*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
του Τάκη Γεράρδη*
Μέρος 1ο:Η κατάβαση της ψυχής και το τίμημα της μνήμης
Η ανάγκη να γνωρίσει κάποιος το μέλλον, δηλαδή αυτό το παρόν που δεν έχει υπάρξει ακόμη και που κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει πως θα υπάρξει, έχει απασχολήσει την ανθρωπότητα από την πανάρχαια εποχή. Από την αγωνία της ετήσιας σοδειάς, το αβέβαιο κάποιου ταξιδιού, την έκβαση μιας ασθένειας ή ενός πολέμου, ξεκινά ο δρόμος που οδηγεί και στην αναζήτηση της μεταθανάτιας ζωής. Έτσι προέκυψαν στο ιστορικό προσκήνιο οι υπαρξιακές ανησυχίες, που γέννησαν με τη σειρά τους θρησκείες, ιερατεία, αλλά και μαντεία, όπου μέσω διαφορετικών μεθόδων, αναζητούνται απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματα που πλανώνται στο νου των ανθρώπων, σχετικά με το ποιοι είμαστε; Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε;
Με τη βοήθεια του Πλούταρχου και του Παυσανία θα σταθούμε στο μαντείο του Τροφώνιου στη Λιβαδειά, θα εστιάσουμε σε ορισμένα σημεία, τα οποία σηματοδοτούν όχι μόνο ιστορικά συμβάντα αλλά και μυητικά μυστικά.
Η καταγωγή του μαντείου χάνεται στα χρόνια της Αργοναυτικής εκστρατείας. Όπως φαίνεται απ’ τις μαρτυρίες, το μαντείο μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια ήταν ενεργό και θεωρούνταν αξιόπιστο. Ο Τροφώνιος περιγράφεται σαν μια χθόνια θεότητα που όπως υποδηλώνει και το όνομά του, αρχικά σχετιζόταν με την βλάστηση, τους καρπούς και την γονιμότητα.
Στους ιστορικούς χρόνους και μετά την επικράτηση των Ολύμπιων θεών, ο Τροφώνιος παρουσιάζεται κάτι μεταξύ ήρωα και ημίθεου και συνδέεται με τον Απόλλωνα και τις ιερές αρχιτεκτονικές κατασκευές. Αλλά στο μαντείο του, η μέθοδος χρησμοδότησης δια της καθόδου του ικέτη στα βάθη της γης, παρέμεινε πάντα η ίδια.
Ο Εργίνος κάποτε ξαναπαντρεύτηκε, πήρε μια νέα γυναίκα κι απέκτησε δίδυμους γιους, τον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη. Λέγεται πως ο Τροφώνιος ήταν γιος του Απόλλωνα κι όχι του Εργίνου κι αυτό πίστευαν όποιοι πήγαιναν για χρησμό στο μαντείο του. Μεγαλώνοντας τα δυο παιδιά έγιναν γνωστά για την ικανότητά τους στις κατασκευές ιερών για τους θεούς και ανακτόρων για τους ανθρώπους. Έχτισαν και ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και τον θησαυρό του Υριέα. Εδώ έβαλαν μια πέτρα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να την αφαιρούν απέξω. Έτσι έκλεβαν κάθε φορά ένα μερίδιο από αυτά που κρύβονταν εκεί μέσα. Ο Υριέας έμεινε άναυδος βλέποντας τις κλειδαριές απείραχτες, ενώ ο θησαυρός του συνεχώς λιγόστευε.
Έστησε λοιπόν παγίδες στα δοχεία με το ασήμι και το χρυσό κι έτσι πιάστηκε ο Αγαμήδης. Για να μην τον βασανίσουν όταν ξημερώσει, ο Τροφώνιος του έκοψε το κεφάλι. Κατά μία άλλη εκδοχή, όταν έχτισαν το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, οι ιερείς τους είπαν:
‘’Ζήστε χαρούμενα και δοθείτε σε όλες τις απολαύσεις για έξι μέρες. Την έβδομη μέρα η επιθυμία της καρδιάς σας θα πραγματοποιηθεί’’.
Την έβδομη μέρα οι δίδυμοι βρέθηκαν πεθαμένοι στα κρεβάτια τους. Γι αυτό από τότε λέγεται:
‘’ όσους αγαπούν οι θεοί τους παίρνουν κοντά τους’’.
Αυτή η εκδοχή του θανάτου των διδύμων αναφέρεται σε θυσίες που γίνονταν με την ανέγερση ενός καινούργιου ναού. Στο Άργος, ως αντικαταστάτες των δύο συμβασιλέων που έπρεπε να θυσιαστούν διαλέγονταν δυο δίδυμοι οι οποίοι, αφού ζεύονταν στη θέση των λευκών ταύρων, έσερναν τελετουργικά την άμαξα και κατόπιν θάβονταν στο κατώφλι του ναού. (Ο βους είναι ένα μοτίβο των όμοιων αυτών θρύλων. Βουδεία ή Βουζύγη ονομαζόταν μια πριγκίπισσα από τον Ορχομενό). Στις μέρες μας, σαν απόηχο αυτών των δοξασιών, ας θυμηθούμε την ιστορία με την γυναίκα του Πρωτομάστορα στο δημοτικό τραγούδι ‘’το γεφύρι της Άρτας’’, αλλά και τη συνήθεια να σφάζεται ένας κόκορας στη θεμελίωση ενός οικοδομήματος.
Ο Τροφώνιος ακόμη υπήρξε το πρότυπο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε ο βίος του Αγίου Τρύφωνα, του μάρτυρα της χριστιανικής εκκλησίας. Ο Άγιος Τρύφωνας σύμφωνα με τη ‘’βιογραφία’’ του κατοικεί σε μέρος όπου κοντά υπάρχει λίμνη – όπως ο Τροφώνιος κοντά στην Κωπαΐδα – έβοσκε χήνες – στοιχείο που θα το βρούμε παρακάτω στην ανάπτυξη του μύθου – κι επειδή στους αγρούς της περιοχής του, στα αμπέλια και στα χωράφια είχαν πέσει αρρώστιες, αυτός με προσευχές κι εξαγνιστικά ξόρκια εξυγίανε τον τόπο που ξανακάρπισε. Επανέλαβε δηλαδή αυτά που οι θεότητες βλάστησης και καρποφορίας του αρχαίου κόσμου έκαναν. Ο θάνατος δε του Αγίου Τρύφωνα με αποκεφαλισμό, βασικό στοιχείο της αγιοποίησής του παραπέμπει άμεσα στην πρώτη και παλιότερη εκδοχή του μύθου του Τροφώνιου και του Αγαμήδη. Η φιγούρα του χριστιανικού κατασκευασμένου Αγίου μοιάζει να αφομοιώνει το καθοριστικό τελεστικό και εξαγνιστικό στοιχείο όπου από το ζεύγος των διδύμων ο ένας αποκεφαλίζεται κι ο άλλος θεοποιείται.
Γιατί στην πραγματικότητα οι δίδυμοι Τροφώνιος και Αγαμήδης υπήρξαν μύστες πολλών μυστηρίων από όπου απέκτησαν και τις γνώσεις τους για τις Ιερές κατασκευές. Το δε Μαντείο του Τροφώνιου υπήρξε κέντρο σπουδαίων μυητικών περιστατικών. Κάποια άλλη εκδοχή υποστήριζε πως ο Τροφώνιος πέθανε όταν άνοιξε η γη και τον κατάπιε εκεί που ήταν το χάσμα του Αγαμήδη, στο Άλσος της Λιβαδειάς.
Κοντά στον Ορχομενό είναι η Λιβαδειά που πήρε το όνομά της από τον Λέβαδο, αγνώστου πατρός, όταν αυτός ήρθε από την Αθήνα, εγκαταστάθηκε και έδρασε εκεί. Το προηγούμενο όνομα της Λιβαδειάς ήταν Μίδεια κι οι κάτοικοι κατοικούσαν πιο ψηλά. Λέβεδος ονομαζόταν και μια αποικία στην Ιωνία όπου εκεί σύμφωνα με τα στοιχεία γινόταν η ετήσια συνέλευση της αρχαίας συντεχνίας οικοδόμων ιερών κατασκευών ’’Διονυσιακοί Τεχνίτες’’. Από το Άλσος του Τροφώνιου τη Λιβαδειά την χώριζε ο ποταμός Έρκυνα. Λέγεται πως η Έρκυνα έπαιζε εκεί με την Περσεφόνη κρατώντας στα χέρια της μια χήνα. Η χήνα ξέφυγε από τα χέρια της Έρκυνας και κρύφτηκε κάτω από μια πέτρα. Η Περσεφόνη μπήκε στη σπηλιά, σήκωσε την πέτρα για να πιάσει τη χήνα κι από εκεί ανάβλυσε νερό από όπου δημιουργήθηκε το ποτάμι.
Σε κάθε θυσία ο μάντης που παρευρίσκονταν εξέταζε τα σπλάχνα και προέλεγε στον ικέτη αν ο Τροφώνιος ήταν ευμενής μαζί του. Τα σπλάχνα του θυσιαζόμενου κριαριού που ο ικέτης τη νύχτα της καθόδου του στο άντρο έριχνε σε έναν βόθρο, επικαλούμενος τον Αγαμήδη, φανέρωναν τις προθέσεις του Τροφώνιου καλλίτερα από ό,τι άλλων ζώων.
Ο ικέτης έπρεπε να πιει πρώτα από μια πηγή το λεγόμενο νερό της Λήθης για να ξεχάσει όλα όσα προηγουμένως σκέπτονταν. Κατόπιν, μετά την επάνοδό του, έπρεπε να πιει από το νερό της Μνημοσύνης για να μπορέσει να θυμηθεί αυτά που θα βίωνε. Οι ιερείς κατόπιν έδειχναν στον ικέτη ένα άγαλμα που ήταν έργο του Δαίδαλου, και που δεν το είχαν σε κοινή θέα. Αυτός προσευχόταν, λάτρευε και ντυνόταν με λινό χιτώνα και ντόπια υποδήματα και περιζωνόταν με ταινίες ως θύμα για θυσιασμό.
Το νερό της Λήθης είναι ο παράγοντας για να μείνει ο κόσμος της καθημερινότητας του ικέτη μακριά. Μικρές ή μεγάλες ανησυχίες, φοβίες, αλλά κι επίπλαστη γνώση δεν έχουν θέση στις μυήσεις και στις τελετές. Ο μύστης πρέπει να είναι αγνός κι απαλλαγμένος από νοητικά κατασκευάσματα, από κοινωνικές συνθήκες αλλά κι από δεσμεύσεις, έτσι που ο ψυχολογικός του κόσμος να μετατραπεί σε καταλύτη για τα επερχόμενα συμβάντα. Άλλωστε θαύματα γίνονται μόνο για όσους πιστεύουν στα θαύματα.
Το νερό της Μνημοσύνης, που έπιναν οι ικέτες όταν επέστρεφαν από την κάθοδό τους στο άντρο, βοηθούσε τους ικέτες να θυμηθούν αυτά που είχαν βιώσει. Μετά την επάνοδό τους ήταν υποχρεωμένοι να τα γράφουν κωδικοποιημένα σε πινακίδες. Οι περισσότερες δυστυχώς έχουν χαθεί ή βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές. Ο Έλγιν αφιέρωσε στο Μαντείο του Τροφώνιου περισσότερο χρόνο από ό,τι στην Ακρόπολη.
Στον πυθμένα υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα που οδηγούσε βαθύτερα κι όταν ο ικέτης ήταν έτοιμος να κατέβει, ξάπλωνε ανάσκελα στο έδαφος, κρατώντας στο κάθε χέρι του μια κριθαρένια πίτα ζυμωμένη με μέλι κι έσπρωχνε τα πόδια του στο χάσμα. Μόλις έφτανε μέχρι τα γόνατα ένα ορμητικό ρεύμα, σαν δύνη ασυγκράτητου χειμάρρου, τον ρουφούσε προς τα κάτω. Οι ικέτες οι οποίοι επέστρεφαν ήταν σε μια οριακή κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης. Βρίσκονταν δε στο πυθμένα του χάσματος, με τα πόδια μπροστά αλλά χωρίς τις μελόπιτες, που είχαν κρατηθεί από τα χθόνια πνεύματα σαν προσφορά για τον Τροφώνιο.
Από όσους βρέθηκαν στο άδυτο, άλλοι άκουσαν πράγματα και άλλοι είδαν. Κανένας δεν έπαθε τίποτε, ‘’ εκτός από έναν σωματοφύλακα του Δημητρίου, που δεν εκπλήρωσε καμιά από τις καθιερωμένες ιεροτελεστίες στο ναό και κατέβηκε όχι για να συμβουλευτεί το Θεό. Αλλά για να κλέψει ασήμι και χρυσό απ’ το άδυτο. Λέγεται πως ο νεκρός του αναδύθηκε σε άλλο μέρος και δεν βγήκε από το στόμιο που είχε κατέλθει’’.
Θα συνεχίσουμε με το 2ο μέρος.
*Ο Τάκης Γεράρδης γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Σπούδασε οικονομικά στη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά και δημοσιογραφία στο Frei Universitat Berlin. Από το 1991 μέχρι το 1997 εξέδιδε το μηνιαίο περιοδικό ”Ο καφές”. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί. Ζει στην Αθήνα. Εχει πλούσια συγγραφική δραστηριότητα: Ηφαιστιογενή πετρώματα, Αθήνα 1988, ποιήματα. Καφές ένα αραβικό παραμύθι, 1999, Τροχαλία, δοκίμιο. Άλογα και φίλιπποι εν δράσει, 2000, Alta grafico, δοκίμιο. Το αλφαβητάρι του καφέ, 2001, Alta grafico, δοκίμιο. Τα κομπολόγια, 2015, Κέδρος, μυθιστόρημα. Το καμίνι, 2016. Κέδρος, μυθιστόρημα. Η Κουρελού, 2021, Φιλιππότης, διηγήματα Ο Οιδίποδας στην Τήνο, 2022, Φιλιππότης, αστ. μυθιστόρημα Ο Τυπογράφος, 2022, Γραφή, μυθιστόρημα.