O Μπάζιλ Ζαχάροφ ή Βασίλειος Ζαχαρίου ήταν έλληνας επιχειρηματίας και μεγαλέμπορος όπλων. Υπήρξε ένας από τους πλουσιότερους Ευρωπαίους του καιρού του, με περιπετειώδη επαγγελματική διαδρομή και μυθιστορηματικό βίο. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή πολιτική, την οποία επηρέαζε παρασκηνιακά χάρη στους προσωπικούς δεσμούς που είχε αναπτύξει με σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα. Επονομάσθηκε «ο μυστηριώδης άνθρωπος της Ευρώπης» και «έμπορος θανάτου», ενώ γύρω από το όνομά του κυκλοφορούσαν οι πιο παράξενες φήμες.
Γέννηση, παιδικά χρόνια και οι πρώτες επαγγελματικές ασχολίες
Οι λεπτομέρειες της ζωής του Μπάζιλ Ζαχάροφ καλύπτονταν από πέπλο μυστηρίου, το οποίο υπέθαλπε συχνά και ο ίδιος. Σύμφωνα με τους βιογράφους του γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 1849 στη Μούγλα της Μικράς Ασίας, από Έλληνες γονείς, το επώνυμο των οποίων ήταν Ζαχαρίου. Είχε τρεις αδελφές, τη Σεβαστή, τη Ζωή και τη Χαρίκλεια.
Μόλις εξερράγησαν οι ανθελληνικοί διωγμοί του 1821 στην Κωνσταντινούπολη, η οικογένεια του πατέρα του κατέφυγε στη Ρωσία, όπου μετέτρεψε την ελληνική κατάληξη του επιθέτου της στην αντίστοιχη ρωσική «οφ». Όταν οι περιστάσεις το επέτρεψαν, ο πατέρας του επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Μούγλα, τα Μοβολλά των Αρχαίων Ελλήνων, παραθαλάσσια πόλη απέναντι από την Κω. Εκεί γεννήθηκε ο Βασίλειος, ο μετέπειτα «μυστηριώδης άνθρωπος της Ευρώπης». Ο πατέρας του επανέκαμψε στην Κωνσταντινούπολη κι εγκαταστάθηκε στη συνοικία Ταταύλα, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο υφασμάτων.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του νεαρού παιδιού δεν ήταν ευχάριστα, καθώς οι δουλειές του πατέρα του δεν πήγαιναν καλά και τα εισοδήματά του δεν έφθαναν για να συντηρήσουν την πολυμελή του οικογένεια. Χάρη στη γενναιοδωρία ενός φίλου της οικογένειας γράφτηκε στην αγγλική σχολή, όπου όμως δεν φοίτησε για πολύ, καθώς λόγω της πτώχευσης του πατέρα του αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να ψάξει για δουλειά. Κατ’ αρχάς εργάστηκε ως τουλουμπατζής (πυροσβέστης) και ακολούθως έκανε τον δραγουμάνο (διερμηνέα και ξεναγό) στους ξένους που επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη, επωφελούμενος από τα λίγα αγγλικά και γαλλικά που γνώριζε. Η εργασία του αυτή του έδωσε την ευκαιρία να τελειοποιήσει τις γνώσεις τους στις ξένες γλώσσες, πράγμα το οποίο συνετέλεσε τα μέγιστα στη μετέπειτα σταδιοδρομία του.
Η κοινωνική άνοδος και η κατηγορία για κατάχρηση
Ταυτόχρονα, συμπλήρωνε το εισόδημά του εργαζόμενος περιστασιακά ως αργυραμοιβός, σαράφης, αλλά το συνολικό του εισόδημα μόλις που έφτανε για τη συντήρησή του. Έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτεί δέχτηκε ασμένως την πρόταση του θείου του Σεβαστόπουλου, υφασματέμπορου από τον Γαλατά, να τον προσλάβει ως υπάλληλό του. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατόρθωσε να απογειώσει την επιχείρηση του θείου του, ο οποίος αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του και αντιμετωπίζοντας ο ίδιος σοβαρά προβλήματα υγείας, τον προσέλαβε ως συνεταίρο. Όμως, ο θείος του αρνήθηκε να του καταβάλει το ποσοστό των κερδών που του αναλογούσαν και τότε ο Βασίλειος Ζαχάροφ «σήκωσε» το ταμείο και κατέφυγε στη Δυτική Ευρώπη που τόσο τον γοήτευε. Εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, αλλά τα νέα της υπεξαίρεσης έφθασαν γρήγορα στο Λονδίνο και συνελήφθη από την αστυνομία ως καταχραστής. Ύστερα από πολύμηνη προφυλάκιση οδηγήθηκε στο δικαστήριο, αλλά αθωώθηκε, όταν την τελευταία στιγμή βρήκε το έγγραφο με το οποίο ο θείος του τον είχε καταστήσει συνεταίρο.
Παρά την αθώωσή του, αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αγγλία και να αναζητήσει την τύχη του στην Αθήνα περί το 1876. Η γλωσσομάθειά του, η επιμελημένη του εμφάνιση και οι καλοί του τρόποι τού άνοιξαν πολλές πόρτες στην ελληνική πρωτεύουσα. Η γνωριμία που του σφράγισε τη ζωή ήταν αυτή με τον τραπεζίτη και μετέπειτα πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη. Εν τούτοις δεν άργησε να φθάσει και στην Αθήνα η φήμη του Ζαχάροφ ως καταχραστή, με αποτέλεσμα να του στρέψουν τα νώτα πολλοί φίλοι του, όχι όμως και ο Σκουλούδης, ο οποίος τον είχε εκτιμήσει και συμπαθήσει ιδιαιτέρως. Τότε αναγκάστηκε να καταφύγει και πάλι στη Δυτική Ευρώπη, αλλά σύντομα επανήλθε στην Αθήνα για να αποδείξει ότι είναι ζωντανός. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του στο εξωτερικό είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι είχε συλληφθεί εκ νέου και στην προσπάθειά του να δραπετεύσει είχε πυροβοληθεί και σκοτωθεί από ένα φρουρό. Η φήμη αναπαράχθηκε μέσω δημοσιευμάτων στο αθηναϊκό Τύπο από τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Στέφανο Ξένο, με τον οποίο βρισκόταν στα μαχαίρια.
Η επιστροφή του Ζαχάροφ στην Αθήνα αποδείχθηκε καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του. Την εποχή εκείνη όλα τα κράτη της Ευρώπης, μεγάλα και μικρά, φτωχά και πλούσια, διέθεταν αρκετά κονδύλια για πολεμικούς εξοπλισμούς. Με τη βοήθεια του Σκουλούδη, ανέλαβε αντιπρόσωπος της αγγλικής εταιρείας πολεμικού υλικού Μαξίμ – Νόρντενφελτ, μετέπειτα Βίκερς – Άρμστρονγκς, αρχικά στα Βαλκάνια και στη συνέχεια στην Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία. Με το κύρος που του προσέδιδε η νέα θέση του, ο Ζαχάροφ γρήγορα ανέκτησε τη φήμη του και πέτυχε σημαντικές παραγγελίες από τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Η εξαγορά της Μαξίμ – Νόρντενφελτ από την αγγλική Βίκερς διεύρυνε το πεδίο των δραστηριοτήτων του, καθώς έγινε περιοδεύων αντιπρόσωπος του αγγλικού κολοσσού των πολεμικών εξοπλισμών. Με όπλο τη δωροδοκία κατόρθωσε να εξοβελίσει τους ανταγωνιστές του και να προσπορίσει σημαντικά έσοδα στη Βίκερς από τα συμβόλαια που κέρδιζε και να πλουτίσει ο ίδιος. Παροιμιώδης έχει μείνει η περίπτωση της δωροδοκίας ενός ανώτατου ρώσου αξιωματούχου από τον οποίο εξαρτιόταν η έγκριση μιας μεγάλης παραγγελίας όπλων. Ο Ζαχάροφ τον επισκέφθηκε στο γραφείο του και φεύγοντας άφησε πάνω στο γραφείο του ένα πορτοφόλι που περιείχε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο Ρώσος έσπευσε να τον ειδοποιήσει για την αφηρημάδα του, αλλά ο Ζαχάροφ του απάντησε ότι δεν ήταν δικό του. Την επομένη ημέρα κλήθηκε και πάλι από τον ρώσο αξιωματούχο, ο οποίος του διαμήνυσε ότι η δουλειά είχε κλείσει. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του ανεκδότου, ο Ζαχάροφ παρουσιάσθηκε στον ρώσο αξιωματούχο και του ενεχείρισε ένα φάκελλο με τις προτάσεις του για την προμήθεια πολεμικού υλικού. Στην πραγματικότητα ο φάκελλος δεν περιείχε έγγραφα, αλλά μία δέσμη με χιλιόρουβλια. Ύστερα από λίγες ημέρες, ο Ζαχάροφ επισκέφθηκε και πάλι τον ρώσο αξιωματούχο και άκουσε από το στόμα του ότι η ανάλυση των προτάσεών του ήταν εξαιρετική, αλλά υπήρχαν ορισμένα κενά προς διασάφηση. «Αυτά ακριβώς σας έφερα εξοχώτατε» είπε ο Ζαχάροφ και απέθεσε στο γραφείο του ένα μικρό δέμα με πολυτελές περιτύλιγμα, που περιείχε νέες δέσμες χαρτονομισμάτων.
Η επόμενη μεγάλη ευκαιρία για τον Ζαχάροφ ήλθε από την Ισπανία. Ταξιδεύοντας από τη Μαδρίτη στο Παρίσι, γνώρισε τη Μαρία δελ Πιλάρ, δούκισσα της Βιγιαφράνκα, ο σύζυγος της οποίας Φρανθίσκο δε Μπορμπόν ανήκε στον ισπανικό βασιλικό οίκο. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, ο οποίος μετουσιώθηκε σε γάμο πολλά χρόνια αργότερα. Η σχέση του με τη ισπανίδα δούκισσα ήταν το διαβατήριο για την είσοδό του στα μεγάλα σαλόνια της ισπανικής αυλής και του έδωσε την ευκαιρία να γίνει ο κυριότερος προμηθευτής της Ισπανίας την εποχή εκείνη, 1898, που ήταν μπλεγμένη σε πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ευκαιρία αυτή και ο Πόλεμος των Μπόερς που ακολούθησε στη Νότιο Αφρική συνετέλεσαν στην αλματώδη αύξηση της περιουσίας του και της επιρροής του. Με την πάροδο του χρόνου έγινε ο βασικός μέτοχος στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες πολεμικού υλικού.
Οι πόλεμοι και οι προπαρασκευές για πόλεμο αποτέλεσαν γι’ αυτόν μοναδική ευκαιρία για την αύξηση του κύκλου εργασιών του. Δημιούργησε δίκτυα κατασκοπείας και προπαγάνδας, μέσα από
τα οποία παρακολουθούσε κάθε δραστηριότητα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολεμική σύγκρουση και επανάσταση ή να γίνει αιτία κατανάλωσης πολεμικού υλικού. Το παράδειγμά του ακολούθησαν με την πάροδο του χρόνου και οι άλλοι ανταγωνιστές του.
Πράκτορες των πολεμικών εργοστασίων παρακολουθούν βήμα προς βήμα τις αποφάσεις, ακόμη και τις σκέψεις περί εξοπλισμών των διαφόρων χωρών και στη συνέχεια οι ενδιαφερόμενοι βιομήχανοι, και πρώτος απ’ όλους ο Ζαχάροφ, τις μεταδίδουν καταλλήλως στις άλλες κυβερνήσει, οι οποίες λαμβάνουν αντίστοιχα εξοπλιστικά μέτρα. Γνωρίζει τα μυστικά όλων των κυβερνήσεων και εκμεταλλεύεται τις εσωτερικές διαφωνίες των κομμάτων των διαφόρων χωρών. Προσφέρει απλόχερα δάνεια σε χώρες για να αγοράσουν πολεμικό υλικό, επειδή γνωρίζει ότι ο εξοπλισμός του ενός θα έχει ως επακόλουθο τον εξοπλισμό του άλλου, συχνά αντιπάλου του.
Το 1913 κέρδισε για τη Βίκερς τους εξοπλισμούς της Ρωσίας και κατάφερε πλήγμα στις ανταγωνίστριες εταιρείες, τη γαλλική Σνάιντερ και τη γερμανική Κρουπ. Η αγγλική εταιρεία προβαίνει σε μεγάλη επέκταση των εγκαταστάσεών της, επειδή ο Ζαχάροφ, προσωπικός φίλος και μυστικοσύμβουλος των σημαντικότερων πολιτικών ανδρών της Αντάντ, γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκεται επί θύραις.
Ο Μεγάλος Πόλεμος οδηγεί τον Ζαχάροφ στο ζενίθ της επιτυχίας του. Ως ένας από τους σημαντικότερους προμηθευτές όπλων των συμμαχικών δυνάμεων έρχεται σε καθημερινή επαφή και αποκτά φιλία και οικειότητα με τον υπουργό Εξοπλισμών της Μεγάλης Βρετανία Λόιντ Τζορτζ και όταν ο τελευταίος γίνεται πρωθυπουργός διαρκούντος του πολέμου ο Ζαχάροφ γίνεται ο σημαντικότερος παρασκηνιακός παράγοντας της διεθνούς πολιτικής. Όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί άνδρες της συμμαχικής παράταξης δίνουν μεγάλη σημασία στη γνώμη του Ζαχάροφ, ο οποίος χάρη και στο δίκτυο πληροφοριοδοτών που διέθετε κατείχε πολλά μυστικά της αντίπαλης παράταξης.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σκέφθηκε να εκμεταλλευτεί τις ικανότητες και την ελληνική καταγωγή του, στην προσπάθειά που κατέβαλλε για την πραγμάτωση των εθνικών επιδιώξεων, που δεν ήταν άλλες από τη «Μεγάλη Ιδέα». Κατόρθωσε να κερδίσει με το μέρος του τον πανίσχυρο Ζαχάροφ και να τον κάνει να εργαστεί για την ελληνική υπόθεση.
Είναι ακριβώς η εποχή κατά την οποία ο «μυστηριώδης Ευρωπαίος» εισπράττει από τις Μεγάλες Δυνάμεις ηθικές αμοιβές για τις εξαιρετικές του υπηρεσίες. Ο βασιλιάς της Αγγλίας του απονέμει το παράσημο του Λουτρού, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας τον ονομάζει Ιππότη της Λεγεώνος της Τιμής και το 1919 λαμβάνει από τον Άγγλο βασιλιά τον τίτλο του βαρωνέτου και το δικαίωμα να φέρει μπροστά από το όνομά του την τιμητική λέξη «σερ». Ο Βασίλειος Ζαχαρίου είναι τώρα ο σερ Μπάζιλ Ζαχάροφ.
Για να αποδείξει εμπράκτως την ευγνωμοσύνη του προς την Αγγλία και τη Γαλλία, ίδρυσε έδρα της αγγλικής φιλολογίας στη Σορβόνη και έδρα της γαλλικής φιλολογίας στην Οξφόρδη, το ονομαστό πανεπιστήμιο της οποίας ανακήρυξε τον άλλοτε «τουλουμπατζή» και «δραγουμάνο» της Κωνσταντινούπολης σε επίτιμο διδάκτορα της Νομικής.
Ο Βενιζέλος επωφελείται από την επιρροή του Ζαχάροφ και εξασφαλίζει την ηθική καί οικονομική του υποστήριξή του στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η πτώση του και η επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου γίνεται αφορμή προσωπικών επιθέσεων εναντίον του φιλελεύθερου άγγλου πρωθυπουργού στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ο βουλευτής της συντηρητικής αντιπολίτευσης Γουόλτερ Γκίνες κατηγορεί τον Λόιντ Τζορτζ ότι άγεται και φέρεται από τον Ζαχάροφ: «Υπάρχει κάποιος που του ψιθυρίζει συμβουλές. Και αυτός είναι ο σερ Μπάζιλ Ζαχάροφ, πράγματι ικανός επιχειρηματίας με διεθνή συμφέροντα στην πολεμική βιομηχανία. Είναι περίφημος, γιατί διαρκούντος του πολέμου πουλούσε όπλα σε τέσσερις ή πέντε εμπόλεμες χώρες. Απο βρετανική άποψη έχει το
πράγμα ιδιαίτερη σημασία, δοθέντος ότι ο κύριος αυτός είναι αρκετά Άγγλος, ώστε να τιμηθεί με το παράσημο του Λουτρού. Προ παντός, όμως, είναι Έλληνας. Και αν έχουμε ανάγκη από συμβούλους για τον πρωθυπουργό, οι σύμβουλοι αυτοί πρέπει να είναι Άγγλοι και τίποτε περισσότερο». Στην αγόρευσή του αυτή εδόθη για πρώτη φορά στον Ζαχάροφ ο χαρακτηρισμός «ο μυστηριώδης άνθρωπος της Ευρώπης». Τη σκυτάλη πήρε ο βουλευτής Όμπρεϊ Χέρμπερτ, ο οποίος ζήτησε «να απαλλαγεί ο πρωθυπουργός από τον επικίνδυνο αυτό σύμβουλο». Ανάλογες επιθέσεις δέχτηκε και ο γάλλος πρωθυπουργός Ζορζ Κλεμανσό για τις σχέσεις του με τον Ζαχάροφ.
Η επακολουθήσασα Μικρασιατική Καταστροφή έθεσε τέρμα στις συζητήσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο Ζαχάροφ ήταν ο διαχειριστής της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και οι οποίες, όπως πολλοί υποστηρίζουν, οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης του Λόιντ Τζορτζ. Ο πανέξυπνος Μικρασιάτης αντιλήφθηκε τότε ότι ο πόλεμος και η παρασκηνιακή διπλωματία δεν του προσπόριζαν πλέον κέρδη και άλλαξε επιχειρηματική ρότα, στρεφόμενος στα πετρέλαια και τον τζόγο. Επωφελούμενος των οικονομικών δυσχερειών, στις οποίες είχε περιέλθει το Καζίνο του Μόντε Κάρλο, συνεπεία του πολέμου, ανέλαβε τη διεύθυνσή του το 1923 και το οδήγησε σε νέα ακμή, συσσωρεύοντας νέα πλούτη.
Τον επόμενο χρόνο απασχόλησε για τελευταία φορά την παγκόσμια κοινή γνώμη, όταν σε ηλικία 75 ετών νυμφεύτηκε τη γυναίκα που είχε αγαπήσει προ 30 περίπου ετών, την ισπανίδα δούκισσα Μαρία δελ Πιλάρ δε Βιγιαφράνκα, η οποία στο μεταξύ είχε χηρεύσει. Η συζυγική του ευτυχία δεν κράτησε πολύ, καθώς η δούκισσα πέθανε το 1926. Έκτοτε, ο Ζαχάροφ αποσύρθηκε από τις επιχειρήσεις κι έζησε αποτραβηγμένος από τον κόσμο μέχρι του θανάτου του, που επήλθε στις 27 Νοεμβρίου 1936 στο Μόντε Κάρλο.
Ο Μπάζιλ Ζαχάροφ προέβη σε διάφορες δωρεές προς την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων προσέφερε ένα εκατομμύριο δραχμές, πρόσφερε το κτίριο της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι, ίδρυσε το Ινστιτούτο Παστέρ στην Αθήνα, δώρησε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» ποσότητα ραδίου για τη θεραπεία των απόρων ασθενών, συνεισέφερε σημαντικά ποσά για την αποκατάσταση των προσφύγων και βοήθησε πολλούς Έλληνες να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Παρίσι. Σημαντικές ήταν και οι δωρεές του σε ελληνικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης.