Τελευταία Νέα

*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

του Δημήτρη Λάμπρου

Σχεδόν όλοι οι Βοιωτοί ξέρουν ποιο είναι το Στεβενίκο αλλά πόσοι γνωρίζουν το Κασκαβέλι η τον Κουτουμουλά; Ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν ότι έγιναν πολλές… δοκιμές πριν η (Παλαιο)Παναγιά μετονομαστεί τελικά Ασκρη και πως το οικωνύμιο Ελικών(ας) που είχε μεγάλη ζήτηση από τα χωριά του βουνού των Μουσών, δόθηκε και στα Χόστια που τελικά έγιναν Πρόδρομος και το όνομα κέρδισε το Ζερίκι. Η ιστορία της μετονομασίας των ελληνικών οικισμών (την οποία μπορείτε να διαβάσετε στο παρόν άρθρο μετά τους πίνακες) ξεκινάει με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, λαμβάνει διαστάσεις από το 1910 περίπου μέχρι και το 1970 -60 χρόνια- όταν και ολοκληρώνεται ουσιαστικά. Η Βοιωτία δεν ήταν δυνατόν να λείψει από τη μανία μετονομασίας -περισσότεροι από 60 οικισμοί έλαβαν νέα ελληνογενή ονόματα- σε πολλές περιπτώσεις επιτυχημένα και σε άλλες όχι. Εντυπωσιακή είναι η επιβίωση των παλαιών -ξενικών- τοπωνυμίων και οικωνυμίων ένα αιώνα μετά την αλλαγή τους. Δείτε τις μεταβολές.

Η συγκρότηση του ελληνικού κράτους συνοδεύτηκε από μια εκτεταμένη και μακροχρόνια προσπάθεια για την εδραίωση μιας εθνικής ταυτότητας, η οποία αποτυπώθηκε και στον γεωγραφικό χάρτη. Ο εξελληνισμός των τοπωνυμίων, δηλαδή η συστηματική αντικατάσταση των ονομασιών οικισμών ξενικής προέλευσης ή «βάρβαρων» με ελληνικά ή αρχαιοπρεπή ονόματα, αποτέλεσε ένα κεντρικό, αλλά και αμφιλεγόμενο, κεφάλαιο αυτής της εθνικής πολιτικής.

Η πρώτη καταγεγραμμένη μετονομασία είχε έντονο συμβολικό χαρακτήρα. Ήδη από τις 9 Μαΐου 1822, με τον νόμο υπ’ αρ. 15, το χωριό Πιάδα (ή Πεδιάδα), τόπος σύγκλησης της Α’ Εθνοσυνέλευσης, μετονομάστηκε Νέα Επίδαυρος. Οπως σημειώνεται, αυτή η πράξη ήταν «μία πράξη με μεγάλο συμβολικό φορτίο καθώς συνδέει το νέο κράτος που δημιουργείται με την κλασική αρχαιότητα». Η συστηματική προσπάθεια ξεκίνησε αργότερα, το 1833, με το διάταγμα «περὶ τῆς διαιρέσεως τοῦ Βασιλείου καὶ τῆς διοικήσεως αὐτοῦ». Η αιτιολογία της απόφασης ήταν σαφής: «Τὰ βάρβαρα ὀνόματα καὶ τὰ κακόφωνα ἑλληνικὰ λυποῦσι μὲν τὸ γλωσσικὸν αἴσθημα, ἔχουσι δὲ καὶ ἐπιβλαβῆ μορφωτικὴν ἐπήρειαν εἰς τοὺς κατοικοῦντας… ἀλλὰ καὶ παρέχουσι ψευδῆ ὑπόνοιαν τῆς ἐθνικῆς συστάσεως τοῦ πληθυσμοῦ τῶν χωρίων ἐκείνων». Αυτή η αρχική φάση περιλάμβανε μετονομασίες όπως η Βοστίτσα σε Αίγιον και η Τροπολιτσά σε Τρίπολιν.

Η πολιτική των μετονομασιών εντάθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, κυρίως λόγω της ενσωμάτωσης των Νέων Χωρών, οι οποίες έφεραν χιλιάδες «βάρβαρα» τοπωνύμια. Το 70% των συνολικά 4.980 μετονομασιών πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1910-1940, με τη Μακεδονία να κατέχει τα πρωτεία. Για την υλοποίηση του έργου συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή στην οποία συμμετείχαν κορυφαίοι διανοούμενοι, όπως ο Νικόλαος Πολίτης, ο πατέρας της ελληνικής Λαογραφίας, και ακαδημαϊκοί όπως οι Σπυρίδων Λάμπρος και Κωνσταντίνος Αμαντος. Ωστόσο, στην επιτροπή δεν υπήρχε πάντοτε ομοφωνία. Υπήρχε έντονη διαφωνία μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν την πλήρη εκκαθάριση των ξένων ονομάτων, όπως ο Δημήτριος Καμπούρογλους, ο οποίος δήλωνε ότι «επί της ελληνικής γης δεν πρέπει να μείνη τίποτε μη ελληνικόν», και εκείνων που τόνιζαν την ιστορική αξία των ονομασιών. Ο Νικόλαος Πολίτης, παρά την αρχική του συμμετοχή, διακήρυττε το 1920 ότι τα τοπωνύμια αποτελούν «ζωντανά μνημεία» της ιστορίας, ειδικά όσα συνδέονταν με την Ελληνική Επανάσταση (π.χ. Αράχωβα, Δερβενάκια), χαρακτηρίζοντας κάθε αλλαγή τους ως «βεβήλωση των ιερών». Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο ιστορικός Α. Μηλιαράκης, ο οποίος το 1892 έγραφε: «Ἂν τὰ ὀνόματα ταῦτα εἶναι ἴχνη διαβάσεως ξένων φυλῶν, τὶς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαγράφῃ τὰ ἴχνη ταῦτα ἐκ τῆς ἱστορίας;».

Η αρχική βραδύτητα της επιτροπής (μόλις 9 μετονομασίες μεταξύ 1910-1914) οδήγησε σε κυβερνητική παρέμβαση. Το 1919, η επιτροπή ανακοίνωσε την απόφασή της να εντείνει τις προσπάθειες για την «ἐκβολὴ ὅλων τῶν τουρκοφώνων ὀνομάτων… τὰ ὁποῖα μολύνουσι καὶ ἀσχημίζουσι τὴν ὄψιν τῆς ὡραίας ἡμῶν πατρίδος». Η κορύφωση της προσπάθειας επήλθε με το διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1926, το οποίο επέτρεπε την αλλαγή «ξενόφωνα ἢ κακόηχα ὀνόματα συνοικισμῶν, πόλεων ἢ κωμῶν» και, κυρίως, απαγόρευε απολύτως τη χρήση των παλαιών ονομάτων, προβλέποντας πρόστιμα ή κράτηση για τους παραβάτες. Το διάταγμα αυτό υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματικό, οδηγώντας στη μετονομασία περίπου 2.500 οικισμών μέχρι το 1928. Οι ρυθμοί συνεχίστηκαν, αν και με διακυμάνσεις: μεταξύ 1929 και 1952 καταγράφηκαν 354 μετονομασίες, ενώ ακολούθησε μια νέα έξαρση την πενταετία 1953-1957 με 760 μετονομασίες και άλλες 326 μεταξύ 1958 και 1971. Έκτοτε, οι μετονομασίες έγιναν σπάνιες, καθώς ο στόχος του εξελληνισμού θεωρήθηκε επιτευχθείς, με περίπου τα μισά ονόματα των οικισμών της Ελλάδας να έχουν αλλάξει. Ωστόσο, το φαινόμενο δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως. Μετά το 2000, οι αλλαγές αφορούν κυρίως διορθώσεις ή διολισθήσεις στη δημοτική, αν και υπάρχουν και πρόσφατες περιπτώσεις, όπως η μετονομασία του Νεοχωρίου Αρκαδίας σε Κάτω Κούτρουφα το 2020.

Η ταχύτητα και η έλλειψη προσοχής στη διαδικασία είχαν ως αποτέλεσμα μια αμφισβητούμενη ποιότητα στις νέες ονομασίες. Ο χάρτης της Ελλάδας γέμισε με επαναλαμβανόμενα ονόματα, όπως η «Καλλιθέα» (44 φορές), η «Δάφνη» (24 φορές) και το «Κρυονέρι» (17 φορές), καθώς και με πληθώρα ονομάτων που σχετίζονταν με τη χλωρίδα, τη γεωγραφία ή θρησκευτικές αναφορές (π.χ. 22 Μηλιές, 25 Καλύβια, εκατοντάδες Άγιοι). Παρατηρήθηκαν μάλιστα περιπτώσεις ανιστόρητων μετονομασιών, όπου επιλέχθηκαν ονόματα αρχαίων πόλεων που βρίσκονταν σε εντελώς διαφορετικές γεωγραφικές θέσεις, όπως η μετονομασία της Ραψίστας σε «Γόμφοι» ή του Τσιοτίου σε «Φαρκαδόνα». Σε άλλες περιπτώσεις, οικισμοί άλλαξαν όνομα περισσότερες από μία φορά, όπως το Τορσουνλάρ Λαρίσης, που μετονομάστηκε διαδοχικά σε Θωμαΐ (1919), Νεράιδα (1957) και Ραχούλα (1959). Παρά την κρατική επιβολή, η αντίδραση των κατοίκων ήταν συχνά ισχυρή. Οι κάτοικοι των Σπετσών αντέδρασαν στην ονομασία «Τιπάρηνον», ενώ οι Κερασοβίτες ζήτησαν την επαναφορά του παλιού ονόματος, παρά την ξενική κατάληξη «-οβο». Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στο Μπράλο (που έγινε διαδοχικά «Βράλον», «Κυτίνιον», «Δελφοί» και «Γραβιά»), ο λαός επέμενε και συνεχίζει να χρησιμοποιεί την παλαιά ονομασία. Η επιμονή των τοπικών κοινωνιών οδήγησε σε υποχωρήσεις της πολιτείας, επιτρέποντας τη διατήρηση ιστορικών ονομάτων σλαβικής προέλευσης, όπως η Αρτοτίνα και τα Σέρβια.

Συνοψίζοντας, ο εξελληνισμός των τοπωνυμίων υπήρξε μια εθνική επιχείρηση με σαφή ιδεολογική στόχευση, που μετέβαλε ριζικά τον γεωγραφικό χάρτη της Ελλάδας. Ενώ πέτυχε τον στόχο της εξάλειψης των ξενόφωνων ονομάτων, άφησε πίσω του μια κληρονομιά αντιπαραθέσεων, αμφισβητούμενης ποιότητας και, σε πολλές περιπτώσεις, την απώλεια πολύτιμων ιστορικών ιχνών που μαρτυρούσαν τη διαχρονική πολυπολιτισμική ιστορία του τόπου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο