Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου
Εξήντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση και πενήντα πέντε από τη μελοποίησή του, το λαϊκό ορατόριο “Αξιον εστί” παραμένει πολυσύχναστος σταθμός της ελληνικής μουσικής, καθώς διατηρείται αδιάπτωτο το ενδιαφέρον των ερμηνευτών αλλά και των ακροατών στη χώρα μας και στο εξωτερικό. Το “Αξιον εστί” συνιστά πέρα και πάνω απ’ όλα την απόδειξη ότι το λόγιο και το λαϊκό δεν αποτελούν παρά βολικές κατηγορίες που μπορεί να ταξινομούν την τέχνη στα περιορισμένων δυνατοτήτων πνεύματα αλλά είναι εύκολο να τις υπερβούν οι ιδιοφυΐες, ειδικά όταν συνεργάζονται. Οι συνθήκες που γέννησαν αυτό το αριστούργημα, ο πόνος, η αδικία και η αντίσταση στον πολιτιστικό ολοκληρωτισμό, σηματοδότησαν τη χρυσή δεκαετία του ’60 – έχουν άλλωστε οι ίδιοι οι δημιουργοί μιλήσει εκτενώς γι’ αυτές.
Λέει ο Ελύτης για τη σύλληψη του σπουδαιότερου έργου του:
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί –πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος– δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ητανε κυριολεκτικά μες στα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε τον δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει.
Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ηταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου –η πρώτη ήτανε στην Αλβανία– που έβγαινα από το ατόμό μου και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς ε; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».
Ο Μίκης Θεοδωράκης μετά την εντυπωσιακή καλλιτεχνική επιτυχία του “Επιτάφιου” είχε στα 1960 μια συνάντηση που έμελλε να αλλάξει τον ρου της μουσικής και πολιτικής ιστορίας του τόπου:
«Τότε ακριβώς, κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο Παλλάς, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον “Επιτάφιο”, πρόσθεσε:
– Τελείωσα το “Αξιον εστί”, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ΄θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…
Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα: Rue de la Fontaine au Roi (“Βασιλική Πηγή”). Πιο συμβολική ονομασία δεν μπορούσε πράγματι να βρεθεί για κείνη την εποχή).
Δεν πέρασε μήνας κι ο παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη».
Η παρουσίαση του “Αξιον εστί” το 1964 συγκρότησε τη θεωρητική βάση μιας λαϊκής αντίδρασης στην περιοδικά επαναλαμβανόμενη επίθεση της δυτικής κουλτούρας για την πολιτιστική άλωση που με τη σειρά της συνιστά προϋπόθεση -κατά πολλούς σκοπό- της εθνικής μας εξαφάνισης.
Ο ποιητής έρχεται από τους αιώνες, τους παλιούς, τους πολύ παλιούς αιώνες. Οπως παρατηρεί ο Νίκος Φωκάς στο μικρό του δοκίμιο “Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου”: “… αξίζει να σπουδάσει κανείς την εκάστοτε αντίδραση της ποιητικής συνείδησης του τόπου, συνείδησης που αγωνίζεται κάθε φορά να γίνει καθολική του έθνους.
Ακούστε σχετικά τον Μέγα Παρακλητικό Κανόνα:
Οι μισούντες με μάτην
βέλεμνα και ξίφη και λάκκον ηυτρέπισαν
και επιζητούσι
το πανάθλιον σώμα μου σπαράξαι μου
και καταβιβάσαι προς την γην
Αγνή, επιζητούσι
αλλά εκ τούτων
προφθάσασα, σώσον με.
Ακούστε και το”Αξιον εστί”:
Ηρθαν
ντυμένοι φίλοι
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους
……….
και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους”.
Με τον ίδιο τρόπο που ο Ελύτης μιλάει εκ μέρους του λαού και παίρνει δύναμη από τα πάθη και τα παθήματά του, για να σαλπίσει την εθνική αντίσταση, με αυτόν και ο Μίκης Θεοδωράκης μιλά μουσικά εκ μέρους του έθνους και η σύνθεση εναρμονίζεται τόσο που μοιάζει σαν να έρχεται από μέσα μας, σαν να ‘ναι όλα αυτά που θα θέλαμε να πούμε και να γράψουμε. Διατρέχει τη μακρά πορεία ενός πολιτισμού που αν και ενσωμάτωσε ποικίλες επιρροές και δέχτηκε στοχευμένες πιέσεις, παραμένει μοναδικός, ξεχωριστός και εύφορος, τουλάχιστον όσο μπορεί να παράγει έργα όπως το “Αξιον εστί”.
Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια συγκεφαλαίωση της λαϊκής μουσικής από τη βυζαντινή και το δημοτικό τραγούδι, όπως εμφανίζονται από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Αυτή η πλατιά έννοια που επιτυχημένα προσέδωσε στην προσπάθειά του ο Μίκης Θεοδωράκης κατέστησε τη μουσική απόδοση του “Αξιον εστί” εμβληματική. Κατέβασε τη μεγάλη ποίηση στα χείλη των απλών ανθρώπων και απέδειξε ότι η λαϊκή μουσική μπορεί να παράξει αριστουργήματα που αντέχουν στον χρόνο. Συνέβαλε αποφασιστικά στον εξευγενισμό και στην αποδοχή του μπουζουκιού ως ιδιαίτερου ερμηνευτικού ύφους, μεταιχμιακού ανάμεσα στον δυτικό και στον ανατολικό τρόπο, δηλαδή γνήσια ελληνικό. Κι αυτό δεν είναι λίγο.
Το “Αξιον εστί” άνοιξε μια χαραμάδα μέσα απ’ την οποία μια ολόκληρη γενιά μπόρεσε να δει πέρα από την επιβαλλόμενη πολιτιστική ομοιομορφία. Και η απήχησή του σε πείσμα της επέλασης ενός μετανεωτερικού κόσμου που ομογενοποιεί τα πάντα, και κυρίως τον πολιτισμό, κάνει πιο επιτακτικό το αίτημα όχι μόνο για μια νέα ανάγνωση, αλλά και για μια νέα αντίσταση στον μεσαίωνα της υποκουλτούρας και του χαμηλού γούστου.
Από την άποψη αυτή είναι επαινετή η πρωτοβουλία της Μικτής Χορωδίας Λιβαδειάς Έρκυνα να αναλάβει το απαιτητικό εγχείρημα της παρουσίασης του “Αξιον εστί” στο πέτρινο θέατρο της Λιβαδειάς. Οι οιωνοί είναι καλοί, οι συντελεστές αξιόλογοι. Το αποτέλεσμα θα το απολαύσουμε τη Δευτέρα 26 Αυγούστου στις 9.00 μ.μ.
INFO
ΤΡΟΦΩΝΙΑ 2019
“ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ”
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ – ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Λαϊκός τραγουδιστής: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ
Ψάλτης: ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΑΣ-ΤΣΙΡΙΓΩΤΗΣ
Αφηγητής: ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΤΣΙΦΗΣ
Συμμετέχουν: ΜΙΚΤΗ ΧΟΡΩΔΙΑ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ ΕΡΚΥΝΑ
ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΚΑΜΕΡΑΤΑ ΕΡΚΥΝΑ
ΛΑΪΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΕΡΚΥΝΑ
Καλλιτεχνική και μουσική διεύθυνση: TODOR KABAKCHIEV
Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019
Ωρα: 21.00
Ανοιχτό Θέατρο Κρύας Λιβαδειάς
Είσοδος ελεύθερη
Ωρα προσέλευσης: 19.45 έως 20.45