Γράφει ο
Δημήτρης Λάμπρου
Δημοσιογράφος
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι ολόκληρη η ακολουθία της Μεγάλης Τετάρτης είναι αφιερωμένη στη μετανοημένη πόρνη που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού, σαν η εβδομάδα του Θείου Δράματος να μην περιλαμβάνει άλλα σημαντικά περιστατικά που θα μπορούσε να επιλεγούν και να κοινωνηθούν στο σώμα της Εκκλησίας.
Η επιλογή έχει τη σημασία της. Όπως έχουμε ξαναγράψει στόχος είναι να δειχτεί ότι ο χριστιανισμός δεν είναι ένα σύστημα κανόνων και δοξασιών, δεν είναι μια νομική κατασκευή ή ένας τρόπος του ορθώς και ηθικώς φέρεσθαι, αλλά μια βιωματική εμπειρία. Ο πιστός από τη στιγμή που προσέρχεται σε Εκείνον ξαναγεννιέται, ξεκινά μια νέα ζωή. Ζει εν Χριστώ. Δεν ασκούν πάνω του κανέναν καταναγκασμό οι επιταγές του νόμου, οι τιμωρίες και οι ηθικές προσταγές που απορρέουν από αυτόν.
Η αγάπη, η καλοσύνη πληρούν την καρδιά του πιστού κι όλες οι πράξεις του έχουν αυτό το κίνητρο, έτσι που δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν τηρείται το γράμμα του Μωσαϊκού νόμου. Προϋπόθεση για όλα αυτά, η βαθιά, η γνήσια, η ειλικρινής, η λυτρωτική μετάνοια, τα δάκρυα της οποίας καθαρίζουν το σώμα και την ψυχή του αμαρτωλού όποιες και όσο βαριές αμαρτίες κι αν έχει διαπράξει.
Βρίσκεται λοιπόν ο Ιησούς στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου, που όπως όλοι οι Φαρισαίοι ήταν επιδεικτικός στους τύπους και κενός στην ουσία. Ενώ το δείπνο ήταν σε εξέλιξη, μια γυναίκα αμαρτωλή γονατίζει μπροστά στον Ιησού, αλείφει με μύρο τα πόδια του και τα σκουπίζει με τα δάκρυα και τα μαλλιά της. Δηλώνει τη μετάνοιά της και ζητά τη συγχώρεση του Κυρίου. Εκείνος την αποδέχεται. Πρόκειται για την ίδια γυναίκα, τη μοιχαλίδα, την οποία ο Ιησούς γλίτωσε από τον όχλο που ετοιμαζόταν να τη λιθοβολήσει.
Και πάλι τότε οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, που σε κάθε βήμα προσπαθούσαν να φέρουν σε δύσκολη θέση τον Ιησού, την είχαν οδηγήσει μπροστά του και του είχαν δήθεν αθώα πει: «Τι να την κάνουμε αυτή, δάσκαλε; Είναι μοιχαλίδα και ο Μωσαϊκός νόμος προστάζει να την λιθοβολήσουμε». Έτρεμε η γυναίκα κάτω από το βάρος του αμείλικτου νόμου, που σε λίγο θα σκέπαζε το βασανισμένο κορμί της με τις σωρούς των λίθων του εξιλασμού.
Όμως και η θέση του Ιησού ήταν δύσκολη. Τι κρίση να εκφέρει; Οι εχθροί του καραδοκούσαν. Θα παραβίαζε τον αρχαίο νόμο, οπότε θα υφίστατο τιμωρία εξίσου σκληρή με τη μοιχαλίδα; Ή θα τον τηρούσε, οπότε θα εξευτελιζόταν ως νέος κριτής που ήρθε να γκρεμίσει τα παλιά παραδεδεγμένα; «Συ ουν τι λέγεις;» επέμεναν οι Φαρισαίοι. «Συ ουν τι λέγεις;» Εκείνος, αφού έγραψε στο χώμα κάποιες άγνωστες φράσεις για τις οποίες δεν μας διαφωτίζει ο Ευαγγελιστής, σήκωσε το γαλήνιο βλέμμα του, κοίταξε σταθερά τον άγριο όχλο και αναφώνησε: «Πρώτος ο αναμάρτητος τον λίθον βαλέτω». Και αμέσως ξανάσκυψε στο χώμα και συνέχισε να γράφει με το δάχτυλό του.
Ο τόπος γύρω ήταν γεμάτος λιθάρια και πέτρες, όμως κανείς δεν έσκυψε να πιάσει ούτε μία. Ένας ένας άρχισαν να φεύγουν και τότε ο Ιησούς σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τη γυναίκα. «Πού βρίσκονται οι κατήγοροί σου; Δεν σε καταδίκασε κανείς;» της είπε. «Κανείς, Κύριε» του απάντησε. «Ούτε εγώ σε καταδικάζω. Πορεύου και μηκέτι αμάρτανε».
Αυτή λοιπόν η γυναίκα, τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει τότε, έκανε πράξη αυτά τα σωτήρια λόγια και έσπευσε με το πολύτιμο μύρο, το ακριβό άρωμα, να αλείψει τα μαλλιά, το σώμα και τα πόδια του Ιησού. Και τώρα και αυτή τη φορά οι Φαρισαίοι και ο οικοδεσπότης τους o Σίμωνας αγανάκτησαν. «Πώς είναι δυνατόν;», έλεγαν. « Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν άγιος, θα ήξερε τι ποιότητας γυναίκα είναι αυτή και δεν θα της επέτρεπε ούτε να τον πλησιάσει». Και οι μαθητές του Ιησού δυστρόπησαν και κυρίως ο Ιούδας. Μήπως δε θα’ ταν συνεπέστερο με τη διδασκαλία τους να πουλήσουν το πολύτιμο μύρο για τριακόσια δηνάρια και να τα μοιράσουν στους φτωχούς;
Ο Ιησούς αποστομώνει τους υποκριτές Φαρισαίους, τους τυπολάτρες, τους εγωιστές, τους κριτές των πάντων, εξυψώνοντας την αμαρτωλή γυναίκα που περνάει από την ευγνωμοσύνη στην ταπείνωση κι από εκεί στην ειλικρινή μετάνοια. Αργότερα οι Πατέρες της Εκκλησίας θα θεολογίσουν πάνω σ’ αυτό, που συνοπτικά μπορεί να εκφραστεί ως εξής: καλύτερα να είσαι αμαρτωλός με συναίσθηση και μετάνοια, παρά δίκαιος με ορθά έργα, αλλά εγωιστής και υπερόπτης. Έτσι το νόημα της ιστορίας της αμαρτωλής γυναίκας είναι η προτροπή στη μίμησή της. Όχι φυσικά στην αμαρτία, αλλά στη μετάνοια.
Γι’ αυτή την αμαρτωλή γυναίκα έχει γραφεί ένας από τους ωραιότερους ύμνους της εκκλησιαστικής μας υμνογραφίας από την Κασσιανή, μια Βυζαντινή πριγκίπισσα και μοναχή, που πολλοί κακώς ταυτίζουν με την αμαρτωλή γυναίκα της Αγίας Γραφής:
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Μέσα από το αυστηρό Βυζάντιο με τις κατανυκτικές, μυσταγωγικές τελετουργίες και τη λαμπρή υμνογραφία, μέσα από τις στοές των μοναστηριών, τις εκκλησιές των φτωχών ενοριών και τα ξωκλήσια, κάθε Μεγάλη Τρίτη βράδυ η αμαρτωλή γυναίκα μας καλεί στην ταπείνωση και τη μετάνοια.
Γιατί η ειλικρινής μετάνοια είναι η απάντηση. Η απάντηση που δεν μπορούν να δώσουν οι επιδεικτικές λειτουργίες με τα χρυσοστόλιστα άμφια και τους επίσημους της πρώτης γραμμής παρισταμένους, όπως μας δίδαξε σ’ αυτή την ιστορία ο Κύριος. Αυτή, η μετάνοια, είναι η απάντηση στη βαθιά υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου.
Και ίσως η απάντηση στο αέναα επανερχόμενο μελωδικό ερώτημα της Κασσιανής: «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;»