Τελευταία Νέα

 

Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η υπόθεση της πρώτης καταγεγραμμένης πυρκαγιάς που αποτέφρωσε μια τεράστια έκταση στην περιοχή της Ραφήνας, του Αγίου Ανδρέα και στους υπερκείμενους της Κυανής Ακτής γραφικούς λόφους έχει δύο αναγνώσεις.
Η συνηθισμένη βολική και ρεαλιστική προσέγγιση υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα διαχρονικά καταστρέφεται από ανίκανους και ιδιοτελείς κυβερνήτες και πως ο λαός της δεν διδάσκεται τίποτα εμμένοντας ριγμένος στην εσκεμμένη άγνοια της ίδιας του της ιστορίας.

Η δεύτερη, πιο αισιόδοξη προσέγγιση απαιτεί προϋποθέσεις αλλά δεν είναι πάντοτε επί χάρτου σχεδιασμός και συνοψίζεται στο ότι η εθνική τραγωδία στο Μάτι μπορεί να αποτελέσει την αρχή της αφύπνισης ενός λαού που δέχεται επίθεση από την άχρηστη και διαβρωμένη πολιτική του τάξη.

Και στις 3 Ιουλίου του 1928 η πολιτική κατάσταση στην Αθήνα ήταν χαοτική. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης με την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ελευθέριο Βενιζέλο εγκαινίαζε ένα νέο κύκλο πολιτικής ανωμαλίας σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας, με τραγική κατάληξη τη χρεοκοπία του 1932. Την ίδια μέρα, την Τρίτη 3 Ιουλίου 1928, ξέσπασε και η φωτιά στην Ανατολική Αττική,  στις 8 το πρωί σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, στις 9.15 σύμφωνα με άλλες. Υπήρχαν και τότε επιτόπια ρεπορτάζ τα οποία αποκάλυψαν την κρατική ολιγωρία, αν όχι συνενοχή. Μολονότι η ειδοποίηση των Αρχών από τον Αγιο Ανδρέα έγινε αμέσως τηλεφωνικά, μόλις στις 5 το απόγευμα στάλθηκαν 12 στρατιώτες και με τη συνειδητοποίηση ότι η πυρκαγιά είχε λάβει εφιαλτικές διαστάσεις  συγκεντρώθηκαν τελικά στην περιοχή 130 άντρες του Συντάγματος Μηχανικού.

Η έκταση της πυρκαγιάς και οι σφοδροί άνεμοι περιόρισαν τη δράση των στρατιωτών στην παρατήρηση της εξάπλωσής της από τα τρία άκρα ενός νοητού τριγώνου, στα οποία είχαν κατανεμηθεί 50 άντρες με τον ανθυπολοχαγό Πέτρου στον Αγιο Ανδρέα, 40 με τον λοχαγό Γιάνναρο στην Ραφήνα και 40 με τον υπολοχαγό Καραντζά στο Νταού Πεντέλης.

Δεν ήταν όμως μόνο οι στρατιώτες που δεν πρόσφεραν καμιά υπηρεσία στην κατάσβεση της φωτιάς. Την ίδια… διάθεση επέδειξαν και οι χωρικοί των γύρω οικισμών, που απαθείς παρακολουθούσαν τις φλόγες να κατακαίουν  όλη τη δασική έκταση χωρίς να κάνουν τίποτα για την καταστολή της. Το προς την παραλία δάσος του Αγίου Ανδρέα από μια σύμπτωση έμεινε άθικτο. Ομως η φωτιά με ακατάσχετη ορμή εξαπλώθηκε ακαριαία στους τρεις λόφους μεταξύ Ραφήνας και Πικερμίου. Κατόπιν έκαψε το παραλιακό δάσος της Ραφήνας απειλώντας και αυτά τα Σπάτα, ενώ δύο ακόμη μέτωπα μέσα από τις γέφυρες των Λόρδων και Παπά κατέκαψαν το δάσος της Πεντέλης στις τοποθεσίες Γεροσακούλι και Νταού.

Στην τεράστια πυρκαγιά υπολογίζεται ότι αποτεφρώθηκαν 200.000 στρέμματα, με εκατομμύρια πεύκα να γίνονται παρανάλωμα του πυρός. Ξεχωριστά, κάηκαν 70.000 στρέμματα  στο δάσος της Πεντέλης, 40.000 μεταξύ Ραφήνας και Κτήματος Σκουζέ, 30.000 μεταξύ Σπάτων και Πικερμίου και 60.000 στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα. Η φωτιά απείλησε τη Βραυρώνα και το Λαύριο και στην  πορεία της έκαψε το μοναδικό δάσος της Αττικής το οποίο ως τότε δεν είχε ποτέ ξανά καεί.

Από τους πρώτους είχε φτάσει στον τόπο της πυρκαγιάς ο δασάρχης Αττικής Λιακάκος, ο οποίος διανυκτέρευσε στον Αγιο Ανδρέα. Σε δηλώσεις του ο ευσυνείδητος ανώτερος κρατικός υπάλληλος απέδωσε τα τρομερά αποτελέσματα της φωτιάς στον ισχυρό ΒΔ άνεμο αλλά και στη μη έγκαιρη και αριθμητικά ανεπαρκή αποστολή στρατού για την κατάσβεση της φωτιάς. “Εχω την πεποίθηση ότι η πυρκαγιά μπήκε εκ προμελέτης και την εντολή να διενεργήσω ανακρίσεις για να ανακαλύψω τους δράστες” κατέληξε  ο δασάρχης Αττικής.

Συνηγορούσαν στην υπόθεση του συστηματικού εμπρησμού βασικές ενδείξεις: η έκταση της φωτιάς και η εξάπλωσή της σε μέρη άσχετα με τη φορά του ανέμου. Στην ίδια κατεύθυνση και ο Διευθυντής Δασών του Υπουργείου Γεωργίας Μαρκόπουλος ανακοίνωσε ότι, όπως διαπίστωσε με την επιτόπια έρευνά του, η φωτιά εκδηλώθηκε σε τέσσερα σημεία ταυτόχρονα: στο δάσος του Αγίου Ανδρέα, στην τοποθεσία Μαντέλου, στη Βρύση του Κίτσου και στον λόφο Ετοσι. Δεν αποτελεί λεπτομέρεια ότι το δάσος του Αγίου Ανδρέα ήταν μοναστηριακό, είχε ενοικιαστεί για 40 χρόνια και προγραμματίζονταν να γίνουν διάφορα έργα μέσα σ’ αυτό.

Ο εμπρησμός υπονοείται ότι έγινε από τους χωρικούς για να εξασφαλίσουν νομή για τα κοπάδια τους και μάλιστα τρεις από αυτούς συνελήφθησαν ως ύποπτοι. Οι πιο υποψιασμένοι δημοσιολόγοι της εποχής όμως εμβαθύνοντας στο ζήτημα βρέθηκαν στην ίδια κατεύθυνση με τους έντιμους σχολιαστές της εποχής μας.

Εις την παρούσαν τουλάχιστον περίπτωσιν” γράφει ένας από αυτούς, “φαίνεται αρκετά απίθανον ότι οι δράσται ημπορούν να είναι ποιμένες ενδιαφερόμενοι διά το άνοιγμα βοσκής. Η έκτασις της καταστροφής είναι ενδεικτική μιας μεγαλυτέρας ‘επιχειρήσεως’ και η στοιχειώδης λογική δεικνύει την κατεύθυνσιν προς την οποίαν πρέπει να στραφούν αι ανακρίσεις. Προς πάντας όσοι θα είχον συμφέρον να εκμεταλλευθούν την πυρποληθείσαν έκτασιν κα’ οιονδήποτε τρόπον, είτε διά καλλιέργειαν είτε δία ξύλευσιν είτε προς επιδίωξιν νέων απαλλοτριώσεων. Οι επιχειρηματίαι αυτοί δεν θα λείψουν να εμφανισθούν με τας σχετικάς αιτήσεις των και θα έπρεπε προς παραδειγματισμόν και διά την σωτηρίαν των υπολοίπων δασών να μη δοθεί καμία απολύτως άδεια εκμεταλλεύσεως της πυρποληθείσης εκτάσεως“.

Σοφά εκφράζεται ο συντάκτης, προφητικά και πατριωτικά. Θέλετε όμως να μάθετε τι έγινε; Την αμέσως επόμενη μέρα ο ανακριτής του Α’ τμήματος Παπαστράτος διενήργησε επιτόπια έρευνα και σχημάτισε τη γνώμη ότι η φωτιά ήταν τυχαία και προήλθε από αμέλεια των κατοίκων του Αγίου Ανδρέα! Η υπόθεση ως προς αυτό το σκέλος έκλεισε και τα αμέσως επόμενα χρόνια (1929, 1933, 1951) παραδόθηκε προς… αξιοποίηση! Δεν ξέρω από πού προέρχεται η ακλόνητη πεποίθηση ότι το ίδιο θα γίνει και τώρα…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο