Γράφει η Νέλη Χαχάμη
Δέκα χρόνια πριν, παιδικός μου φίλος χάνει εντελώς απροσδόκητα τον μπαμπά του. Στα 16 μας. Θυμάμαι ακόμα, λίγες μέρες μετά, με όλο το άγχος του κόσμου φορτωμένο στις πλάτες μου και μ’ ένα φόβο που ακόμα έχω ριζωμένο μέσα μου, να τον ρωτάω δειλά ‘πώς είσαι; πώς… είναι;’. Και τον θυμάμαι να μου απαντάει ‘πιστεύεις πως θα μετράω για πάντα τις μέρες που δεν είναι πια εδώ; σήμερα είναι ήδη 5 ολόκληρες’. Γελάμε για να μην κλάψουμε και δεν λέμε τίποτα.
Περνώντας τα χρόνια δεν μπόρεσα ποτέ, για κάποιο λόγο, να ξεχάσω αυτόν το διάλογο. Σήμερα και αφού έχουν μεσολαβήσει τουλάχιστον 5 χρόνια που λόγω σπουδών, άλλων πόλεων, άλλων επιλογών, δεν έχουμε βρεθεί ούτε μιλήσει, πέφτουμε τυχαία ο ένας πάνω στον άλλο στο δρόμο.
Αφού λέμε στο πόδι τα βασικά και τελειώνουμε με τα κλισέ ‘πω πω μεγαλώσαμε’ και ‘πω πω τι ήμασταν-τι γίναμε-πού πάμε’, την ώρα που αποφασίζουμε να χωριστούμε, με κοιτάει σαν να ήξερε πως το θυμάμαι, χαμογελάει όλο χαρά και λέει ‘δεν σταματάς ποτέ να τις μετράς, δεν θες και δεν πειράζει’.
Και να λοιπόν πώς θυμήθηκα, και μάλιστα με τον πιο ουσιαστικό τρόπο, ότι είμαστε φτιαγμένοι για να επιβιώνουμε και να προχωράμε. Η ζωή ακόμα και μέσα στις πιο ακραίες καταστάσεις θα σε σπρώξει και θα πας παρακάτω. Και ακριβώς γι’ αυτό είναι τόσο κρίμα να αναλωνόμαστε σε φοβίες, άγχη και μιζέριες για πράγματα που δεν έχουν συμβεί καν και μπορεί να μην συμβούν και ποτέ.
Γιατί κι αν τελικά συμβούν-σκληρό μεν, αληθινό δε-δεν θα σε ρωτήσει κανείς αν μπορείς να προχωρήσεις, θα το κάνεις και θα είναι μονόδρομος.