“Του Λεωνίδα το σπαθί,
Νικηταράς θα το φορεί”
“Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ εναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι“. Ετσι ξεκινάει η διήγηση του Νικήτα για τη ζωή του.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς όπως έμεινε στα τραγούδια του λαού μας υπήρξε ηγετική μορφή του Πολέμου της Ανεξαρτησίας πολεμώντας όπου η πατρίδα το καλούσε για 8 ολόκληρα χρόνια.
Ηταν ανιψιός του Θοδωράκη Κολοκοτρώνη και το 1816, μετά τη σφαγή του πατέρα του από τους Τούρκους τον ακολούθησε στα Επτάνησα, όπου εντάχθηκε στα Ρωσικά τάγματα. Πολέμησε στην ιταλική χερσόνησο κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ τα είχαν καταλάβει με τη συνθήκη του Τίλσιτ. Τέλος υπηρέτησε στον Αγγλικό στρατό με το βαθμό του Πεντηκόνταρχου.
Αυτός, ο απαίδευτος άνθρωπος των όπλων ήταν ταυτόχρονα ένα λαμπρό πολιτικό μυαλό που μαχόταν να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο ισχυρό κράτος και όχι ένα φεουδαλικό προτεκτοράτο. Η επιστολή του στον υπουργό Παπαφλέσσα από το 1823 ήδη το πιστοποιεί:
«Ἐξοχώτατε Ὑπουργέ τῶν Ἐσωτερικών
Ἐπειδή καί εἰς τἠν ἀνθρωπότητα τό πρῶτον ἀγαθόν πρᾶγμα εἶναι ἡ παιδεία, καθώς πρός τούτοις εἰς τήν ἰδίαν, ἱερώτατον καί ἡ ὑπεράσπισις τῶν πτωχῶν ἀσθενῶν, μάλιστα δέ τῶν στρατιωτῶν, ζητῶ διά τοῦ παρόντος μου μέσον τοῦ Ὑπουργείου τούτου παρά τῆς Ὑπερτάτης Διοικήσεως, ἵνα δοθῶσιν εἰς την ἐξουσίαν μου, πρῶτον το τζαμί τοῦ Ἀγάπασσα μεθ’ ὅλα του τά περιεχόμενα ἐργαστήρια, ἵνα χρησιμεύσῃ διά θέατρον, δεύτερον τήν μεγάλην οἰκίαν εὐρισκομένην εἰς τό πλάτωμα ἀπέναντι τοῦ τζαμίου, ἵνα χρησιμεύσῃ διά σχολεῖον μεθ’ ὅλα του τά περιεχόμενα ἐργαστήρια, και τρίτον ἕνα ὀσπίτιον μεγάλον κατά τά πέντε Ἀδέλφια, ἵνα χρησιμεύσῃ διά Νοσοκομεῖον, διά τά ὁποῖα ἀφ’ οὗ μοῦ δοθῇ ἡ ἄδεια, ἀφίνω ἐπίτροπον διά να τά τελειώσῃ, παρακαλώντας την ‘Υπερτάτην διά να ἤθελεν διορήσῃ ἕναν ἐπιστάτην της, ἵνα μετά τοῦ ἐδικοῦ μου λαμβάνωσι τά εἰσοδήματα, και κάμνωσι τά ἔξοδα, καί χρονικῶς δίδωσι λογαριασμόν.
Ὅθεν καί να ἔχω την ἀπόκρισιν, προσκυνῶ καί μένω.
Ἐκ Ναυπλίου τη 25 Σεπτεμβρίου 1823
Νικήτας Σταματελόπουλος»
Φυσικά τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Ο Νικηταράς σύρθηκε σε δίκη το 1839 και παρότι αθωώθηκε η υγεία επιβαρύνθηκε από τον εγκλεισμό του στις φυλακές. Πέθανε φτωχός και τυφλός το 1849.