Ενα μυθιστόρημα που εμπνέεται από τους διάσημους ληστές Νταβέλη, Κακαράπη και Καλαμπαλίκη αποκαλύπτει το πολυτάραχο σκηνικό της εποχής στην πρώτη συγγραφική απόπειρα του Δημήτρη Λάμπρου
Σπάνια έχει τολμήσει συγγραφέας να χρησιμοποιήσει τους ήρωες του ’21 -πόσο μάλλον τους λήσταρχους Νταβέλη, Κακαράπη ή Καλαμπαλίκη- ως πρώτο υλικό για την αφήγησή του. Κι όμως, ο συγγραφέας Δημήτρης Λάμπρου εμπνέεται από τα ηρωικά αυτά πρόσωπα για να καταθέσει την πρώτη του -και μάλιστα δίτομη-συγγραφική δουλειά για αυτή την πολυτάραχη περίοδο της Ελληνικής Ιστορίας. Δεν είναι μόνο ο τολμηρός Νταβέλης, ο πιο άγριος Κακαράπης και ο επιβλητικός Καλαμπαλίκης που πρωταγωνιστούν αλλά και δευτερεύοντες πραγματικοί και φανταστικοί ήρωες της ξακουστής εποχής των διαβόητων ληστών. Παρότι έχουν γραφτεί γνωστά ιστορικά έργα για το παρεξηγημένο αυτό θέμα και τον ενισχυτικό ρόλο της ληστοκρατίας στη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, όπως η μελέτη «Λήσταρχοι» του Βασίλη Τζανακάρη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, είναι πρώτη φορά που γράφεται ένα μεγάλο έπος με τη μορφή μυθιστορήματος σχετικά με το θέμα.
Ως γνωστόν, η ληστοκρατία ξεκίνησε με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους -για την ακρίβεια ακριβώς μετά την εθνεγερσία- και κρατάει μέχρι τα ματωμένα χρόνια της Αντίστασης. Ωστόσο, η περίοδος που απασχολεί το μυθιστόρημα του Δημήτρη Λάμπρου «Ο σύντομος χειμώνας της ληστοκρατίας» από τις εκδόσεις Λεξίτυπον είναι ο 19ος αιώνας, και συγκεκριμένα η εποχή μετά την Επανάσταση. Οπως επισημαίνει χαρακτηριστικά στο εισαγωγικό του σημείωμα ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας, «οι ήρωες του μυθιστορήματος, υπαρκτοί και επινοημένοι, κινούνται ή διασπούν ένα πλαίσιο που ορίζεται από τους ιδρυτικούς μύθους και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του νεοελληνικού κράτους, όπως αυτό συγκροτήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821. Μια πολύκροτη απαγωγή, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός ισχύος, οι τοπικές και πολιτικές συγκρούσεις, οι πληγές του πολέμου της Ανεξαρτησίας, το ληστρικό φαινόμενο, η καθημερινή ζωή και ο έρωτας διαπλέκονται και συνθέτουν την ιδιαίτερη αυτή ιστορία».
Η απαγωγή που εμπνέεται ο Λάμπρου για να εξυφάνει την ιστορία του είναι μια καλή αφορμή για να ξετυλιχθεί ο μίτος της αφήγησης: τα τέκνα του πανίσχυρου Νικολάου Βουδούρη βρίσκονται όμηροι των ληστών σε μια υπόθεση που δεν αφορά μόνο την απόσπαση λύτρων αλλά και την καταπολέμηση των δυνάμεων κατοχής της χώρας. Την ιστορία, εκτός από τους ληστές, ενισχύουν ένας φοιτητής της Νομικής και ο πατέρας του, καθώς και άλλοι που εμπλέκονται στον σχεδιασμό και την εκτέλεση της επιχείρησης, που είναι και το βασικό περιεχόμενο του πρώτου τόμου. Ο δεύτερος τόμος αφορά στην εξέλιξη της απαγωγής ως επιχείρησης με τη μεταφορά των απαχθέντων. Η αφήγηση αποκαλύπτει λεπτομέρειες που καταδεικνύουν ότι έχει γίνει μεγάλη και εξονυχιστική έρευνα για τη συγγραφή του βιβλίου. Το σκηνικό είναι αυτό που ξέρουμε ότι χαρακτήριζε την εποχή – το ίδιο και οι άκρως πειστικοί χαρακτήρες. Και η υπόθεση θυμίζει αρκετές αντίστοιχες που είχαν λάβει χώρα τότε. Η συγκεκριμένη απαγωγή φτάνει να κλονίσει ακόμα και τις ξένες κυβερνήσεις, κάτι εύλογο καθώς έχει πολιτικό έρεισμα.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το βιβλίο όπου παίρνει τον λόγο ο Καλαμπαλίκης για να εξηγήσει τους πραγματικούς λόγους του σχεδίου: «Επαναλαμβάνω, με κίνδυνο να γίνομαι κουραστικός, ότι η ενέργειά μας έχει στόχο τον εξευτελισμό του υπουργείου και των δυνάμεων κατοχής. Πρέπει να καταρρίψουμε τον ισχυρισμό των Αγγλογάλλων ότι η παρουσία τους στη χώρα εμπεδώνει τη δημόσια τάξη και προστατεύει τον πληθυσμό -ιθαγενείς και αλλοδαπούς- από τη μάστιγα, όπως τη λένε αυτοί, της ληστείας. Ο πλέον ασφαλής τρόπος για να το πετύχουμε είναι να πλήξουμε ένα από τα ισχυρότερα στελέχη του καθεστώτος ουσιαστικά και συμβολικά. Επιλέξαμε τον Νικολό Βουδούρη. Αλλά πώς θα τον χτυπήσουμε; Σκοτώνοντάς τον; Οργανώνοντας μια ενέδρα και απάγοντας τον γιο του από το σχολείο;».
Ας μην ξεχνάμε ότι και στην πραγματικότητα ο Νταβέλης είχε συνδεθεί με μια ξακουστή απαγωγή που συνέβη το 1855, αυτή του Γάλλου λοχαγού Μπερτό, που προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο και τριγμούς στους κόλπους της κυβέρνησης, η οποία έδωσε στον Νταβέλη το τότε υπέρογκο ποσό των 30.000 δραχμών για να ελευθερωθεί ο Μπερτό.