Τελευταία Νέα

Από τον Δημήτρη Λάμπρου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για την αποτρόπαιη σφαγή στο Δίστομο στις 10 Ιουνίου του 1944 έχουν γραφεί, τα τελευταία χρόνια, πολλά κι έχουν ειπωθεί άλλα τόσα. Το ζήτημα ανακινήθηκε ιδιαίτερα μετά τη διεκδίκηση των πολεμικών αποζημιώσεων στους παθόντες, επιζήσαντες συγγενείς των εκτελεσθέντων εκείνη την μοιραία ημέρα της 10ης Ιουνίου, από την Γερμανία, υπόθεση που ξεκίνησε ο αποβιώσας πλέον νομικός και πολιτικός Γ. Σταμούλης και που έως σήμερα εκκρεμεί η τελεσιδικία του. To viotiaplus.gr βρέθηκε στο Δίστομο, στο σπίτι της κυρίας Ελένης Σφουντούρη, ενός εκ των πολλών θυμάτων το οποίο υπέστη ολοκληρωτικά και αμετάκλητα τις τραγικές συνέπειες των γεγονότων, αφού έχασε εκείνη την ημέρα όλη της την οικογένεια -τους γονείς, τις δύο μικρότερες αδελφές της, αλλά και τον παππού της- και απόμεινε στα 12 της χρόνια ολομόναχη κι απορφανισμένη, σε έναν κόσμο που όχι μόνο δεν είχε να της υποσχεθεί τίποτα, αλλά της είχε στερήσει με τον πιο ανελέητο τρόπο τα πιο αγαπημένα της πρόσωπα και μαζί κάθε ελπίδα και κάθε έρεισμα για ζωή.

Κι όμως, η μικρή δωδεκάχρονη -τότε- Ελένη όχι μόνον ήταν η μόνη από την οικογένειά της που επέζησε, αλλά κατάφερε και να επιβιώσει με τη βοήθεια των συγγενών της, μεγάλωσε, δημιούργησε τη δική της οικογένεια και σήμερα μας μιλά από καρδιάς για την αποφράδα εκείνη ημέρα που σημάδεψε την ζωή και την ψυχή της ανεξίτηλα. Αξίζει, ωστόσο, να σημειώσουμε προκαταβολικά αυτό που η κυρία Ελένη μας εκμυστηρεύτηκε, ότι δηλαδή η ίδια χρειάστηκε πάρα πολλά χρόνια για να εξωτερικεύσει όσα μας διηγείται σήμερα, αφού ήταν ένα “θέμα ταμπού”, όπως χαρακτηριστικά μας είπε, στην μετέπειτα ζωή και καθημερινότητα, τόσο τη δική της, όσο και των στενών συγγενών που την περιέθαλψαν – και στους οποίους δεν παραλείπει να αναφέρεται συνεχώς με βαθιά ευγνωμοσύνη και αγάπη. Εξάλλου, n αφήγηση της κυρίας Ελένης ήταν, για εμάς, κάτι παραπάνω από δραματική. Υπήρξε καθηλωτική -γι’ αυτό και οι παρεμβάσεις  είναι καίριες, πλην ελάχιστες- προκειμένου να μην διακόπτεται η βιωματική ροή της ζωντανής και εκ βαθέων εξομολόγησής της, n αναπαράσταση μιας ολόκληρης ζωής που ξεκίνησε πάνω στα ερείπια μιας πρώην ευτυχίας και εκτυλίχθηκε σε ένα μόνιμο και ισόβιο πένθος.

Στην 3ωρη σχεδόν συνάντησή μας με την κυρία Ελένη Σφουντούρη, σε μια συζήτηση που θα χαρακτηρίζαμε περισσότερο σαν έναν πηγαίο κατακλυσμό της συνείδησής της, παρά σαν μια τετριμμένη και τυπική συνέντευξη, θαυμάσαμε την γυναίκα αυτή όπως είναι σήμερα -μάνα δύο αγοριών και γιαγιά δύο εγγονιών- που με απαράμιλλη σεμνότητα και αξιοπρέπεια και χωρίς ίχνος αυτολύπησης μοιράστηκε μαζί μας τα τραύματα και τις ανοιχτές, ακόμη, πληγές της, – αλλά και το δωδεκάχρονο παιδί που επέζησε “με μια μαύρη σκιά πάνω στη θύμηση”, κατά τον ποιητή, που άντεξε αυτήν την βαριά μοίρα και ένα φορτίο που δεν επέλεξε και που, μολονότι η ίδια εν τέλει επέζησε, πολλές φορές αργότερα, όπως μας είπε, “ευχήθηκε να την είχαν σκοτώσει και αυτήν οι Γερμανοί”.
Κι αυτή η “ευχή” νομίζουμε ότι τα λέει όλα. Οσα δεν μπορούν να ειπωθούν ούτε από την ίδια. Τα χαραγμένα για πάντα στα εσώτατα βάθη της ψυχής και της συνείδησής της. Και όσα κανείς από εμάς δεν μπορεί -όσο κι αν προσπαθεί να προσεγγίσει, ή αν συμπάσχει στο δράμα της- να συναισθανθεί. Η βαρύτητα αυτής της φράσης, που αντηχεί ακόμη στα αυτιά μας, είναι τόσο ιερή, όσο και η πηγή της: το βιωμένο και ισόβιο ψυχικό πένθος ενός παιδιού που τίποτα στην μετέπειτα ζωή του -καμιά εξέλιξη ή “χαρά”- δεν μπόρεσε να το απαλείψει, να το υπερκεράσει, πολύ περισσότερο να το εκτοπίσει.

Γιατί, η κυρία Ελένη Σφουντούρη με την οδυνηρή αυτή φράση της υπαινίσσεται την ουσία της ίδιας της έννοιας της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, βιωμένη μάλιστα στην πιο ακραία της μορφή: ποιο είναι άραγε το νόημα μιας ζωής καταδικασμένης εκ των προτέρων στο σκοτάδι, μιας ζωής σημαδεμένης και στιγματισμένης για πάντα από το ολέθριο χέρι του θανάτου; Και την ίδια στιγμή, μας θέτει μπροστά σε μια ακόμη διερώτηση: ποια ψυχική δύναμη και ποια εσωτερική ανάγκη υπαγορεύει στην μνήμη που αιμορραγεί διαρκώς και ακατάπαυστα να αντιστέκεται και να αρνείται πεισματικά να μετατραπεί σε λήθη; Στα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα δεν μπορούμε να απαντήσουμε, βέβαια, αλλά αν, όπως έχει πει ο Γ. Χειμωνάς, “η ελληνική τραγωδία είναι μια παλίρροια της μνήμης της πτώσης του ανθρώπου” και αν ο τραγικός ήρωας είναι το “ευδιάκριτα κεχωρισμένο, περιχαρακωμένο ατομικό ον το οποίο μέχρι το τέλος θα υπερασπίζεται ανυποχώρητα το άβατο της ατομικής συνείδησης για να αφανιστεί στο τέλος μαζί με αυτήν”, τότε μπορούμε, αναμφίβολα, να ισχυριστούμε ότι η κυρία Νίτσα Σφουντούρη είναι μια τραγική ηρωίδα. Οχι μόνον για τους προφανείς και αυταπόδεικτους λόγους που η τραγική ζωή της επιβεβαιώνει, αλλά και επειδή, με την συγκλονιστική και γι’ αυτό αφοπλιστική της αφήγηση, μας παραπέμπει – άθελά της – στην τραγωδία, αγγίζοντας τον πυρήνα της σημασίας της, αφού αυτή “ως τέχνη του νόστου” μας επαναφέρει στην πρωταρχική, στην πιο καθαρόαιμη μορφή της συγκίνησης, που είναι το πένθος. Μνημονεύει κάθε φορά την έκτοτε αμετάκλητη δυσοίωνη προφητεία: ό, τι θα συγκλονίζει τον άνθρωπο θα είναι πόνος.

Τέλος, αισθανόμαστε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε θερμά την κυρία Ελένη Σφουντούρη για την φιλοξενία, την ευγένεια, την εμπιστοσύνη της ασφαλώς και, κυρίως, για τα μαθήματα ζωής που μας έδωσε μέσα από τον προσωπικό της Γολγοθά. Την ευχαριστούμε πιο πολύ, που μας έκανε την τιμή να μοιραστεί μαζί μας “την ερημιά και την απελπισία μιας ολόκληρης ζωής”, όπως χαρακτηριστικά μας είπε. Αναχωρήσαμε από το σπίτι της κυρίας Ελένης με μόνη αποσκευή μας μια πλημμυρίδα καταλυτικών συναισθημάτων κι εκεί, μέσα στην απόλυτη σιωπή, στον δρόμο προς την Λιβαδειά, εκεί , όπου καμιά λογική σκέψη δεν εμφιλοχωρούσε, εκεί ακριβώς που κυριαρχούσε στο μυαλό μας η δεσπόζουσα μορφή αλλά και ο λόγος της σπουδαίας αυτής γυναίκας, αναδύθηκε εντελώς αυθόρμητα και η επισφράγιση της μοναδικής αυτής εμπειρίας μας, και πάλι από τον αγαπημένο μας Γ. Χειμωνά: “μοναχά ο θάνατος βγάζει στο φως την ευγενική καταγωγή των ανθρώπων” και “αυξάνει το χαμηλό φως της ζωής τυφλώνοντας”. Υποκλινόμαστε. Αυτές οι φράσεις για εμάς ήταν η αποκρυστάλλωση όσων ακούσαμε, ή, αλλιώς, το “τέλος” της συνομιλίας μας με την κυρία Ελένη. Εσείς, αξίζει να παρακολουθήσετε τα κυριότερα σημεία της αυθεντικής και εξαιρετικής αφήγησης της από την αρχή.

-Τι θυμάστε από εκείνες τις μέρες, κ. Σφουντούρη; Πώς διαμορφωνόταν το πλαίσιο της καθημερινότητας;

Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτε. Πείνα και δυστυχία ήταν ο κανόνας. Οχι βέβαια η πείνα της Αθήνας, εδώ δεν πέθαινε ο κόσμος. Λόγου χάριν η γιαγιά μου είχε κότες και αυγά, ο θείος μου είχε στάρι. Θέλω να πω δεν θυμάμαι να κοιμήθηκα νηστική αλλά υπήρχε στέρηση…

-Πόσων χρονών ήσαστε τότε;

Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήμουν 8, στη σφαγή 12 λοιπόν…

-Πώς ήταν η καθημερινότητα στην Κατοχή; Πηγαίνατε σχολείο;

Οχι, δεν υπήρχε σχολείο ούτε χαρτί δεν υπήρχε. Εγώ τέλειωσα την τετάρτη, πήρα το ενδεικτικό μου με άριστα και τέλος. Σταμάτησα. Υπήρχε τέτοια έλλειψη αγαθών που ο πατέρας μου, υποδηματοποιός στο επάγγελμα, δεν μπορούσε να μας προμηθεύσει καινούργια παπούτσια.

-Όμως για τους Εγγλέζους είχε μια γωνιά;


Κύριε Λάμπρου, ναι είχε. Αυτό είναι ένα περιστατικό που το θυμάμαι. Ο πατέρας μου, ένας ευγενέστατος, ένας χρυσός άνθρωπος, γνώριζε λίγα αγγλικά και είχε περιθάλψει πολλές φορές Εγγλέζους. Ολα αυτά φυσικά γίνονταν στα κρυφά, αλλά θυμάμαι μια στιγμή τη μητέρα μου να λέει διαφωνώντας στον πατέρα μου: “Του έδωσες τα παπούτσια, είναι τώρα καιρός να χαρίζουμε τέτοια πράγματα;”.

-Υπήρχε γερμανική φρουρά στο Δίστομο;

Όχι, δεν υπήρχε. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι αν υπήρχε δεν θα παθαίναμε όσα πάθαμε.

Ξημερώνει 10 Ιουνίου 1944

-Πείτε μας για εκείνη την ημέρα.


Να σας πω. Ακούσαμε “Γερμανοί”, τρόμος και φόβος, κλειστήκαμε σπίτι. Εφτασε και ο πατέρας μου. Θέλω εδώ να πω ότι όλοι οι άνδρες του χωριού μόλις άκουγαν για Γερμανούς έφευγαν. Ομως ο πατέρας μου όχι, γιατί φοβόταν μήπως του κάψουν το σπίτι που είχε αγοράσει τότε και το χρωστούσε ακόμη, το σπίτι μας δηλαδή. Δεν ήθελε επίσης να αφήσει μόνη της τη μητέρα μου με τρία μικρά παιδιά. Εφτασε λοιπόν ο πατέρας σπίτι και κλειστήκαμε μέσα. Οι Γερμανοί αγριεμένοι ερευνούσαν σε ολόκληρο το χωριό. Προσωπικά πιστεύω ότι έψαχναν για όπλα. Ηρθαν και σπίτι μας, κατέστρεψαν το γραμμόφωνό μας, έκλεψαν και δύο πανέμορφες πετσέτες από το μπαούλο της μάνας μου… τις θυμάμαι, τις έβλεπα και τις ζήλευα που δεν ήταν για εμάς αλλά μόνο για τους ξένους, δύο πετσέτες με ροζ τριαντάφυλλα. Και έφυγαν. Σε λίγο ακούστηκαν πυροβολισμοί κατά το Στείρι.

-Όλα αυτά έγιναν πριν από τη μάχη στο Στείρι;

Ναι, το πρωί έγιναν αυτά.

-Μετά;

Μετά ακούγαμε πυροβολισμούς και ομοβροντίες και κάποιος είπε ότι γινόταν συμπλοκή στο Στείρι. Ο πατέρας μου… τον θυμάμαι… ήταν πολύ σκεπτικός, πολύ στενοχωρημένος. Κάποια στιγμή που δεν μπορώ να προσδιορίσω γύρισαν ξαφνικά και συνέβησαν όλα αυτά… Δεν μπορώ να τα βάλω σε μια σειρά, να καταλάβω… Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ήμουν πολύ τρομαγμένη. Δεν είχα περιθώρια για λογικές σκέψεις εκείνες τις στιγμές. Ημουν ένα παιδί που έτρεμε…

-Φυσικό είναι.

Ηρθαν λοιπόν πίσω και το μόνο που ακούγαμε ήταν πυροβολισμοί. Οχι βολές αλλά ριπές. Γάζωναν κυριολεκτικά. Να σας πω, κ. Λάμπρου, σχετικά ότι σε ένα θεατρικό έργο που έγραψε ένας νέος από το Δίστομο που ζει στην Αμερική υπάρχει μια τόσο ζωντανή αναπαράσταση των γεγονότων. Εκανα το σφάλμα και πήγα στην παράσταση στο σχολείο και μετανόησα. Ηταν τόσο ζωντανό που νόμισα ότι ξαναβρέθηκα εκεί. Εκλεινα τα αυτιά μου και τα μάτια μου, να μην ακούω και να μην βλέπω.

-Με τους Γερμανούς πώς έρχεται η οικογένειά σας σε επαφή εκείνη τη μέρα;

Μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία βλέπω ένα Γερμανό να έρχεται προς το σπίτι μας και να πυροβολεί. Εγώ ήμουν πολύ τρομαγμένη, δεν καθόμουν στιγμή ήσυχη. Θυμάμαι με μάλωνε ο πατέρας να μην τρομάζω τα μικρά μου αδέλφια, που δεν καταλάβαιναν τι γίνεται…
“Ερχεται μπαμπά”, λέω, “έρχεται πάνω” κι ώσπου να το πω ο Γερμανός είχε δρασκελίσει τα πέτρινα σκαλοπατάκια κι είχε ανοίξει την πόρτα. Προχώρησε ο πατέρας να τον υποδεχθεί, όμως αυτός ο Γερμανός ρίχτηκε πάνω του και τον χτυπούσε, σαν θηρίο. Προσπαθούσε ο πατέρας να του μιλήσει με λίγα γαλλικά που ήξερε από το σχολείο, αλλά αυτός τον έσπρωχνε, τον χτυπούσε. Δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες, ο Γερμανός ήταν κολλημένος πάνω στον πατέρα μου, τον χτυπούσε με κλωτσιές, ήταν γαντζωμένος πάνω του και τον χτυπούσε συνεχώς. Εγώ δεν άντεχα, έπρεπε να φύγω… Ομως η πόρτα ήταν κλειστή από τους δύο άνδρες που χτυπιούνταν. Σηκώνω το πόδι μου, το βάζω στον νεροχύτη, τον μαρμάρινο της εποχής, ανοίγω το μικρό παράθυρο: “Μπαμπά, να πηδήσω;” Οχι, μου λέει εκείνος, μα σαν να είπε ναι, εγώ δίνω μια και πηδάω. Στο απέναντι σπίτι που πήγα ακούγονταν οι αδελφούλες μου να κλαίνε, ήταν πολύ κοντά τα σπίτια. Μου έκαναν νόημα να πηδήξω οι κοπέλες που έμεναν εκεί. Πήδηξα χωρίς παπούτσια, ξυπόλητη και πήγα σπίτι τους. Εκεί άνοιξαν και μια καταπακτή που είχαν οι γείτονες για να κατεβαίνουν να ταΐζουν τα ζώα τους και πήδηξα και από εκεί κάτω. Μάλιστα χτύπησα άσχημα γιατί έπεσα πάνω σε έναν αργαλειό. Εμεινα για λίγη ώρα αναίσθητη, με συνέφερε η κυρα Μαρία… Τώρα έμαθα από έναν ανιψιό μου που σπούδασε γιατρός στην Αμερική ότι τότε είχα σπάσει ένα πλευρό – πόνεσα πολύ τότε και για πολύ καιρό.

-Εκεί οι Γερμανοί δεν εμφανίστηκαν;

Μέσα στα κλάματα και τις φωνές ανοίγει ξαφνικά η πόρτα, μπαίνουν δύο Γερμανοί: ο ένας μπήκε μέσα, ο άλλος στεκόταν στην πόρτα και μας σημάδευε με το περίστροφο… Το θυμάμαι είχε μικρό όπλο. Αυτός που μπήκε μέσα κλωτσούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του στο υπόγειο, τενεκέδες, τσουβάλια… Κάθε κλωτσιά ήταν σαν να χτυπούσε το στήθος μου από το φόβο μου. Δεν μας σκότωσε. Ο άλλος είπε σε όλα τα παιδιά που ήμασταν μαζεμένα εκεί να μην βγούμε έξω γιατί σκοτώνουν… Το αντιληφθήκαμε, έκλεισε την πόρτα και έφυγαν.

-Συγκλονιστικό. Γιατί πιστεύετε ότι σας χάρισαν τη ζωή οι Γερμανοί στρατιώτες;


Γλιτώσαμε, κύριε Λάμπρου, γιατί δεν υπήρχε κανένας άντρας μαζί μας. Αν υπήρχε άντρας θα μας είχαν πυροβολήσει, πέντε παιδιά ήμαστε, είχε έρθει και μια άλλη κοπέλα από κάπου αλλού, κυνηγημένη κι αυτή. Είχαν σκοτώσει τον πατέρα της. Αυτή ζει στην Αθήνα τώρα. Τη θυμάμαι γιατί εγώ έκλαιγα και φώναζα και αυτή μου έδωσε ένα χαστούκι. Δεν είχα ξαναφάει χαστούκι στη ζωή μου, κανείς δεν με είχε χτυπήσει ποτέ. Ποτέ. Τη μάλωσε η κυρα-Μαρία, αλλά εμένα αυτό το χαστούκι με συνέφερε. Ζάρωσα στη γωνία με τα άλλα τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Το πιο μικρό αγόρι το κρατούσε η αδελφή του στα γόνατά της.
Εγώ λοιπόν ζάρωσα στη γωνιά μου και παραδόθηκα στις ζοφερές μου σκέψεις. Ηξερα, ένιωθα ότι δεν θα βρω κανένα ζωντανό στο σπίτι μου. Πώς το καταλάβαινα αυτό; Οπως και ότι εγώ θα ζήσω; Δεν ξέραμε τότε τι κάνουν. Ακούγαμε αυτό το κακό, αλλά βέβαια δεν ξέραμε ότι σκοτώνουν ανυπεράσπιστους ανθρώπους…
Από την άλλη φεύγοντας εγώ από το σπίτι είχα αφήσει τον πατέρα μου ζωντανό. Δεν ξέρω πώς, αλλά ένιωθα σίγουρη ότι θα τους βρω όλους νεκρούς, μάλιστα σκεφτόμουν, έλεγα πώς θα τους βάλω στη σειρά που είναι όλοι σκοτωμένοι… Θα βάλουμε στη μέση τις αδελφούλες μου και από τις δύο πλευρές τους γονείς μου ή πρέπει να μπουν στη μέση οι γονείς και από τις πλευρές τα παιδιά; Αυτό με απασχολούσε εμένα. Αυτό. Και όπως μου λένε όλοι πρέπει να είχα πολύ πυρετό. Είχα γίνει ράκος από τον φόβο και την ταραχή, ένιωθα να καταρρέω, ήθελα να κοιμηθώ, δεν είχα άλλες δυνάμεις, είχα εξαντληθεί. Ε… κάποια στιγμή σταμάτησαν. Καταλάβαμε πως έφυγαν.
Ανοίγει η πόρτα, έρχεται μια γειτόνισσα έξαλλη -της σκότωσαν κι αυτής το παιδί, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το ήξερε. Είχε δει τους δικούς μου σκοτωμένους, ξαπλωμένους στην πλατεία. Και της έλεγε η κυρα-Μαρία “μην φωνάζεις, σώπα, είναι και η Νίτσα εδώ”, γιατί ήμουν κι εγώ εκεί. Ομως η Νίτσα δεν ξαφνιάστηκε, το ήξερε ότι ήταν όλοι νεκροί…

-Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση; Λυγίσατε;

Δεν πήγα να δω ούτε γύρισα στο σπίτι μου. Εφυγα τρέχοντας και πήγα στη θεία μου, την αδελφή της μητέρας μου. Ευτυχώς στον δρόμο δεν είδα κανέναν σκοτωμένο. Κανέναν, καθόλου. Και καλύτερα που δεν είδα και τους δικούς μου νεκρούς. Τους θυμάμαι ωραίους και καλούς όπως ήταν, δεν ήθελα να δω τη μαμά μου χωρίς κεφάλι χωρίς τίποτα. Πήγα λοιπόν τρέχοντας στη θεία μου κι από εκεί φύγαμε και κατεβήκαμε στα Ασπρα Σπίτια, όπου είχε πανδοχείο ο αδελφός της γιαγιάς μου. Μείναμε εκεί μια νύχτα, νύχτα τρέλας, από την οποία δεν θυμάμαι τίποτα. Εκείνο που εκ των υστέρων μου κάνει εντύπωση είναι ότι περπατούσα ξυπόλητη χωρίς να με ενοχλούν ούτε πέτρες ούτε αγκάθια ούτε τίποτα. Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου περπατήσει ξυπόλητη, τα καλύτερα παπούτσια μου έφτιαχνε ο πατέρας μου…

-Την ίδια στιγμή εξελίσσονται γεγονότα σε όλο το χωριό; 


Ναι, υπάρχουν παράλληλα γεγονότα, κ. Λάμπρου. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου ήταν στο σπίτι, ο παππούς μόλις είχε επιστρέψει από το θερισμό στα χωράφια. Ακουσε τον χαλασμό και ξεκίνησε να δει τι συμβαίνει λες κι ήταν πανηγύρι… Κοντά στην πλατεία του σχολείου τον εκτέλεσαν. Με το τέλος του μακελειού η γιαγιά μου βγαίνει να βρει τον άντρα της και τον βλέπει σκοτωμένο. Φεύγει έξαλλη να πάει στην κόρη της, την μητέρα μου δηλαδή, και φτάνοντας στη γωνία τι βλέπει; Ολη μου την οικογένεια νεκρούς. Μόνο εγώ έλειπα. Λένε πως τα μυαλά της μητέρας μου ήταν σκορπισμένα και πως η γιαγιά μου τα μάζεψε… Δεν ξέρω… Δεν τη ρώτησα ποτέ… Και μου κάνει εντύπωση, το σκέφτομαι συχνά. Δεν το συζητούσαμε ποτέ με τη γιαγιά μου, ήταν ένα θέμα ταμπού. Δεν ρώτησα ποτέ γιατί εμείς φύγαμε όλοι και η γιαγιά μου έμεινε, πώς το πέρασε αυτό το βράδυ; Τι βράδυ ήταν αυτό;

-Με αυτή τη γιαγιά μεγαλώσατε;

Με αυτή, ναι. Με αυτή που τη 10η Ιουνίου έχασε κόρη, γαμπρό, σύζυγο και εγγόνια.

-Πολύ δυνατή γυναίκα πρέπει να ήταν.

Διατήρησε τα λογικά της, κ. Λάμπρου, εξ ανάγκης. Ακούστε και κάτι περίεργο: Πριν να γίνει το κακό έπασχε από βρογχικό άσθμα, που είναι ανίατο νόσημα. Μάλιστα έλεγαν ότι ένας γιατρός της είχε πει ότι θα γίνει καλά είτε από μεγάλη θλίψη είτε από μεγάλη χαρά, από ένα ισχυρό σοκ δηλαδή. Ε μετά το φονικό έγινε καλά. Ηταν αυτό που είχε πει ο γιατρός, ήταν θαύμα; Δεν ξέρω. Μόνο τη μέρα που ξεθάψαμε τους νεκρούς μας αρρώστησε βαριά, πήγε να πεθάνει. Η γιαγιά μου υπήρξε μια ηρωίδα και δεν της το είχα πει όσο ζούσε. Ηταν γεννηθείσα το 1888. Την εποχή της σφαγής στο Δίστομο ήταν 56 ετών και πέθανε το 1960, όχι πολύ μεγάλη αλλά με τόσα βάσανα…

Η ζωή μετά

-Πώς κύλησε η ζωή σας μετά;

Από τα Ασπρα Σπίτια όπου έμεινα μια βραδιά έφυγα, γιατί φοβόμασταν ότι μπορεί να έρθουν κι εκεί οι Γερμανοί. Εζησα για μια βραδιά σε σπηλιές. Μια προς τα Ασπρα Σπίτια, στο εργοστάσιο αριστερά. Δεν μίλαγα σε κανέναν, ήθελα να απομονωθώ, δεν ήθελα να μου μιλάει κανένας, δεν ήθελα τον οίκτο κανενός, δεν ήθελα να με λυπούνται, έκλαιγα κρυφά. Είχα κοτσίδες μακριές τα μαλλιά μου και μου τα έφτιαχνε κάθε μέρα η μαμά μου, που τα έπλεκε και δεν μπορούσα να τα φτιάξω μικρό κορίτσι και δεν ήθελα να τα αγγίξει η θεία μου, κανείς. Ηθελα να είναι έτσι όπως τα είχε πλέξει η μάνα μου, να έχω κάτι από εκείνη. Μετά πήγαμε στην άλλη σπηλιά, μείναμε δυο μέρες. Κάτι τρώγαμε, δεν θυμάμαι να πεινάγαμε.

-Κατόπιν ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός;

Ναι, μετά ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός. Πήρε πολλά παιδιά στα Ιδρύματα, αλλά εγώ δεν θέλησα να πάω. Υπήρχαν φήμες ότι τα ορφανά κορίτσια προορίζονταν για υπηρέτριες κι εγώ δεν ήθελα να πάω. Μετά το μετάνιωσα. Μάλιστα με πήγε ο θείος μου στο Ιδρυμα της Κηφισιάς και ήταν εκεί όλες οι φίλες μου, ξαδέρφες από τη Λιβαδειά. Ηταν πολύ ωραία. Εμεινα στον θείο μου μέχρι τα Δεκεμβριανά, ευτυχώς αυτή την καταστροφή δεν την έζησα. Τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο ήρθε η γιαγιά μου και με πήρε και επιστρέψαμε στο Δίστομο.

-Τι κατάσταση συναντήσατε στο Δίστομο;

Ησυχία, πένθος, μαύρα. Υπήρχε ένα Ιδρυμα, λεγόταν Εγγύς Ανατολή, και εκεί διάβαζα, στη βιβλιοθήκη τους. Με αγαπούσαν όλοι πολύ εκεί και όταν έφυγαν στενοχωρήθηκα πολύ. Ομως υπήρχε ανησυχία, γιατί ο πόλεμος στην περιοχή υπήρχε μέχρι σχεδόν το 1950 λόγω του αντάρτικου. Οι αντάρτες έρχονταν στο χωριό αλλά όχι σε εμάς. Κάποιοι από το Δίστομο τους καθοδηγούσαν. Ομως μια νύχτα ήρθαν και στο σπίτι μας, αλλά η γιαγιά μου τους αντιμετώπισε θαρραλέα και αποφασιστικά.

-Οικονομικά πώς συντηρηθήκατε αυτά τα δύσκολα χρόνια;

Εζησα στο Δίστομο με τη γιαγιά μου, με διαλείμματα στην Αθήνα. Δεν δούλεψα σε ξένα χέρια. Είχαμε δουλειά στο σπίτι, υφάντρες, η Πολιτεία έδωσε 3-4 χρόνια μια σύνταξη. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι μακάρι να είχαν σκοτώσει κι εμένα. Διότι η γιαγιά μου με αγαπούσε πολύ, αλλά ήταν πολύ αυστηρή. Ούτε να γελάσω δεν με άφηνε. “Εγώ είμαι ο καπετάνιος”, έλεγε.

-Πώς γνωρίσατε τον σύζυγό σας;
Από τα 15 όλοι έλεγαν στην γιαγιά μου να με παντρέψει. Εγώ δεν ήθελα, μου φαινόταν ότι ήθελαν να με ξεφορτωθούν. Μπορούσα να πάω στην Αμερική εύκολα. Ομως δεν πήγα και δεν το μετάνιωσα. Αγαπώ τον τόπο μου, τα κτήματά μας, τις αναμνήσεις μου. Στα 21 αρραβωνιάστηκα έναν καταπληκτικό άνθρωπο που μου συμπαραστάθηκε ως σύζυγος, ως αδελφός, ως πατέρας. Του διηγήθηκα την ιστορία μου και έκλαψε… Εχω δύο πολύ καλά παιδιά. Εκείνο που μου έλειψε πάντα, εκείνο που ζήλευα και ζηλεύω είναι η οικογενειακή θαλπωρή. Πώς να το πω; Είχα πολλές φίλες στο Δίστομο που ήταν ορφανές, αλλά ήταν ορφανές από πατέρα ή ορφανές από μάνα, είχαν δηλαδή κάποιον. Εγώ δεν είχα κανένα…

Εδώ τελειώνει ένα μέρος της συγκλονιστικής αφήγησης της Ελένης Σφουντούρη. Ο φωτισμός της τραγωδίας του Διστόμου 66 χρόνια μετά, όπως τη βίωσε μια πρωταγωνίστρια. Πρωταγωνίστρια στα πραγματικά περιστατικά της 10ης Ιουνίου, πρωταγωνίστρια στον στίβο της ζωής, πρωταγωνίστρια στα ψυχικά αποθέματα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο