετά από μια περιήγηση στα ερείπια, ως τόπος διανυκτέρευσης, στον οποίο φτάσαμε καθώς έπεφτε το σκοτάδι”.

Ο Οθων και οι υπασπιστές του διανυκτέρευσαν στο χωριό με τους φιλήσυχους κατοίκους και τίποτα δεν προοιωνιζόταν τα όσα θα ακολουθούσαν. Συνεχίζει ο Ρος:

“Την επόμενη μέρα στο Μάζι στήθηκε σε μια πλατεία ανάμεσα στα σπίτια του χωριού ένα μακρόστενο τραπέζι, στο οποίο κάθισαν να προγευματίσουν πάνω σε πτυσσόμενα καθίσματα ο βασιλιάς με την ακολουθία του, ενώ οι κάτοικοι του χωριού και των γύρω περιοχών, άντρες, γυναίκες και παιδιά, συνωστίζονταν τριγύρω και απολάμβαναν το θέαμα του νεαρού ηγεμόνα τους.

Την ώρα που ο βασιλιάς σηκώθηκε από το τραπέζι και έδωσε σήμα να σηκωθούν και οι άλλοι ήρθε και στάθηκε ακριβώς από πίσω του ένας εντυπωσιακά μεγαλόσωμος και εξαιρετικά όμορφος άντρας, λίγο άγριος στην όψη, με απεριποίητη γενειάδα και ντυμένος με τα ατημέλητα και λερά μάλλινα ρούχα των βοσκών (σ.σ. ήταν περίφημοι για την ομορφιά και τη λεβεντιά τους σε όλο το ελληνικό βασίλειο οι Χονδρογιανναίοι). Απευθύνθηκε με ταπεινότητα και σεβασμό στον βασιλιά, δίνοντάς του με λίγα απλά λόγια να καταλάβει ότι ήταν ο Ηλίας Χονδρογιάννης, ο επίφοβος αρχηγός μιας καταδιωκόμενης ληστοσυμμορίας, και δήλωσε ότι είχε έρθει με τους επικηρυγμένους αδερφούς του που κρύβονταν στο δάσος, για να προσπέσει στα πόδια του βασιλιά και να τον ικετεύσει να τους εκχωρηθεί χάρη.

Η κατάσταση ήταν αλλόκοτη, η στιγμή συγκλονιστική. Ο ωμός και σκληροτράχηλος δολοφόνος θα μπορούσε εξίσου καλά να διαπράξει μια νέα φρικαλεότητα και ίσως ακόμη και να κατάφερνε μες στον συνωστισμό του ανυποψίαστου πλήθους να ξεγλιστρήσει και να σωθεί καταφεύγοντας στα βουνά. Αντ’ αυτού ήρθε ανυπεράσπιστος, παρακαλώντας και καλή τη πίστη· γιατί υπό την τουρκική κυριαρχία άνθρωποι του φυράματός του είχαν συνηθίσει, κάθε φορά που προκαλούσαν δυσχέρειες ή έσπερναν τον φόβο στις αρχές, να παρουσιάζονται μετά οικειοθελώς και να τους δίνεται όχι μόνο συγχώρεση, αλλά ακόμη κι ανταμοιβή – τις περισσότερες φορές μια θέση στις αστυνομικές δυνάμεις του πασά.

Και σ’ αυτή την περίπτωση τώρα ο νεαρός βασιλιάς δεν αρνήθηκε να εξετάσει το ζήτημα με ηρεμία και προσοχή. Έπειτα από μια σύντομη σύσκεψη με τους ακολούθους του είπε να ανακοινώσουν στον ικέτη πως ο βασιλικός νόμος ουδόλως προβλέπει για τόσο σοβαρά αδικήματα, όπως εκείνου και των αδερφών του, την απονομή χάριτος, αλλά μόνο την τιμωρία. Πως εντούτοις η οικειοθελής τους παράδοση θα συνέβαλλε στην όποια ελάφρυνση της ποινής τους –η Αυτού Μεγαλειότης μάλιστα είχε την πρόθεση να μεσολαβήσει προσωπικώς στην Αντιβασιλεία προς αυτή την κατεύθυνση– και πως ο ίδιος, επειδή είχε έρθει καλή τη πίστη, δεν πρόκειται να συλληφθεί τώρα. Ωστόσο ο βασιλιάς απαιτεί να υποταχθούν πλήρως πηγαίνοντας δίχως καθυστέρηση στον έπαρχο της Λιβαδειάς για να τεθούν εκεί υπό κράτηση.

Μετανιωμένος ο θεόρατος Χονδρογιάννης άκουσε αυτή την απόφαση και ορκίστηκε ότι θα κάνει ό,τι του ζητούσαν. Γεμάτοι δέος οι χωρικοί υποχώρησαν στο πέρασμά του καθώς εκείνος απομακρυνόταν. Έτσι έληξε αυτή η δραματική σκηνή. Ανέβηκαν στα άλογα και πήραν τον δρόμο προς τη Λιβαδειά”.

Ο Λιάκος Χονδρογιάννης, που εμφανίστηκε ξαφνικά στον Οθωνα στο Μάζι, ήταν μέλος της μεγάλης οικογένειας των Χονδρογιανναίων. Αρχηγός της ήταν ο σκληροτράχηλος Γιάννης Χονδρογιάννης, κάπος του προύχοντα Ασημάκη Ζαΐμη, πρόκριτος του Μαζίου (σημερινό Ελατόφυτο) των Καλαβρύτων της Αχαΐας -σύμπτωση (!)- και πατέρας επτά γιων και μιας μοναχοκόρης. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, οι Χονδρογιανναίοι ήταν οι πρώτοι που σήκωσαν το τουφέκι στον πόλεμο της ελληνικής ανεξαρτησίας στις 16 ή 18 Μαρτίου του 1821 με την επίθεση εναντίον του εισπράκτορα Σεϊδή Λαλιώτη, ο οποίος μετέφερε μαζί με τον καταγόμενο από τη Βυτίνα τραπεζίτη Νικ. Ταμπακόπουλο δημόσια χρήματα, αλλά και ομολογίες του ίδιου του Ασημάκη Ζαΐμη, από τα Καλάβρυτα στην Τριπολιτσά.

Η ενέδρα στη Χελωνοσπηλιά της Λυκουριάς, που ισορροπούσε στο μεταίχμιο ανάμεσα στην επανάσταση και στη ληστεία,  έμελλε να καταστήσει αναπότρεπτο τον εθνικό ξεσηκωμό αλλά και να οδηγήσει στην καταστροφή την ιστορική αυτή οικογένεια, που τα μέλη της συμμετείχαν με παραδειγματική γενναιότητα σε κρίσιμες μάχες της Επανάστασης: στα Καλάβρυτα, στην Τρίπολη, στην Πάτρα, στην Ακράτα, στην Ακρόπολη. Καθώς μετά την απελευθέρωση, οι απόγονοι του τοκιστή Ταμπακόπουλου έκαναν αγωγή στους Χονδρογιανναίους για το χτύπημα του Μαρτίου του 1821, την κέρδισαν και κατάσχεσαν τη μεγάλη περιουσία τους.

Ταυτόχρονα με την εξέλιξη αυτή, το άλλο αρχοντικό σόι του Μαζίου Καλαβρύτων, οι Παπαδαίοι, τους “γύρισαν τα προξενιά” για τη μονάκριβη Βάσω, πράγμα που εκείνη την εποχή αποτελούσε μεγάλη προσβολή.  Ο γερο Γιάννης Χονδρογιάννης φυλακίστηκε χωρίς δίκη και πέθανε έγκλειστος στο Μπούρτζι. Οι πέντε μεγαλύτεροι από τους επτά αδερφούς βγήκαν στο βουνό και επιδόθηκαν σε ληστείες και άλλα κακουργήματα, ενώ για ένα διάστημα πέρασαν και στη Στερεά Ελλάδα για να συνεχίσουν το έργο τους.

Εκαναν πολλές προσπάθειες να επανέλθουν στη νομιμότητα, όπως πολλοί άλλοι ληστές.  Ηδη το 1833  ο Θ. Ρηγόπουλος,  που είχε διοριστεί έφορος Μεγαλοπόλεως με δικαίωμα πρόσληψης οπλοφόρων, αναφέρει στα “Απομνημονεύματά” του: «Τότε μετά τον Τσεκούραν προσήλθον εις εμέ και οι διαβόητοι λησταί Χονδρογιανναίοι ίνα τους προσλάβω στην υπηρεσίαν. Αλλ’ επειδή ο αριθμός των οπλοφόρων μου ην συμπληρωμένος, ανέφερα εις το Υπουργείον να μοι επιτρέψη να τους προσλάβω ως επικουρικούς, παραστήσας τον κίνδυνον ον ηδύνατο να διατρέξη η δημοσία ασφάλεια, εάν οι επικίνδυνοι ούτοι άνθρωποι απηλπίζοντο. Αλλά δεν μοι το επέτρεψε, και ούτω αναχωρήσαντες εδόθησαν εις τον ληστρικόν βίον και διέπραξαν τα φοβερά εκείνα κακουργήματα, ων η ανάμνησις εμποιεί έτι φρίκην. Ετελείωσαν δε το στάδιόν των το 1836 εις Βοστίτζαν, ότε απήλθον να ληστεύσουν τον Μεσσηνέζην, και πολιορκηθέντες συνελήφθησαν και κατεδικάσθησαν εις θάνατον».

Πράγματι η ληστεία του αρχοντικού του Μεσσηνέζη στο Αίγιο υπήρξε η αρχή του τέλους της αιματηρής πορείας των Χονδρογιανναίων στο ληστρικό στερέωμα του 19ου αι. Τη νύχτα της 15ης προς 16η Ιανουαρίου του 1836 η συμμορία των Χονδρογιανναίων εισέβαλε στο σπίτι του Μεσσηνέζη υπολογίζοντας να συλλάβει ως όμηρο τον Πρώσο πρίγκιπα Μοσκάου που φιλοξενούσε ο Αχαιός πολιτευτής και προύχων. Στη μάχη που ακολούθησε τρεις Χονδρογιανναίοι συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν στις 30 Δεκεμβρίου του 1836. Παρότι τον Μάιο του 1837 δόθηκε αμνηστία σε πολλούς ληστές, οι δύο εναπομείναντες Χονδρογιανναίοι εξαιρέθηκαν. Ο Λιάκος κι ο Τάσιος συνελήφθησαν και καρατομήθηκαν αργότερα, αφήνοντας τη Χονδρογιαννιά με 5 γιους και τον άντρα της στο χώμα, πάμπτωχη, με δύο ανήλικα αγόρια και την προσβεβλημένη μονάκριβη κόρη της.

Αξίζει να επισημανθεί ότι 30 χρόνια αργότερα, οι δύο αδερφοί Χονδρογιανναίοι και η υπέργηρη Χονδρογιαννιά απευθύνουν αίτηση προς την “επί των Στρατιωτικών Εκδουλεύσεων Στρατιωτικήν Επιτροπήν” για τη δικαίωση του υπέρ του έθνους αγώνα του Γιάννη Χονδρογιάννη και των 5 “κομμένων” από τη λαιμητόμο γιων του.

Διαφορετική τροπή θα μπορούσε να έχει η τραγική ιστορία της μεγάλης οικογένειας των Χονδρογιανναίων, αν ο έπαρχος Λιβαδειάς δεν έδειχνε τη συνηθισμένη για Ελληνα αξιωματούχο αβελτηρία εκείνη τη σημαδιακή μέρα στο Μάζι, για να επανέλθουμε στο θέμα μας. Οπως παραπάνω σημειώσαμε, ο Οθωνας υποσχέθηκε επιείκεια στον Λιάκο Χονδρογιάννη και του είπε: “Υπεύθυνος για τους ληστές είναι ο έπαρχος Λιβαδειάς. Θα πας με τα αδέρφια σου να παραδοθείτε”.

Οι Χονδρογιανναίοι τηρώντας την μπέσα παρουσιάστηκαν στον έπαρχο Λιβαδειάς, ο οποίος όμως τους είπε ότι ήταν απασχολημένος με τα της υποδοχής του βασιλιά και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μαζί τους. Το περιστατικό περιγράφει με κάποια υποδόρια ειρωνεία ο Λ. Ρος, που δεν παραλείπει να σημειώσει ότι ο έπαρχος απολύθηκε κατόπιν παρέμβασης του Οθωνα.

“Το επόμενο πρωινό (σ.σ. στη Λιβαδειά πλέον), όταν μαζευτήκαμε για πρόγευμα στου Σ.Μ., η πρώτη ερώτηση που έκανε ο βασιλιάς αφορούσε τους αδελφούς Χονδρογιάννη. Έστειλαν στον έπαρχο μια ορντινάντσα, που επέστρεψε με τη διπλά απίστευτη είδηση: ότι πράγματι, ακολουθώντας την εντολή που τους δόθηκε, οι τρεις αδελφοί παρουσιάστηκαν εθελουσίως στο σπίτι του έπαρχου για να συλληφθούν. Αυτό όμως συνέβη ακριβώς τη στιγμή που αναμενόταν η είσοδος του βασιλιά στην πόλη και που εκείνος (ο έπαρχος) είχε τόσες άλλες έγνοιες, ώστε του ήταν αδύνατον να πραγματοποιήσει τη σύλληψή τους. Γι’ αυτό τους όρισε να έρθουν πάλι κάποια άλλη ώρα αργότερα. Εκείνοι όμως δεν ξαναεμφανίστηκαν και τώρα πλέον δεν μπορούσαν να τους εντοπίσουν πουθενά στη Λιβαδειά! Όπως ήταν λογικό, οι ξεροκέφαλοι συμμορίτες, αφού από την πλευρά τους εκπλήρωσαν, με ασφαλώς ασυνήθιστη ευσυνειδησία, τον όρκο που είχαν δώσει στον βασιλιά σε μια στιγμή βαθιάς συναισθηματικής φόρτισης, δεν είχαν πλέον καμία διάθεση να παρακαλέσουν ξανά για τη σύλληψή τους έναν ανόητο και αναβλητικό υπάλληλο. Θεώρησαν πως είχαν αποδεσμευτεί από την υπόσχεσή τους και αναζήτησαν και πάλι την ελευθερία τους. Και, πριν ακόμη ολοκληρωθεί το ταξίδι, μαθεύτηκε πως είχαν επιστρέψει στην Πελοπόννησο και πως είχαν διαπράξει και άλλες ληστείες. Ο έπαρχος της Λιβαδειάς πάντως, κατόπιν απαίτησης του βασιλιά, καθαιρέθηκε από την αντιβασιλική κυβέρνηση λίγες εβδομάδες αργότερα”.

Το επεισόδιο στο Μάζι εξετάζει και ο Θύμιος Δάλκας στο βιβλίο του “Λιβαδειά Ιστορικοί Περίπατοι, Τόμος Α’”. Αφού εξιστορεί το περιστατικό, ο Θ. Δάλκας καταλήγει ότι οι κάτοικοι του Μαζιού διηγούνται πια σαν μυθιστόρημα το σπάνιο επεισόδιο, που για αρκετή ώρα  είχε κόψει την ανάσα στους παππούδες τους.

Η Βενετία Κατσιφή στο βιβλίο της “Η Αλίαρτος στο χθες και στο σήμερα” (εκδ. Δήμος Αλιάρτου, 2002), αναφέρει για την επίσκεψη του Οθωνα στο Μάζι: “[…] Το Μάζι ήταν ένας από τους σταθμούς της περιοδείας αυτής και η επίσκεψη χαράχτηκε στην ιστορική μνήμη των κατοίκων.  Η ανάμνηση αυτή διατηρείται ζωντανή στην προφορική παράδοση των κατοίκων του Μαζίου και στο οικογενειακό ημερολόγιο που έχει σήμερα ο Μ. Κώτσαινας, ηλικίας 99 ετών, κάτοικος Μαζίου”.

Πραγματικά η επίσκεψη του Οθωνα στο Μάζι έχει παραμείνει ζωντανή στη συλλογική συνείδηση ολόκληρης της περιοχής Αλιάρτου. Συνήθως όμως τα πραγματικά περιστατικά συμπλέκονται με μικρούς «μύθους» που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα: όπως εκείνη η προφορική παράδοση που υποστηρίζει ότι ο Οθων με την ακολουθία του, περνώντας από τον αμαξιτό δρόμο κάτω από το Μάζι, ζήτησε να γνωρίσει τον τσιφλικά κάτοικο του βοιωτικού χωριού, ονοματοθέτη της περιοχής και οπλαρχηγό Γεώργιο Κριμπά. Εκείνος όμως είχε τέτοια ισχύ που απαίτησε να ανεβεί ο ίδιος ο βασιλιάς στο Μάζι για να τον συναντήσει, πράγμα που έγινε δεκτό. Ο θρύλος δεν επιβεβαιώνεται από τον Ρος καθώς στο βιβλίο του απουσιάζει η όποια αναφορά στον Γ. Κριμπά.

Μια τέτοια πολύκροτη υπόθεση σαν των Χονδρογιανναίων δεν μπορούσε να διαφύγει από την ευαίσθητη λαϊκή μούσα, που τους τίμησε με πολλά ληστρικά τραγούδια. Το πελοποννησιακό αναφέρεται στην καρατόμηση των 5 αδερφών στο Ναύπλιο και πάει κάπως έτσι:

Ντρουμπέτες εβαρέσανε να κόψουν πέντε αδέρφια
να κόψουν τα κλεφτόπουλα και τους Χοντρογιανναίους
στ’ Ανάπλι μες στον Πλάτανο, στ’ Ανάπλι μες στην Πρόνοια.
Πρώτα τον Γιώργη κόβουνε και δεύτερο τον Γιάννη
και παραδευτερότερα κόβουνε τον Αντρούτσο.
Ψιλή φωνίτσα έβαλε όσο κι αν εδυνάστη
δεν ειν’ ντουφέκια για τ’ εμάς, δεν είναι καριοφίλια
που εβρέθη ένας στραβάραπας να κόψει πέντε αδέρφια.

Το καλαβρυτινό επιγράφεται Των Χονδρογιανναίων και λέει:

Δεν κλαίτε δέντρα και κλαδιά κι εσείς κοντοραχούλες
δεν κλαίτε για την κλεφτουριά, για τους Χοντρογιανναίους
Μάειδε στου Μάζι φαίνονται, μάειδε και στα καλύβια
μάειδε και στα Καλάβρυτα που ‘ταν το γύρισμά τους.
Μας είπαν πως επέρασαν και πάνε στη Βοστίτζα
στου Μεσσηνέζη πήγανε στον έμπορο της Πάτρας
πήραν άσπρα, πήραν φλωριά, πήραν μαργαριτάρια
κι ο Γιώργος ο περίφημος πήρε την κυρά Ζώικος
στον πασιοντά την έμπασε για να τηνε προσβάλει
κι ο μοίραρχος επλάκωσε με τους χωροφυλάκους
το σπίτι επεριόρισε κι επιάσανε τους κλέφτες.

Στη Ρούμελη και στη συλλογή της Ειρήνης Σπανδωνίδη “Τραγούδια της Αγόριανης Παρνασσού” βρίσκουμε το Χαμανταριάζουν τα Βουνά:

Χαμανταριάζουν τα βουνά, μωρέ Χοντρογιαννόπουλε
αντάριασαν κι οι κάμποι, μωρέ Λιάκο Χοντρογιάννη
κι εσύ Λιάκο μ’ δε φαίνεσαι, κλέφτης να γκιζερίσεις

-Τι το καλό ‘χω να φανώ, κλέφτης να γκιζερίσω;
Σκοτώσανε τ’ αδέρφια μου, τον Μήτσο και τον Τάσιο
μπροστά τον Μήτσο σκότωσαν και δεύτερα τον Τάσιο.

Ωστόσο, το ταξίδι του Οθωνα στη Βοιωτία συνεχίζεται…

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Κεντρική: Η Λιβαδειά στις 19 Οκτωβρίου του 1833. Υδατογραφία του Α. Haubenschmid.

Peter von Hess, Η άφιξη του Οθωνα στην Ελλάδα / Ναύπλιο.

Αναπαράσταση της συνάντησης Οθωνα και Χονδρογιάννη / στοιχεία πάνω στο σκίτσο.

W. Wordsworth, Ορεινό πέρασμα στην Πελοπόννησο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο