της Νέλης Χαχάμη
Περπατούσε γρήγορα και νευρικά κι ενώ έμοιαζε να έχει κατεύθυνση και προορισμό, στην πραγματικότητα δεν είχε. Στο μυαλό της έτρεχαν παράλληλα άπειρες σκέψεις και όχι καλές. Ένιωθε το έδαφος πάνω στο οποίο πατούσε αβέβαιο και ρευστό. Κι αν υπήρχε κάτι που δε μπορούσε εύκολα να βγάλει πέρα στη ζωή της αυτό ήταν η αβεβαιότητα.
Ήθελε να είναι σίγουρη για το που στέκεται και το που κατευθύνεται όσο κι αν ήξερε πως η ζωή προφανώς και δεν προβλέπεται. Άλλοτε το διαχειριζόταν και το καταπολεμούσε κι άλλοτε τη νικούσε και υπερίσχυε ο φόβος. Και τότε όλα όσα δεν θα ‘πρεπε να σκέφτεται επανέρχονταν και την κατέτρωγαν.
Όλα είχαν ξεκινήσει νωρίτερα μ’ έναν χαζό, και πια εντελώς συνηθισμένο στην καθημερινότητα διαπληκτισμό, μ’ έναν άγνωστο ο οποίος με την επίσης πια συνηθισμένη αγένεια που χαρακτηρίζει πολλούς είχε μιλήσει όχι όπως αρμόζει σε μια ηλικιωμένη κυρία που ζήτησε τη θέση του στο μετρό. Κι έτσι εκείνη, παρακολουθώντας το επεισόδιο, δεν άντεξε να μην εμπλακεί ώστε να μπει στη θέση του ο αγενέστατος «κύριος» και γρήγορα η κατάσταση ξέφυγε. Όπως σε κάθε τέτοια περίσταση με μη όμοιους αντιπάλους, ο νοητικά και πνευματικά κατώτερος κατάφερε λόγω των φωνών και των λέξεων που χρησιμοποίησε να την κάνει να σοκαριστεί, να απηυδήσει και συνεπώς να υποχωρήσει νιώθοντας τόσο ηττημένη που ούτε το χάδι στο χέρι και το «ευχαριστώ» της συγκινημένης ηλικιωμένης κυρίας δεν την ανακούφισαν.
Και τώρα ενώ είχε περάσει τόση ώρα και ενώ πια ήταν πολύ μεγάλη για να επιτρέπει στον εαυτό της να παραδίδεται έτσι στην ασχήμια του κόσμου και στα θορυβώδη ανθρωποειδή γύρω της, ένιωθε το σώμα της να μη χωράει τον θυμό και την απελπισία της.
Γιατί οι άνθρωποι να μπορούν τόσο απλά να φέρουν στην επιφάνεια τον χειρότερο εαυτό τους και τα πιο σκοτεινά τους ένστικτα και μάλιστα σε αγνώστους και παράλληλα να είναι τόσο ανίκανοι για το «προς τα μπροστά»; Γιατί κάποιος ο οποίος καταναλώνει τόση ενέργεια και τόσο πάθος για να βρίσει και να μαλώσει, δε φροντίζει να μάθει να επεξεργάζεται; Πώς στην εποχή των επεξεργασμένων πάντων, εμείς ως άνθρωποι είμαστε τόσο ανεπεξέργαστοι;
Δεν άντεχε να σκέφτεται πως η ευγένεια αντικαταστάθηκε από την αγένεια, πως τα αυτονόητα έγιναν περιζήτητα, πως η σιωπή χαρακτηρίστηκε πια αδυναμία και πως ο κόσμος αντί να ανατραπεί και να λάμψει ανατράπηκε και βουλιάζει.
Ανέκφραστα πρόσωπα, απαθή βλέμματα και ψυχές, αγενή και νευρικά ανθρωπάκια. Αυτό είναι πια το κατεστημένο κι όχι η ατυχής μειοψηφία. Πώς ανέχονται όλοι να ζουν μ’ αυτό το βάρος φορτωμένο στις πλάτες; Ή μήπως δεν είναι για όλους βάρος; Ή μήπως δε μπαίνει κανείς στη διαδικασία να δει γύρω του λες και δε ζει σε κοινωνικό σύνολο; Της ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσει να συμβιβαστεί με την απάντηση, την οποία δυστυχώς ήξερε.
Συνέχισε να περπατάει αλλά πιο αργά και πιο χαλαρά. Είχε κουραστεί και σωματικά. Σήκωσε το βλέμμα της ψάχνοντας ασυνείδητα κάτι να δει, κάτι που θα έμοιαζε με φάρο σε μια απέραντη, φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και σαν σε ταινία βρήκε το «κάτι» της: ο «εκείνος» την περίμενε στο τέλος του δρόμου –που αρχικά έμοιαζε να μην έχει σκοπό και προορισμό–για να της θυμίσει απλώς και μόνο δια της παρουσίας του πως το φως πάντα θα υπάρχει για όσους αρνούνται με σθένος να παραδοθούν στο σκοτάδι.
Υ.Γ. «Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ‘χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο.»
Οδυσσέας Ελύτης