Γράφει η Αγγελική Εκμετζόγλου
Η εκκλησία της Παναγίας. Η καλλιγραφία μιας ιερής λιτότητας σ’ ένα κτίσμα ανθρώπινο που διάβηκε τους δαιδάλους της ιστορίας αιώνων για να επαναδιατυπώσει το μήνυμα της πρώτης γραφής: το παρελθόν είναι ζώσα ομιλία του παρόντος – αν χαθεί, ακρωτηριάζεται κι η ύπαρξη κι έτσι μισή πάει με τους ανέμους.
Η Παναγία της Σκριπούς. Χωρίς ιστορικά, πραγματολογικά στοιχεία. Με την προσωπική μου ανάγνωση, όπως τη συνέλαβαν τα δικά μου μάτια και με ό,τι κινητοποίησε μέσα μου. Η πρώτη εικόνα με το πρώτο φως που μπαίνει απ’ το παράθυρο του πατρικού μου, η σταθερή αναφορά στη θέα του θεού, του θαύματος και του κόσμου έξω, ένα ευλογημένο δώρο να υπενθυμίζει το μέτρο και το άριστο.
Για χρόνια το μόνιμο «ντεκόρ» των στοχασμών μου, όταν δεν ήταν το κέντρο ή έστω η αφετηρία. Για χρόνια το βλέμμα περνούσε τον δρόμο και καθόταν απέναντι στον πέτρινο τοίχο της, αλλού λειασμένος κι αλλού η τραχύτητά του χάραζε μια προοικονομία για την αντινομία που εγκλείει η εν γένει ομορφιά. Γλιστρούσε στα αυλάκια των αρμών, αγκιστρωνόταν στα τοξοειδή παράθυρα που αχνόφεγγαν από τη φλόγα των καντηλιών, κρυβόταν στις κόγχες, έψαυε τις χαραγμένες στην πέτρα της λέξεις κι ύστερα κυλούσε στις καμπύλες της που συναιρούσαν αρχαία και βυζαντινή εποχή σε μια εναρμόνιση τέλεια. Σε μια ολότητα που διέχεε παντού ένα αξεθύμαστο άρωμα πλησμονής.
Αριστερά το καμπαναριό με τη βρύση που έσβηνε την παιδική μας δίψα και δρόσιζε τα ξαναμμένα απ’ το παιχνίδι πρόσωπα. Δεξιά τα κελιά που έδωσαν στα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή στέγη στις ξεριζωμένες οικογένειες, στους πρόσφυγες που βρέθηκαν εκεί μοιραία σύγχρονοι ικέτες. Σ’ ένα απ’ αυτά τα κελιά γεννήθηκε ο πατέρας.
Ένα γύρω ο περίβολος χωμάτινος για να δειγματίζει με ακρίβεια τα βήματα του εφήμερου, η επιβλητική αψίδα να περνά με επισημότητα η πολύτοκη ελπίδα και να απλώνεται πάνω απ’ όλα. Οι αρχαίες πέτρες σκορπισμένες παντού σαν απ’ το χέρι εκείνου του παιδιού που παίζει αέναα το βασιλικό παιχνίδι του. Οι αρχαίες πέτρες, να κάθονται τα χρόνια διασκεδάζοντας με τα ρολόγια τα άχρηστα στην τάξη του κόσμου. Τα ψηλά ασβεστωμένα κυπαρίσσια. Τα σκοτεινά και λυπημένα σώματα, οι ευθυτενείς και άγρυπνοι αγωγοί. Οι κεραίες που συλλάμβαναν τα ουράνια σήματα και μετασχημάτιζαν τα διάφανα δαχτυλίδια της μεταφυσικής ενέργειας, για να την καταστήσουν συμβατή με την ανθρώπινη λειτουργία.
Μικρή σ’ αυτό τον χώρο φανταζόμουν να απλώνεται πάνω απ’ το κεφάλι μου ένας πολύβουος αόρατος κόσμος αγγέλων κι αυστηρών άχρονων μορφών. Αυστηρές οπωσδήποτε, γιατί είχαν λύσει όλα τα αινίγματα της ζωής, είχαν αποκαταστήσει παρερμηνείες και μορφοποιήσει τη βαθιά λύπη τους για την αμετακίνητη εμμονή μας τίποτα να μη διδασκόμαστε, αυτάρεσκοι ίσκιοι στα αβαθή νερά της περίκλειστης ματαιότητας. Η παρουσία τους που πήγαζε απ’ την πίστη μου στην ύπαρξη του θεού ήταν έντονη και με ανακούφιζε για χρόνια, γιατί ένιωθα άτρωτη.
Καιρό μετά, όταν άρχισα να εξετάζω πολλές απ’ τις υιοθετημένες «αλήθειες» που είχα αποδεχτεί όμως δεν ήταν δικές μου, όταν οι σταθερές όλο και λιγόστευαν, όταν δηλαδή άρχισα να έχω ανασφάλειες και φόβους σχεδόν για όλα, θόλωσε και το πεδίο της πίστης. Μπερδεμένο κουβάρι… Άλλοτε ένιωθα την παρουσία του θεού κι άλλοτε έσβηνε μέσα μου σαν σχήμα στην άμμο. Ήμουν εγώ και στα δύο. Μοιρασμένη στην πίστη και στην άρνηση. Ακόμη παραμένω αναποφάσιστη για το πού θέλω να γείρω και στέκομαι μετέωρη δανειολήπτρια της ζωής.
Μα τότε ήταν αλλιώς. Τότε ζούσα την υπόσχεση και την παραμυθία και τον κανόνα της αγάπης. Κι ενώ γκρεμίζονταν από τα βάθρα οι θεοί μου όποτε η αδικία και το παράλογο έπνιγαν όλα όσα πλουτίζουν τη ζωή και την κάνουν άξια να τη ζεις, εγώ επέμενα. Και πάνω από τους τάφους των αγαπημένων και μέσα στο άδειο σπίτι και πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα μη μπει η άνοιξη και μιάνει το πένθος, εγώ επέμενα. Ήταν αλλιώς τότε.
Ανεξάρτητα πάντως από τις εσωτερικές μεταβολές που μέτρησα, η εκκλησία της Παναγίας, κυρίως ο συμβολισμός της μένει αναλλοίωτος. Ακόμα αγγίζω με τα ακροδάχτυλα τις καμπύλες και τις γωνίες της από μακριά πια και νιώθω αυτή την ίδια συγκίνηση να με κατακλύζει και μια ακατάβλητη ενέργεια να με εξακοντίζει ψηλά, να παίρνω κομμάτια ουρανού και να κατεβαίνω ελαφρύτερη στο χώμα. Κι αυτό είναι ευλογία…
Φωτ. www.wikipedia.org, Gerhard Haubold
Φωτό από τη τη σελίδα του Γιώργου Τσάπρα στο Facebook:
ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ…(μια φορά και έναν καιρό)
όλα όσα περιγράφεται είναι συναισθήματα βαθιά ριζωμένα μέσα μου και πού μένουν αναλυοτα στο πέρασμα τού χρόνου.