Γράφει η Κωνσταντίνα Λάμπρου*
Η νουβέλα Η ΝΟΣΟΣ του Δημήτρη Λάμπρου, πραγματεύεται ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, πλην λησμονημένο θέμα : τη γρίπη του 1918 στην Ελλάδα, η οποία είθισται να αποκαλείται ως «ισπανική».
Εκ πρώτης, η υπόθεση μοιάζει και, ως ένα σημείο, είναι απλή : στην όμορφη πόλη των Τρικάλων, όπου η γρίπη θερίζει ευδιάκριτα, αλλά όχι και εντελώς αδιακρίτως τον πληθυσμό, ένας νεοφερμένος γιατρός, έντιμος, ιδεολόγος, ρομαντικός, και «κωνσταντινικός» ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αναταράσσει το σαθρό τοπικό κατεστημένο των οικονομικών συμφερόντων – που εμμένει στις καθεστωτικές πρακτικές της ιδιοτέλειας στην πολιτική και κοινωνική ζωή, συμπαρασύροντας και τους «πρόθυμους» θεράποντες της ιατρικής επιστήμης – σφραγίζοντας με τον δικό του εντυπωσιακό σε σθένος και ήθος τρόπο τα δραματικά γεγονότα και, κυρίως, τις ανυπολόγιστες ανθρωπιστικές προεκτάσεις τους.
Εκείνο που δεν είναι απλό, καθώς είναι μάλλον σύνθετο, είναι η συγγραφική πρόθεση που δημιουργεί μόνιμες και αλλεπάλληλες εκπλήξεις στον αναγνώστη. Και αυτό, επειδή, οι ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής μοιάζουν να είναι η αφορμή για να αναδειχθεί η μάστιγα της πανδημίας, και την ίδια στιγμή είναι ακριβώς η ίδια η πανδημία που μοιάζει να είναι η αφορμή αλλά και η αιτία για να αναδειχθεί το πολυδιάστατο, πολύπλοκο και δραματικό συγκείμενο : η ιδιαίτερα ταραγμένη ιστορική περίοδος της λήξης του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και η «τυπική» λήξη του τραγικού Εθνικού Διχασμού στην Ελλάδα. Δύο , τυπικά έστω, λήξεις, λοιπόν, σηματοδοτούν την Αρχή.
Έτσι, οι περιγραφές της φύσης, της πόλης, της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων και των προβλημάτων τους, της φτώχειας , της «πείνας», των καφενείων, του παζαριού, των δεξιώσεων αλλά και των συνηθειών της άρχουσας τάξης, αποτελούν το απαραίτητο ρεαλιστικό πλαίσιο, όπου καταγράφονται όλες οι πτυχές της δράσης και της αντίδρασης του κεντρικού ήρωα/πρωταγωνιστή και των άλλων προσώπων –δευτεραγωνιστών, τριταγωνιστών και, συνολικά, της μικρής κοινωνίας που παρελαύνει ολοζώντανη στις σελίδες του βιβλίου.
Την ίδια στιγμή, όμως, αυτό το, κατά τα φαινόμενα «πραγματικό» πλαίσιο, μοιάζει λιγότερο σαφές και οριοθετημένο και ακόμη λιγότερο σταθερό : είναι ασταθές, αβέβαιο, αμφίβολο, κινείται παλινδρομικά, αμφίρροπα, και μάλλον μόνο επικίνδυνα, σαν ισχυρή παλίρροια και σαν σφοδρή άμπωτη, αφού άλλοτε «αποσύρεται» διακριτικά και άλλοτε «υποχωρεί» εκκωφαντικά για να δώσει τον λόγο όχι στα πρόσωπα, αλλά σε αυτό που τα υπερβαίνει, υπενθυμίζοντας στον υποψιασμένο αναγνώστη το αξίωμα ότι ο πραγματικός αφηγητής είναι πάντοτε η ίδια η ζωή.
Η ζωή που, αμφίδοξη και αμφίστροφη, κρατά πάντα για λογαριασμό της την πρωτοκαθεδρία του Λόγου, του Χρόνου, και της Ιστορίας. Το αποτέλεσμα είναι ο αναγνώστης να αποκομίζει την εντύπωση ότι ένα «αόρατο σκηνοθετικό χέρι» εναλλάσσει αριστοτεχνικά τα φυσικά τοπία αλλά και τα συναισθηματικά, ψυχικά τοπία των ανθρώπινων υπάρξεων που εμπλέκονται στην ιστορική μυθοπλασία, άλλοτε «εμφανίζοντας» και άλλοτε «αποκρύπτοντας» τον «πολύχρωμο» πλην εύθραυστο «καμβά» πάνω στον οποίο συνυφαίνονται και αποτυπώνονται οι ρόλοι, οι σκέψεις, οι ίντριγκες, οι ραδιουργίες, οι έντιμες προθέσεις, οι ομολογημένες αλλά και οι ανομολόγητες επιθυμίες, τα όνειρα, ο έρωτας, οι πολιτικοί στόχοι, οι φιλοδοξίες, τα ιδιοτελή σχέδια, οι μεθοδεύσεις, εν τέλει οι πράξεις όλων τους.
Εξάλλου, τα πολιτικά πάθη και τα εμφυλιοπολεμικά μίση της εποχής που όχι μόνο δεν έχουν καταλαγιάσει, αλλά βρίσκονται σε πλήρη όξυνση και έξαρση, η εξοντωτική έως τέλους διαμάχη δηλαδή βενιζελικών και κωνσταντινικών, δίνεται με την ίδια αξιοσημείωτη τεχνική: όσο αναδεικνύει το πρόβλημα της μάστιγας/πανδημίας στην πόλη, άλλο τόσο αναδεικνύεται η ίδια η διένεξη του (εμφυλίου) διχασμού σε μείζον ζήτημα ιστορικό και πολιτικό, στο βαθμό που αφενός διαφαίνεται ως το θεμελιώδες κίνητρο των «ηρώων» και των αντι-ηρώων για την ώθηση και την εξέλιξη της πλοκής, κι αφετέρου, ως ο πλέον σημαντικός οδοδείχτης προκειμένου ο αναγνώστης να αντεπεξέλθει στον λαβύρινθο των ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων που, εσκεμμένα πάλι – κατά την άποψή μου – ο συγγραφέας επιμένει να καταβυθίζει στα υγρά, παγωμένα κι ανεξιχνίαστα νερά του Ληθαίου ποταμού, υποδεικνύοντας έμμεσα πόσο σαρωτική μπορεί να είναι η δύναμη του παρελθόντος στη συγχρονία, αλλά και η δυναμική επιστροφή των «παλιών και λησμονημένων», διαχρονικά.
Ακριβώς γι αυτό, η νουβέλα Η ΝΟΣΟΣ, δεν αφορά μόνο σε ένα «επίκαιρο», λόγω της παρούσας πανδημίας, ζήτημα, αλλά είναι πρωτίστως διαχρονικά «διδακτικό», για τον μυημένο αναγνώστη και για όλους όσοι αρέσκονται να εμβαθύνουν και να αποπειρώνται ερμηνειών – φωτίζοντας – κατά το δυνατόν – τις εγγενείς αντινομίες της πραγματικότητας ή της εκάστοτε «πραγματικότητας».
Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι στο έργο δεσπόζουν όλες οι δυαδικότητες, που θα μπορούσαν να συμβούν, και που όντως (!) συμβαίνουν: ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος και τα δύο στρατόπεδα (Entente Cordiale και Κεντρικές Δυνάμεις), ο Διχασμός και οι δύο πολιτικές παρατάξεις (Βενιζελικοί – Κωνσταντινικοί), η Επιστήμη (ηθική και ανήθικη στάση), η μικρή κοινωνία (πλούσιοι και φτωχοί), η Τεχνική (νέο- παλαιό), ο Έρωτας (άδολος- ιδιοτελής), η ιδεολογία (ρομαντισμός- ρεαλισμός/κυνισμός), ο λοιμός (υγεία-ασθένεια) κ.λπ.
Όλοι αυτοί οι δυισμοί, αποτελούν, στη δική μου κριτική ανάλυση, όπως προανέφερα και στην αρχή, τη μεγάλη αρετή και ταυτόχρονα τον κεντρικό άξονα της εν λόγω νουβέλας. Δυισμοί, που, άλλοτε προκύπτουν αντικειμενικά από τις ιστορικές συγκυρίες και άλλοτε αφορούν στην προσωπική συνθήκη του ατόμου.
Διότι, μέσα από τις αμφισημίες, τις αμφίρροπες εντάσεις, τα αμφισβητούμενα αποτελέσματα και τις αμφιτόμες συνέπειες, ο συγγραφέας, ενδεχομένως, υπαινίσσεται ότι αν για τους «αντικειμενικές (ιστορικές) δυστυχίες», οι απλοί άνθρωποι δεν ευθύνονται, και τους πιστώνεται έτσι το μερίδιο της «αθωότητας», που τους αναλογεί και τους αξίζει, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον « χειρισμό» αυτών των δυσμενών αντικειμενικών επιπτώσεων, από τους «ισχυρούς», διαχρονικά. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, η υπαιτιότητα των «δυισμών», πρέπει να επιστρέφεται στους εκάστοτε « ιδιοκτήτες» τους. Από εκεί, και ο ηθικός –τουλάχιστον- καταλογισμός των ευθυνών.
Υπό αυτήν την έννοια, και με σταθερό όχημα αυτό της αμφισημίας, που συνεπικουρείται σε όλο το βιβλίο από μια υπόρρητη, πολλαπλώς σημαίνουσα, ωστόσο, ειρωνεία, θεωρώ ότι η νουβέλα, «ανοίγοντας το παλιό σεντούκι» της Ιστορίας, εξορύσσει από τη Λήθη χαμένους θησαυρούς για να τους δώσει μια θέση στη Μνήμη. Μοιραία, λοιπόν, το βιβλίο θέτει πολύ περισσότερα ερωτήματα προς διερεύνηση, παρά παρέχει τετριμμένες εύκολες και εύπεπτες απαντήσεις.
Ερωτήματα ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά, φιλοσοφικά. Και όλα αυτά, στο μονίμως ανασφαλές και έωλο «έδαφος» της ηθικής φύσης του ανθρώπου. Διότι, Η ΝΟΣΟΣ μας υπενθυμίζει πρωτίστως τη διττή και διφυή ανθρώπινη φύση, που στην μακραίωνη ιστορική της πορεία, είναι αξιοθαύμαστη αλλά και αξιομίσητη. Και ότι αυτά τα δύο, εξαρτώνται όχι μόνον από τους «ισχυρούς», αλλά και από τον καθένα από εμάς, στον βαθμό, που αλληλεπιδρούμε και συνδιαμορφώνουμε τον κόσμο γύρω μας και το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Όπως κι αν έχει, όμως, με τη συμβολή μας ή και χωρίς αυτήν, με τη γνώση ή την άγνοιά μας, με τη θέση που επιλέγουμε κάθε φορά στην αιώνια διαμάχη του Καλού με το Κακό μοιάζει να ειρωνεύεται ο συγγραφέας, η Ιστορία και η ίδια η Ζωή, έχουν πάντοτε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο : για την λάμψη του ανθρώπου στον Όλυμπο ή για την συντριβή του στα παγωμένα νερά κάποιου Ληθαίου ποταμού.
*Η Κων/να Λάμπρου είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Ν.Φιλολογία (ΕΚΠΑ) και master in Psychology (University of East London).