Στις 30 Μαρτίου του 1824 και με την υπ. αριθμ. 1129 δηλοποίηση προς τους Ελληνας πατριώτας να προσέλθουν ως μάρτυρες ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τον παρέπεμψε σε δίκη που έγινε στο τότε Ανατολικό και τώρα Αιτωλικό, στο Μεσολόγγι.
Δικαστές του Καραϊσκάκη διόρισε δυνάμει του υπ. αριθμ. 314 θεσπίσματος του Βουλευτικού από την 15 Οκτωβρίου 1823 και της 1125 διαταγής του τους Γ. Τζιόγκα, Δήμο Σκαλτζά, Αλεξ. Βλαχόπουλο όλους στρατηγούς, τον Γρηγόρη Λιακατά και τον Αναγνώστη Καραγιάννη χιλιάρχους. Εισηγητές της κυβέρνησης τον μητροπολίτη Πορφύριο Αρτης, τον στρατηγό Ν. Στορνάρη, τον Μεγαπάνο ή Πάνο Γαλάνη, τον Τάτζη Μαγκίνα και τον Σωτ. Γιώτη.
Η δίκη θα έγινε την 1 Απριλίου και η βασική κατηγορία ήταν ότι ο Καραϊσκάκης είχε συνεννοηθεί με τον φίλο του τον Ομέρ Βρυώνη για να προληφθεί η επίθεση των ελληνικών δυνάμεων στην Αρτα. Στην εκκλησία της Παναγίας στήθηκε το δικαστήριο. Ο μητροπολίτης ανέβηκε στον θρόνο του και οι υπόλοιποι κάθισαν στα στασίδια και στο έδαφος.
Παρουσιάστηκαν «αυτοθελήτως» μάρτυρες μεταξύ των οποίων ο έπαρχος Γιάγκος Σούτσος που κατέθεσε ότι υπήρξε αυτήκοος μάρτυς των απειλών του Καραϊσκάκη: «Πού πηγαίνουν; Εγώ και εις τον Ομέρ πασιά έγραψα και εις Πάτρας και εις Ναύπακτον και το Μισολόγγι θα το πάρει ο διάβολος πλην εκστρατεία δεν κάμνουν αυτοί διά την Αρταν».
-Εγώ μωρέ. λέγει ο Καραϊσκάκης, σε τα είπα εσένα;
-Μάλιστα, λέγει ο Σούτσος.
Ο σοφός γερο-Στορνάρης παρενέβη:
«Κύριοι κριταί, αν έχομεν άλλα διδόμενα θετικά να καταδικάσωμεν τον άνθρωπον καλώς. ει δε με λόγια οπού είπεν –είναι αληθινόν ότι ημπορεί να είπεν και περισσότερα ίσως εις ημάς. Μ. όλον τούτο ο Καραϊσκάκης συνειθίζει να λέγη λόγια πολλά, τον ηξεύρομεν. Τώρα να ιδούμεν αν είναι πράξεις.
Ο Καραϊσκάκης κατάλαβε ότι προσπαθούσε να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση αλλά αμέσως τον «κάρφωσε» ο Γρηγόρης ο Λιακατάς που είπε: «Ακόμη δεν ετελείωσε η κρίσις κύριοι, ειδέ, έως αύριον πόσαις μαρτυρίαις θέλουν έβγει. Πρώτη ημέρα είναι αυτή».
Και τότε ακολούθησε ένας σπαρταριστός διάλογος όπως τον αφηγείται στα Ενθυμήματά του ο Νικόλαος Κασομούλης:
Καραϊσκάκης: Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλιτώνω. Πλην ποτέ έργον δεν έκαμα.
Γαλάνης Μεγαπάνου: Βρε, ηξεύρομεν, Καραϊσκάκη, οπού λέγεις όλο λόγια, μα διατί να τα λέγης έτζι;
Καραϊσκάκης: Το έχω χούι, Κύριε Πάνο.
(Μεγα)Πάνος: Μα, γιατί να το έχεις αυτό το χούι ενώ είσαι 50 χρονών;
Καραϊσκάκης: Αμ’ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, Κυρ Πάνο. Κι εσύ, Κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρόνων, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις, να γαμής – και δεν με ακούς…
Τούτο λέγοντας ο Καραϊσκάκης, εκτύπησαν τα γέλοια όλοι, και κριταί και λαός, και πήγαν πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος.
– Αφήσατέ το σήμερον, λέγει ο Στορνάρης• το καταντήσαμεν Τζιορτζίνα (δηλαδή μια σκηνήν γελοιώδη) το κριτήριον.
Σ.σ.: Εχει τηρηθεί η ορθογραφία του Ν.Κ., έχουν μετατραπεί κάποια ονόματα.