Στις 22 Αυγούστου του 1921, 101 χρόνια πριν, η Σωτηρία Μπέλλου, η κορυφαία τραγουδίστρια του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού γεννήθηκε στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας. Ήταν μέλος εύπορης οικογένειας και η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια της. Είχε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι. Στο πλευρό του, «ζυμώθηκε» από μικρή με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική.
Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Οι γονείς της, όμως, είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα. Εκεί παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα.
Ο έγγαμος βίος, όμως, ο οποίος κράτησε μόλις έξι μήνες ήταν μαρτύριο για εκείνη. Ο άντρας της ξενυχτούσε καθημερινά, έπινε και όταν του έκανε παράπονα τη χτυπούσε. Όταν ήταν έγκυος, τη χτύπησε τόσο πολύ, που τελικά απέβαλε.
Όταν έμαθε ότι ο σύζυγός της την απατούσε έχασε την ψυχραιμία της και κατά τη διάρκεια ενός καυγά, του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να οδηγηθεί στη φυλακή. Η Σωτηρία Μπέλλου βρέθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ». Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη.
Το μαρτύριό της συνεχίστηκε όταν επέστρεψε στο πατρικό της στη Χαλκίδα, καθώς οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε. Ο πατέρας της τη χτυπούσε και η Μπέλλου επέστρεψε στην Αθήνα, αποφασισμένη να αντέξει τις κακουχίες και να κυνηγήσει το όνειρό της.
Καθώς η μέρα αυτού του ταξιδιού της συνέπεσε με την 28η Οκτωβρίου 1940, πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες και κάνοντας διάφορες δουλειές. Σπίτι δεν είχε και έτσι κοιμόταν σε βαγόνια τρένων.
Οργανώθηκε στην Αντίσταση, συνελήφθη από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Όταν δεν ήταν στα κρατητήρια, έπαιζε μουσική με την κιθάρα της, που είχε αγοράσει κάνοντας οικονομία, σε ταβέρνες.
Μετά την απελευθέρωση και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα και τις διώξεις του Εμφυλίου, όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου, την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στον φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπουν μαζί στο στούντιο.
Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή») την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 – 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαϊωάννου («Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Άνοιξε, άνοιξε»), Γιώργο Μητσάκη («Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι»), Απόστολο Καλδάρα («Είπα να σβήσω τα παλιά»), Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη κ.ά.
Η καριέρα της γνώρισε μία κάμψη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας ’60. Από το 1966, όμως, κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους, προχωρώντας σε πρωτοποριακές
συνεργασίας με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες: Μούτσης («Το φράγμα»), Σαββόπουλος («Το βαρύ ζεϊμπέκικο»), Ανδριόπουλος («Λαϊκά προάστια»), Κουνάδης («Δεν περισσεύει υπομονή»), Λάγιος («Λαός»), Ανδριόπουλος κ.ά. Παράλληλα, ξανατραγούδησε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα.
Η τελευταία ρεμπέτισσα έχασε τη φωνή της και δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.