Γράφει ο Κωνσταντίνος Παν. Ντουρντουρέκας
Η ανάγνωση του βιβλίου του Δημήτρη Λάμπρου με εξέπληξε ευχάριστα και επιθυμώ να εκφράσω ορισμένες σκέψεις, επισημάνσεις και διερωτήσεις μου.
Στον σύντομο πρόλογό του ο συγγραφέας δηλώνει ότι το έργο του γράφτηκε από την πίεση των ειδικών συνθηκών του 2020, ότι αναφέρεται στη μεγαλύτερη πανδημία γρίπης του 20ού αιώνα, που έπληξε και την Ελλάδα το 1918, ότι το βιβλίο του έρχεται να καλύψει ένα βιβλιογραφικό κενό, ότι αφορμάται από τα γεγονότα και επιχειρεί απλώς να ανοίξει τη συζήτηση παρά να εξαγάγει συμπεράσματα. Επίσης δηλώνει ότι η υπόθεση είναι εξ ολοκλήρου επινοημένη και ότι η επιλογή των Τρικάλων ως τόπου δράσης είναι τυχαία, οφειλόμενη στην αγάπη του για την όμορφη πόλη της Θεσσαλίας, που πλήρωσε βαρύ τίμημα κυρίως το Φθινόπωρο του 1918.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι ο χρονότοπος της νουβέλας είναι συγκεκριμένος (χρόνος το Φθινόπωρο του 1918 και τόπος τα Τρίκαλα) και ότι το εν λόγω έργο δεν είναι ιστορικό δοκίμιο, που σημαίνει ότι ο συγγραφέας του δεν στηρίζεται σε τεκμήρια της εποχής των γεγονότων, διερωτήθηκα ευθύς εξ αρχής πώς ο συγγραφέας προέβη στην επινόηση της υπόθεσης του έργου του αφ’ ενός και αφ’ ετέρου τι σχέση μπορεί να έχει η επινόησή του αυτή με τα προ 100 ετών γεγονότα της πανδημίας της γρίπης!
Έχω την αίσθηση ότι ο συγγραφέας, δηλώνοντας ότι το βιβλίο του έρχεται να καλύψει ένα βιβλιογραφικό κενό και να ανοίξει τη συζήτηση για την τότε πανδημία, αφορμάται από την τελευταία πανδημία του κορωνοϊού γιατί το κακό, που μας βρήκε τώρα, είναι διαχρονικό και πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για την εξαγωγή συμπερασμάτων, όπως λέει, και προδήλως για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μελλοντικά του ίδιου ή ανάλογου φαινομένου. Επίσης έχω την αίσθηση ότι, όπως επισημάνθηκε, η ΝΟΣΟΣ δεν αναφέρεται μόνο στην πανδημία του 1918 και στην τρέχουσα ομόλογή της, αλλά αναφέρεται και στη διαχρονική κοινωνική νοσηρότητα, που, και αν δεν προκαλεί την πανδημία -χωρίς να απο-κλείεται- πάντως αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την εκδήλωσή της, αλλά και για τη μη αντιμετώπισή της όταν αυτή εκδηλωθεί.
Ας σταθούμε εδώ, γιατί, κατά τη γνώμη μου, η μεγάλη προσφορά του Δημήτρη Λάμπρου συνίσταται στην καίρια εξεικόνιση της ελλαδικής κοινωνικής πραγματικότητας τότε (1918) αλλά και έκτοτε μέχρι σήμερα. Κατά τον Ποιητή: Ο έρωτας και ο Θάνατος δουλεύουν εδώ κάτω. Ο συγγραφέας με σπαραγμό -πάσχων και ο ίδιος- περιγράφει μοναδικά τα μαρτύρια του Έλληνα ανθρώπου, αλλά και το μεγαλείο του. Σε μια κοινωνία, που χαρακτηρίζεται από στασιμότητα, μοιρολατρία και από άπειρα μεγάλα και μικρά δράματα, που συνοδεύουν τον τόπο για πολλές γενιές, σε εποχές κρίσεων κυρίως η κατάσταση αυτή παροξύνεται, η κοινωνία κατακερματίζεται σε όλους τους τομείς, τρώει τις σάρκες της, ο Θάνατος έχει το πάνω χέρι, ενώ η Ζωή (ο έρωτας) δεινοπαθεί, αλλά αντιστέκεται απεγνωσμένα.
Αξίζει να τονισθεί η καίρια ανάδειξη από τον συγγραφέα της διαπάλης των γιατρών για την αντιμετώπιση της πανδημίας και κυρίως για τα υποκρυπτόμενα, άκρως αρνητικά για τον άνθρωπο, συμφέροντα μιας μερίδας τους, αλλά και για την έντιμη και επιστημονικά ορθή στάση μιας άλλης μερίδας τους, φωτισμένης και φιλάνθρωπης. Αναφέρομαι, μεταξύ των άλλων, στη συνειδητοποίηση του φιλάνθρωπου γιατρού Μελά ότι η γρίπη μπορούσε να καλύψει πολλά εγκλήματα, αλλά όχι όλα, και επίσης ότι, ναι μεν η μολυσματική νόσος δεν έκανε ταξικές διακρίσεις, όμως οι διαφορές διακρίνονται ανάγλυφες, όπως στις δύο διασταυρούμενες κηδείες: του Γιαννάκη, μικρότερου παιδιού μιας πολυμελούς πτωχής οικογένειας, που δεν πέθανε από την ασθένεια αλλά από την πείνα, και του ευυπόληπτου τσιφλικά, που πέθανε από την ασθένεια. Πώς να μην φύγει ο φιλάνθρωπος γιατρός συγκλονισμένος και να μην κραυγάσει: Η συμμορία τώρα σκότωνε και παιδιά. Δεν μπορούσα πια να το ανεχτώ.
Ας πάρουμε μια ανάσα και ας αναφερθούμε, τέλος, ακροθιγώς στην λογοτεχνική (αισθητική) αξία της νουβέλας του Δημήτρη Λάμπρου. Η νουβέλα είναι, κατά την άποψή μου, ένα πολυφωνικό πεζογράφημα εξαιρετικό. Ο συγγραφέας της δεν είναι στο έργο του ο κλασικός παντογνώστης συγγραφέας. ‘Ολα τα πρόσωπα του έργου του, κυρίως δε τα τρία πρωταγωνιστικά, έχουν δικές τους φωνές στο πολυφωνικό όλον. Τις διαφορετικές φωνές τους ο συγγραφέας τις αρύεται προδήλως από την πραγματικότητα. Η ικανότητά του στη σύνθεση του έργου συνίσταται στο να επιλέξει τις διαφορετικές αυτές φωνές και να τις εντάξει στο πολυφωνικό όλον του έργου του, μέσα στο οποίο τις αφήνει ισότιμα να ακουστούν, χωρίς να παίρνει ο ίδιος θέση (τουλάχιστον εμφανώς), δεν τις κρίνει, αφήνει την κρίση σ’ εμάς τους αναγνώστες.
Ο λόγος του συγγραφέα είναι αδρός, λιτός και απέριττος, τίποτα δεν είναι περιττό (σπανίζουν λ.χ. τα επίθετα). Ο λόγος του θυμίζει τις καλύτερες σελίδες της πεζογραφίας μας. Αν και η νουβέλα ως είδος είναι ολιγοσέλιδη, η προκειμένη νουβέλα διεπεξέρχεται με πληρότητα τα θέματά της. Ειδικότερα, ως προς την πολυφωνικότητά της η δομή της είναι θαυμαστή και αξίζει να τονισθεί ότι οι διάλογοι των δρώντων είναι ισορροπημένοι, τα επιχειρήματα και τα αντεπιχειρήματά τους εκφέρονται και αναμετρώνται επί ίσοις όροις, δεν αλληλοαποκλείονται, δείγμα τούτο της κειμενικής δημοκρατίας και εμμέσως της εντιμότητας και του ήθους του συγγραφέα!