Τελευταία Νέα

  Γράφει η Κωνσταντίνα Λάμπρου*

« … Και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως…»

Αν ισχύει ότι η τέχνη χρειάζεται ερείπια για να αναπτυχθεί, τότε η δική μας εποχή, εποχή παρακμής, πολιτικής , κοινωνικής, ηθικής και κυρίως πνευματικής σήψης, μπορεί να «υπερηφανεύεται» ότι έχει ανατρέψει και την προσφυή αυτή ρήση , καθώς η σύγχρονη ποίηση, αντί για άνθιση, υποβαθμίζεται συνεχώς σε μια ανούσια ποιητική φλυαρία επαναλήψεων, σε μια ναρκισσιστική αυτοαναφορικότητα, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απλοϊκή έκφραση ατομικών αισθημάτων και συναισθημάτων. Χωρίς υπερβολή, πρόκειται για μια ατέρμονη κοινοτοπία που υπογραμμίζεται από μια θεμελιώδη αντίφαση : ύπαρξη πληθώρας ποιημάτων και ποιητών, ερήμην , ωστόσο, της ίδιας της Ποίησης.

Αναπόφευκτα, λοιπόν, αυτό το άρθρο οφείλει να αγνοήσει την ευτέλεια της ανενδοίαστης ευκολίας  της – διάχυτης στις μέρες μας – κακής ποίησης, της ποίησης χωρίς ίχνος λογοτεχνικότητας και να αφιερωθεί δικαιωματικά στην Ποίηση και αποκλειστικά στους Ποιητές. Δικαιωματικά, επειδή σε αυτόν εδώ τον τόπο και «στις ψυχές των Ελλήνων πρωτάστραψε το φως, το μέσα φως. Στους αιώνες τους σκοτεινούς οι Έλληνες κοίταξαν και γύρω τους βέβαια, και μέσα τους όμως, μέσα τους πιο πολύ. Το σκοτάδι έφυγε από την ψυχή των Ελλήνων, γι’ αυτό ανέβασαν τους θεούς των από τα σκοτάδια της γης στον διάφανο Όλυμπο. Κάτι ακόμα : ύψωσαν το φως σε σύμβολο ελευθερίας»1.

Επειδή, κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς πορείας, θεμελιώθηκε στους σκοτεινούς αιώνες και ολοκληρώθηκε στην κλασική Αθήνα η πόλις, ο πολιτισμός και η δημοκρατία και μαζί με αυτά, δίπλα, και χάρη σε αυτά, γεννήθηκε και η ευρωπαϊκή ποίηση : η επική, η λυρική, η τραγική.

Επειδή, πρώτα πρώτα στον Όμηρο είναι που ανιχνεύουμε «την ύστατη παρακαταθήκη των σημασιών που αναγγέλλουν τα έπη – και μάλιστα ακόμα περισσότερο, είναι ήδη τα σπέρματα – όλα τα στοιχεία που θα συγκροτήσουν τον ελληνικό κλασικό κόσμο»2. Εντούτοις, το κείμενο αυτό που διαπαιδαγωγεί όλη την Ελλάδα « δεν είναι ούτε θρησκευτικό, ούτε προφητικό, είναι ποιητικό. Ο συγγραφέας δεν είναι προφήτης, είναι ποιητής, είναι ο ποιητής […]. Είναι ο ποιητής, αυτός που ποιεί, που δημιουργεί την ύπαρξη. Και ο ποιητής αυτός δεν απαγορεύει τίποτα, δεν επιβάλλει τίποτα, δεν δίνει διαταγές, δεν υπόσχεται τίποτα : λέγει. Και λέγοντας, δεν αποκαλύπτει τίποτα –δεν υπάρχει αποκάλυψη -, υπενθυμίζει. Θυμίζει αυτό που έχει υπάρξει και συγχρόνως την καταγωγή του είναι και του δυναμένου να είναι». Με άλλα λόγια, εκείνο που ανιχνεύουμε «στο κέντρο των σημασιών των επών είναι η ουσία του ελληνικού φαντασιακού, δηλαδή η τραγική σύλληψη του κόσμου»3.

Επειδή, έπειτα, «με τη λυρική ποίηση ουσιαστικά επιτελείται η ανακάλυψη του‘‘Εγώ’’»4, και «για πρώτη φορά η Σαπφώ μας παρουσιάζει στην ποίηση ένα καινούργιο αίσθημα μοναξιάς, διότι ξεκινάει από έντονο αίσθημα συμβιώσεως :  μοναξιά και εγκατάλειψη προϋποθέτουν συνύπαρξη και συμβίωση. Τώρα για πρώτη φορά – ιδιαίτερα στη Σαπφώ- αποκαλύπτεται μέσα στην ποίηση η συνείδηση, ότι το ωραίο πραγματώνεται μόνον μέσα σ’ εκείνον, που ξέρει να είναι οφειλέτης στον συνάνθρωπό του για ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος. Γίνεται ακόμη κατανοητό, ότι η πραγματική ομορφιά διατηρείται με την μνήμη και την υπόμνηση»5.

Και κάτι παραπάνω:  «ο λυρικός ποιητής ξέρει ακόμη να κατανοή την ανθρώπινη ζωή όχι ως κλήρο συμφοράς και πόνου, αλλά ως αναπόσπαστο τμήμα της κοσμικής αρμονίας : ό,τι τραυματίζεται εδώ δημιουργεί ρωγμή στην αρμονία του κόσμου. Αν η ομορφιά στις σχέσεις των ανθρώπων μιανθή, διασαλεύεται το κάλλος του κόσμου»6.

Επειδή, στην τραγική ποίηση διαυγάζεται απόλυτα η εγγενής τραγικότητα της ύπαρξης που ενάντια στην προδιαγεγραμμένη συντριβή και πτώση της, αγωνίζεται  να αξιωθεί το φως της αλήθειας, μέσω της αυτογνωσίας και της αυτοσυνειδησίας της, αφού η ελληνική αντίληψη καταφάσκει στο θεμελιώδες οντολογικό αξίωμα ότι «το όν είναι, μόνον εάν γνωρίζει τί είναι»7. Και εδώ ακριβώς συμπυκνούται η παγκόσμια πρωτοτυπία των Ελλήνων που είναι « η ανακάλυψη, ο φωτισμός της Αβύσσου. Εδώ βρίσκεται χωρίς αμφιβολία ο πυρήνας της ρήξης και χωρίς καμία αμφιβολία η απόλυτη διιστορική σημασία της, ο χαρακτήρας της αιώνιας αλήθειας που διατηρεί έκτοτε. Εδώ η ανθρωπότητα ανεβαίνει στους ίδιους της τους ώμους για να δει πέρα από τον εαυτό της και για να κοιταχτεί η ίδια, για να διαπιστώσει την ανυπαρξία της και να στρωθεί στη δουλειά για να δημιουργήσει και να δημιουργηθεί»8.

Και οι Έλληνες δημιούργησαν, επειδή συνειδητοποίησαν ότι «εξίσου ουσιώδης με την αναγνώριση της Αβύσσου είναι η απόφαση και η θέληση να αντιμετωπιστεί η Άβυσσος. Πρέπει να πράξουμε, πρέπει να σκεφτούμε και να μιλήσουμε – σ’ έναν κόσμο όπου τίποτα δεν εγγυάται, εκ προοιμίου, την αξία του πράττειν, την αλήθεια του σκέπτεσθαι και του λέγειν»9.

Τι θα προσθέταμε σήμερα σε αυτά; Τίποτα. Επειδή είναι σαν να τα έχουμε πει όλα. Επειδή στους εικοσιπέντε αιώνες που πέρασαν από τότε,  η Ποίηση, μέσα από τις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις της, με διαφορετικούς τρόπους και σε όλες τις γλώσσες, δεν έπαψε ποτέ να αφηγείται την ιστορία και τον Λόγο των ανθρώπων. Επειδή μέσα από την υπόρρητη, αέναη και άφθαρτη ουσία της, δεν παύει μέχρι σήμερα να διεκδικεί, με την ίδια αγωνία, τη δικαίωση της ύπαρξης : « Όχι να αρκεστεί στο ‘‘νυν’’ αλλά να επεκταθεί στο ‘‘δυνατόν γενέσθαι’’»10, αφού «εντός του κόσμου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο ‘‘πέραν’’, η δεύτερη πραγματικότητα, η υπερτοποθετημένη επάνω σε αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν την αξιωνόμαστε»11.

Επειδή μας ανοίγει ένα παράθυρο με θέαση «την Ομορφιά που είναι μια οδός – η μόνη ίσως οδός προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή στο βάθος αυτό είναι η ποίηση : η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει»12.

Επειδή, τέλος, «τούτος ο  σύγχρονος κόσμος που ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, την χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; »13

Αποκλειστικά στους Ποιητές, επειδή αυτοί «είναι η μνήμη των λαών τους»14 και  επειδή «με το στόμα του ποιητή  μιλάει – υπογραμμίζω : μιλάει, όχι γράφει – η άλλη φωνή. Είναι η φωνή του τραγικού ποιητή και η φωνή του γελωτοποιού, της μοναχικής μελαγχολίας και της πολύβουης γιορτής, είναι η έκρηξη του γέλιου και ο αναστεναγμός[…] η φωνή της σιωπής και του θορύβου, τρελλή γνώση και γνωστική τρέλλα […]. Το άκουσμα αυτής της φωνής είναι το άκουσμα του ίδιου του χρόνου, του χρόνου που περνά κι ωστόσο ανακυκλώνει κάποιες κρυστάλλινες συλλαβές»15.

Επειδή, οι ποιητές δεν φοβούνται τον θάνατο, αφού «ο πεθαμένος ποιητής κερδίζει την αιωνιότητα της ελευθερίας του»16. Και δεν φοβούνται τον θάνατο, αφού έχοντας καταβυθιστεί στην άβυσσο εντός τους, αντιπαλεύουν ισόβια την αντινομία της ύπαρξης, φτάνοντας ως την πιο ακραία διακινδύνευση, εκεί όπου το διακύβευμα είναι ο ίδιος τους ο εαυτός –  πιο τρομαχτικός κι από τον θάνατο.

Και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, αφού « Μοίρα του ποιητή είναι η τιμωρία. Χωρίς κανένα έλεος χωρίς αιτία χωρίς να υπάρχει έγκλημα[…].Γιατί ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του κι η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’αυτόν. Ποίημα είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό. Έτσι ζει πάντα ο ποιητής. Απειλημένος καταπατημένος δικασμένος[…]Τον ήξερα από πάντα αυτόν τον πρώτο νόμο της ποίησης κι εγώ ξέρω το νόημα της αναίτιας τιμωρίας της. Ότι η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία και γι’ αυτό αφανίζεται ρημαγμένη από κάτι που δεν έχει αιτία. Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία»17  

Και είναι αυτό το δικό τους τέλος, επειδή, μονάχα οι ποιητές ξέρουν πως το απόλυτο είναι ανέφικτο και πως σ’ αυτήν τη μάχη είναι εξ’ ορισμού ηττημένοι – γι’ αυτό και έχουν ήδη «πεθάνει», όταν χαρίζονται στον θάνατο: «αφού στην ποίηση μονάχα μεγάλοι ποιητές υπάρχουν κι αυτός είναι ο δεύτερος νόμος μου και τελευταίος: ότι η ποίηση δεν επαληθεύεται από καμμιά ζωή κι από κανέναν κόσμο»18.

Επειδή πιστεύω πως οι ποιητές δεν θα πάψουν ποτέ να λένε με διαμαντένιες λέξεις την ιστορία του κόσμου, την ιστορία όλων μας και την πένθιμη περιπέτεια της ψυχής μας. Κι αν κάποτε σιγήσουν, αυτό θα σημάνει όχι το τέλος της ποίησης και των ποιητών, αλλά το τέλος του Λόγου, δηλαδή το τέλος του Ανθρώπου.

Τέλος, επειδή ελπίζω ότι η ποίηση θα είναι αυτό που ήταν πάντα : « η άλλη φωνή – αιρετική ή σχισματική, αθώα ή διεστραμμένη, διαυγής και λασπωμένη, αέρινη και υπόγεια, ποίηση του ερημητηρίου ή του μπαρ της γωνίας, ποίηση χειροπιαστή και πάντοτε ποίηση ενός πέραν που είναι ακριβώς εδώ»19.

Γι’ αυτό, και «ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και  είναι το τοπείον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων, των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Αγίων Πάντων»20.

Γι’ αυτό, μόνιμη είναι και η δική μας οφειλή στους ποιητές. Επειδή μας ενώνει μαζί τους η λύπη για τη νοσταλγία του κάλλους και της αθανασίας – μια λύπη αιώνια, πιο ιερή από την αγάπη και πιο βαθιά από την ευγνωμοσύνη. Επειδή εκείνοι συνομιλούν – για λογαριασμό όλων μας – με την ερημιά και την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας, για να μας υπενθυμίζουν διαρκώς πως «εντός μας ή πουθενά κείται η αιωνιότητα και οι κόσμοι της, το παρελθόν και το μέλλον»21.

Επειδή, μας χαρίζουν ό,τι είναι αιώνια «σωσμένο», σαν καταγωγή, σαν τώρα και σαν αναγγελία. Και  αιώνια σωσμένο είναι εκείνο που έχει λεχθεί άπαξ και εγγράφηκε δια παντός μέσα στην αθανασία του Λόγου: «είναι ζωντανές οι ιδέες, –σαν μια έσχατη υπεράσπιση της πραγματικότητας του ανθρώπου» 22.

Επειδή, εκείνο που μας αφηγούνται, κυρίως, με την πιο εκκωφαντική σιωπή, είναι ό,τι δεν μπορεί να λεχθεί : το άφατο που αναδύθηκε μαζί με τον άνθρωπο και τον κόσμο από την Άβυσσο. Και που παραμένει εκεί, ως αρχή και τέλος, ως έσχατο όριο. Και αφού την εντός μας άβυσσο και το κοσμικό χάος δεν μπορούμε να τα υπερβούμε, μπορούμε μόνον να επιλέξουμε να τα νοηματοδοτήσουμε δημιουργώντας.

Και αυτό το ίδιο, λένε και οι ποιητές. Γι’ αυτό και με όσα λένε, γλυκαίνουν την απελπισία μας. Και με όσα δεν λένε, την βαθαίνουν. Αυτά αρκούν προς το παρόν. Τι άλλο μένει να λεχθεί σε όσα ήδη λέχθηκαν ; Ένα ποίημα. Και η άλλη φωνή. Η φωνή του ποιητή.

 

Σκοπιά

     Κρατάμε μέσ’ στα χέρια μας τα πρόσωπά μας

     Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις

     Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται

     Στην κάθε μας ματιά.

 

     Δεν άνθησαν ματαίως τόσα  θαύματα

     Η χάρη τους είναι ψηλή περικοκλάδα

     Που σφίγγει τα μελλούμενα και τη ζωή μας

     Μέσα στ’ αστέρια.

 

                                                   [Α. Εμπειρίκος, Ενδοχώρα, 1945].

 

_________________

 

  1. Από την ομιλία του Ι. Κακριδή την 26η Οκτωβρίου 1960, στο Παν. Θεσσαλονίκης : «Το νόημα της ελληνικής ελευθερίας».
  2. Κ. Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα. Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο, Κριτική, Αθήνα, 2007, σ.148
  3. στο ίδιο, σ. 148.
  4. Α. Δ. Σκιαδάς, Αρχαϊκός λυρισμός Ι, Ελληνική ανθρωπιστική εταιρεία. Διεθνές κέντρο ανθρωπιστικών  κλασσικών ερευνών, Αθήνα, 1979, σ. 12
  5. στο ίδιο, σ. 16
  6. στο ίδιο, σ. 15
  7. Γ. Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, Καστανιώτη, Αθήνα, 1995, σ. 132.

8..Κ. Καστοριάδης, ό.π, σ. 417.  

9.στο ίδιο, σ. 424.

  1. Από την ομιλία του Ο. Ελύτη, στη Στοκχόλμη, κατά την απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας,  στις 10-12-1979.
  2. στο ίδιο.
  3. στο ίδιο.

13.Από την ομιλία του Γ. Σεφέρη, στη Στοκχόλμη, κατά την απονομή του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας,  στις 11-12-1963.

  1. Ο. Πας, Η άλλη φωνή. Η ποίηση στο τέλος του αιώνα, μτφρ. Πέγκυ Πάντου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1991,σ.140
  2. στο ίδιο, σ. 96

16 .Γ. Χειμωνάς, Πεζογραφήματα, Καστανιώτη, Επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Αθήνα, 2005, σ. 671

17.στο ίδιο, βλ. Ο Εχθρός του ποιητή, σ. 445-6.

18.στο ίδιο, σ. 447.

19.Ο Πας , ό.π, σ. 179

20.Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Δρόμος, τραμ, Θεσσαλονίκη, 1974, βλ. Μαντουβάλου Μ. Πανεπιστημιακές σημειώσεις, 1986.

  1. Novalis, Blutenstaub, No 16, πρβλ. Στέφανος Ροζάνης, Διονύσιος Σολωμός. Ιστορική αίσθηση και πράξη στο έργο του, ύψιλον, Αθήνα,1988, σ. 43.      
  2. Γ. Χειμωνάς, ό. π, σ. 663

—Σημ. Στα κείμενα διατηρήθηκε η ορθογραφία των συγγραφέων, ενώ  οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.

 

                                                                            

 

*Η Κων/να Λάμπρου είναι φιλόλογος , κάτοχος Master Ν. Φιλολογίας (EΚΠΑ) και Μaster of Psychology (University of East London)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο