Τελευταία Νέα

της Κωνσταντίνας Λάμπρου

Φιλολόγου

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) ως θεμελιώδης πυλώνας της ελληνικής λογοτεχνίας, δεν χρειάζεται συστάσεις. Μέσα στο πλήθος των «αδαμάντινων» διηγημάτων του, μας άφησε και τη νουβέλα Η Φόνισσα (1903) , «κοινωνικόν μυθιστόρημα», κατά τον ίδιο, έργο πολυσύνθετο και εμβληματικό, για το οποίο έχουν γραφεί από τους ειδικούς και κριτικούς δεκάδες αξιόλογες ερμηνείες επάλληλες, έως και αντιφατικές. Αναμφίβολα (και παρά ορισμένες τεχνικές ατέλειες του κειμένου που έχει επισημάνει εύστοχα η φιλολογική κριτική) αποτελεί ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα. Λυπάμαι που δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την ταινία της Εύας Νάθενα «Φόνισσα».

Καταρχάς, διότι αν αντιπαραβάλλουμε το κείμενο με την ταινία, διαπιστώνουμε πλήθος παραποιήσεων και διαστρεβλώσεων που αυτό υπέστη από τη διασκευή της Κατερίνας Μπέη. Μια διασκευή εξαρχής προβληματική, αφού όλες οι αλλαγές στην υπόθεση του έργου, αποκλίνοντας εντυπωσιακά από το κείμενο, καταργούν στην ουσία τους πολλαπλούς και αξιοσημείωτους συμβολισμούς που για τον συγγραφέα της Φόνισσας υπήρξαν, αναμφίβολα, κομβικοί και πολυσήμαντοι. Αναφέρω ενδεικτικά τον πρώτο φόνο της εγγονής της Χαδούλας (καθόλου τυχαίο ότι φέρει το όνομα της Φόνισσας – γιαγιάς της και από εκεί «Χαδούλα = χάδι θανάτου;») φόνος που αίφνης παρουσιάζεται χρονικά τελευταίος, ή την αντίδραση της πρωτότοκης κόρης Δελχαρώς στη δολοφονία του βρέφους της, όπου καταγγέλλει τη μάνα της ως φόνισσα, μολονότι η Δελχαρώ «είναι αδύναμη, γεννημένο θύμα, που την περιφρονεί σαφώς η μάνα της. Υπάρχει αποκλειστικά για να μεταδώσει μια ζωή που θα καταλήξει στον θάνατο».

Εξάλλου, η πολυσυζητημένη μεταφυσική εμφάνιση της μητέρας της πρωταγωνίστριας, Δελχαρώς, που την αποκαλεί «Φόνισσα», μια μάνα που κατά τον συγγραφέα « ήτο κακή, βλάσφημος και φθονερά… ήξευρε μάγια» και ιδιοτελής τουλάχιστον όσο και η Φραγκογιαννού, όπως αποδεικνύεται στο ζήτημα τη προίκας. Η ίδια η μάνα της έχει δώσει το παρανόμι «Στριγλίτσα» γεγονός που αποδεικνύουν και οι προγενέστερες πράξεις της, αφού «καταφεύγει στην κλοπή (των γονιών της), στην ψυχική βία και τελικά στον φόνο».

Αξιοσημείωτο είναι και το τέλος της ταινίας όπου η ηρωίδα πέφτει αυτοβούλως στη θάλασσα από έναν τιτάνιο βράχο, θυμίζοντας περισσότερο το Ζάλογγο… παρά την  προσπάθεια και τη διαρκή αγωνία της, έως την τελευταία στιγμή, να σωθεί πολύ κοντά στον Αη – Σώστη, «εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης». Ακόμη και αυτά τα λίγα ενδεικτικά στοιχεία οδηγούν στο προφανές : δεν πρόκειται για μεταφορά της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη(όπως πολλοί θεατές που δεν έχουν διαβάσει το κείμενο, πιστεύουν) και η σύγκριση του κειμένου με την ταινία, όχι μόνον κατακρεουργεί το πρώτο, ακυρώνοντας την συγγραφική πρόθεση του δημιουργού του, αλλά και καταγράφει την ταινία ως ναυάγιο, αντίστοιχο του Τιτανικού.Εξάλλου, και προλαβαίνοντας τους υπέρμαχους της ταινίας, ας παραδεχτούμε πως αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα κάθε δημιουργού να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή. Το ίδιο, ισχύει, όμως και για την κρίση και την αξιολόγησή της από τον θεατή.

Μας απομένει, λοιπόν, να εξετάσουμε την εκδοχή της σκηνοθέτιδος. Μια εκδοχή, που μας προϊδεάζει στην αρχή της ταινίας, ότι εστιάζει κυρίως στην επικαιρότητα του έργου. Ομολογώ ότι παρακολουθώντας την ταινία, με υπομονή και στωικότητα – είναι η αλήθεια – δεν βρήκα καμία αναλογία με τη σύγχρονη εποχή. Το πολιτισμικό υπόβαθρο του 19ου αιώνα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό του 21ου , εκτός αν επιμένει να το εννοεί έτσι μια εμμονική θεώρηση, που προσομοιάζει στο γνωστό σφάλμα της τυπικής λογικής, αυτό της «λήψης του αιτουμένου». Τότε όμως, η όποια εκδοχή γίνεται μια άτεχνη, άνευρη, κακέκτυπη οπτική χωρίς θεμέλια και χωρίς ρεαλιστικό υπόβαθρο.  Έχω την αίσθηση ότι όλες οι προσπάθειες αυτής της θεώρησης, εξαντλήθηκαν σε αυτήν την δήθεν επικαιροποίηση,  οπότε μοιραία και στην κατάδειξη ενός και μόνο μηνύματος : στην διαχρονική καταπίεση των γυναικών. 

Το αποτέλεσμα είναι μια μονοσήμαντη, βολική, απλοϊκή και επιδερμική περιγραφή που εκκινεί από τον 19ο αιώνα και φτάνει ως δήθεν αναλογία επίσης,  στις σύγχρονες γυναικοκτονίες, στην έμφυλη βία, στα κοινωνικά στερεότυπα και γιατί όχι και στο κίνημα #metοο… Με λίγα λόγια, αποτυπώνει την τρέχουσα και ενίοτε ακραία νέο-φεμινιστική λογική. Αυτή η εύκολη και αυθαίρετη, κατά την άποψή μου πάντα, στοχοθεσία εξηγεί ίσως και την διαρκή παλινδρόμηση της πραγμάτευσης του θέματος : άλλοτε προσήλωση στο κείμενο και άλλοτε σημαντική έως ακατανόητη εν πολλοίς, παρέκκλιση / απόκλιση από αυτό. Ωστόσο, ο κύριος Αλέξανδρος έχει στήσει αριστοτεχνικά τις «παγίδες του», όχι μόνο στην ίδια του την ηρωϊδα,, αλλά και στους αναγνώστες «υπονομεύοντας ακόμη και αυτόν τον ίδιο τον ρεαλισμό με τις διαρκείς ανασημασιοδοτήσεις των δεδομένων», με την ειρωνεία για τα ανθρώπινα πανταχού παρούσα, με «τις συνεχείς ανατροπές και τις εκπλήξεις» του ( και τόσα άλλα που δεν χωρούν εδώ σε μια σύντομη ανάλυση ), και συνεπώς, έχει αποκλείσει σοφά και εξαρχής όλες τις ρηχές κα ανάβαθες προσεγγίσεις.

Τα πολλαπλά δυσεξήγητα  και αντικρουόμενα μηνύματα, οι ευρηματικές αφηγηματικές τεχνικές που αφορούν στο χρόνο, τον χώρο, στα πρόσωπα, ή, και η σταθερή νοηματικά ευθραυστότητα των ανθρωπίνων( και τόσα άλλα) μαρτυρούν με τον πιο  αδιαμφισβήτητο τρόπο πως αυτό το μοναδικό και πολυσύνθετο έργο δεν γράφτηκε για να αναδείξει μόνο και μόνο την δυσμενή θέση της γυναίκας στον 19ο αιώνα. Δεν θα ισχυριστώ εδώ πως ο Παπαδιαμάντης αγνοεί αυτήν τη θέση, θα πω, όμως, ότι ως «άριστος κοινωνικός παρατηρητής» και βαθύς ανατόμος και ψυχογράφος της ανθρώπινης φύσης την αποδίδει και την αποκαλύπτει ως μέρος μιας ολόκληρης κοινωνίας, της οποίας τον καμβά υφαίνει αριστουργηματικά, εμβαθύνοντας και υπερβαίνοντας τους κανόνες και της  ηθογραφίας και του νατουραλισμού, για να καταδείξει κυρίως το Κακό που  μολύνει την ανθρώπινη ψυχή και συνείδηση, το Κακό που κυριαρχεί «ρυθμίζοντας τις σχέσεις και τις τύχες των ανθρώπων», το Κακό σε όλες του τις εκφάνσεις αλλά και την αντίστιξή του με αυτήν την «απατηλώς στίλβουσα κοινωνία».

 Αν, λοιπόν, αφαιρέσεις από τη Φόνισσα, αυτήν την ιδιαίτερη συνθήκη,  αν δεν αντιληφθείς τη «διαφορά της πραγματικότητας και του πως αυτή εκλαμβάνεται από την κεντρική ηρωϊδα, την τραγική  Φραγκογιαννού» –τότε δεν έχεις καν αγγίξει τον πυρήνα του έργου. Αυτήν την προβληματική πρόσληψη και διαστρέβλωση της πραγματικότητας εκ μέρους της Φραγκογιαννούς μας αφήνει να ιχνηλατήσουμε ο συγγραφέας .Τα ίχνη είναι πολλά και διάσπαρτα :  ο θεσμός της προίκας βάραινε ως άχθος τον πατέρα και τα αρσενικά παιδιά της οικογένειας, και όχι τις κόρες, «ο πατήρ της ήτο  οικονόμος , εργατικός και φρόνιμος», ο σύζυγος της «ήτο «απλοϊκός, ολιγαρκής και μετριόφρων», επομένως ασήμαντος και περιφρονητέος από την Χαδούλα, όπως και ο μοναδικός γαμπρός της ο Νταντής, (άλλωστε στο παπαδιαμαντικό σύμπαν «οι άνδρες είναι λίγοι, άβαθοι, όχι κακοί , αλλά άβουλοι »), οπότε έχουμε και το πρώτο συμπέρασμα : «οι τύραννοι της ζωής της ηρωίδας δεν είναι πειστικοί».

Την ίδια στιγμή, αναδεικνύεται εμφανώς η ιδιότυπη μητριαρχία καθώς η μόνη αντάξια «αντίπαλος» είναι η μητέρα της, παρομοίου ήθους όπως είδαμε, ενώ και η ίδια ασκεί την πιο τυραννική καταπίεση στις κόρες της, Δελχαρώ, Αμέρσα, και Κρινιώ επιβάλλοντάς τους τη σιωπή, την πλήρη υποταγή, τη στειρότητα και επιδαψιλεύοντάς τους ως αντάλλαγμα την μόνιμη περιφρόνησή της. Τέλος, η «διαστροφή των θεολογικών εννοιών» (το έργο της, οι φόνοι των μικρών κοριτσιών … το παρερμηνεύει ως θεάρεστο), και η «δραματική ειρωνεία, αφού την καλούν ως θεραπεύτρια , αυτήν που σκορπά τον θάνατο» συντείνουν στην παραποίηση της πραγματικότητας, στην παλινδρόμηση ανάμεσα στο «είναι και το «φαίνεσθαι» και τελικά στην «μετατροπή του λογίζομαι στο παραλογίζομαι» της ηρωϊδας και από εκεί στην «αναμέτρησή της με τον εαυτό της ως ατομική ύπαρξη, με το νόημα της ζωής και με  τον Θεό» μέσω των φόνων των μικρών κοριτσιών.

Συνοψίζοντας, η εν λόγω ταινία ουδεμία σχέση έχει με την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Ακόμη και η υποσημείωση ως  βασισμένη ή εμπνευσμένη από αυτήν, μου φαίνεται μετέωρη και έωλη. Ίσως θα μπορούσε να είναι μια άλλη φόνισσα, ή μια οποιαδήποτε φόνισσα της ελληνικής υπαίθρου. Επειδή η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη δεν είναι ένα μόνον ανυπέρβλητο έργο, το αριστούργημά του, αλλά κυρίως επειδή είναι μια «τραγωδία μεγαλοπρεπεστάτη. Η ταπεινή ψυχή της χωρικής, η οποία από μια έμμονη ιδέαν συλλαμβάνει και εκτελεί σειρά κακουργημάτων…μεγαλύνεται δι’ ενός εξαγνισμού αφαντάστου. Η δύναμις του κακού, το οποίον κάμνει με την πεποίθησιν ότι είνε καλόν, είνε τόση μέσα της, ώστε φθάνει να κακουργή  μυστηριωδώς μόνο δια του πόθου, της θελήσεως, της σκέψεως, της υποβολής[…]

Το πραγματικόν και το φανταστικόν συνυφαίνεται εις αυτήν, δια να αποτελέση ένα παράδοξον, αλλά αληθινόν, πιθανό, πιστευτόν άνθρωπον[…] Και είμαι σίγουρη ότι ο κύριος Αλέξανδρος θα υπομειδιά ειρωνικά από εκεί ψηλά, καθώς γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον πως «Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλον- μάλλον το εναντίον».  

Βιβλιογραφία
Massimo Peri, Στην οδό προς τον ελεύθερο πλάγιο λόγο: παρέμβαση, υποκατάσταση ,
διαπλοκή.
Ελένη Πολίτου –Μαρμαρινού, Η ποιητικότητα του παπαδιαμαντικού έργου
Στεργιόπουλος Κώστας, Ο Παπαδιαμάντης σήμερα-διαίρεση και χαρακτηριστικά της
πεζογραφίας του
Μουλλάς Παναγιώτης, Παπαδιαμάντης, αυτοβιογραφούμενος
Χαλβατζάκης Μανώλης, Ο Παπαδιαμάντης μέσα από το έργο του
Ξενόπουλος Γρηγόριος, Το έργον του Παπαδιαμάντη
Γ.Φαρίνου –Μαλαματάρη, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη
Χατζόπουλος Κωνσταντίνος ,Παπαδιαμάντης
Saunier G, Ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο