Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου
Από τους ιδιαίτερους εκείνους ανθρώπους, που δίνουν ένα νόημα στις περαστικές εντυπώσεις, τις ίδιες που ένας άλλος εξίσου διεισδυτικός παρατηρητής απλώς θα κατέγραφε, ο Εβλιγιά Τσελεμπή είναι ο σημαντικότερος ίσως Οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα. Ταξίδεψε σαράντα χρόνια ολόκληρα για να γνωρίσει τον κόσμο και επισκέφτηκε την Αίγυπτο, τη Μέκκα, την Περσία, τη Ρωσία, τη Μολδαβία, την Αυστρία, τη Δανία, την Ολλανδία και τη Σουηδία διεκπεραιώνοντας διάφορες διπλωματικές και στρατιωτικές αποστολές. Η εποχή συμπίπτει με την ακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επί Μουράτ του Δ’ και ο Εβλιγιά έχει την αυτοκρατορική υπεροχή και την κατακτητική πνοή των σουλτανικών ορδών στην άκρη της πένας του. Το 1668 ταξιδεύει στην Ελλάδα με τρεις «συντρόφους» και τρεις υπηρέτες-συνοδούς. Στα τέλη Φεβρουαρίου ξεκίνησε από την Αδριανούπολη και το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου φαίνεται να έφτασε στην Αθήνα για να συνεχίσει στην Πελοπόννησο και την Κρήτη.
Οι ταξιδιωτικές αναμνήσεις που μας αφήνει από τη Λιβαδειά παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για την κατάσταση της πόλης μέσα στην καρδιά της τουρκοκρατίας καθώς αποτελούν τη λεπτομερέστερη περιγραφή της κατά τη διάρκεια του σκοτεινού 17ου αιώνα έστω και κάτω από τον περιορισμό των μυθικών και παράδοξων στοιχείων που ο Εβλιγιά εμπλέκει στην αφήγησή του. Αλλά πριν φτάσουμε σ’ αυτές είναι επιβεβλημένο να πούμε δυο ακόμα λόγια για την ίδια την ουσία του τεράστιου έργου που μας παραδίδει, του δεκάτομου «Βιβλίου των Ταξιδιών» (Seyahat- name).
Ο Εβλιγιά Τσελεμπή συνιστά ένα μοναδικό φαινόμενο και δεν μπορεί να ταξινομηθεί ούτε στην περιηγητική ούτε στην αυτοβιογραφική γραμματεία. Αν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πότε οι πληροφορίες που μεταφέρει είναι τεκμηριωμένες ή απλώς γράφονται για να διασκεδάσουν τους αναγνώστες, αυτό μπορεί να αποδοθεί ασφαλώς στην εποχή αλλά και στην προσπάθεια του ίδιου του Εβλιγιά Τσελεμπί να προσαρμόσει το γραπτό του στη δική του και στην του αναγνωστικού του κοινού οθωμανική κοσμοαντίληψη.
Από την άποψη αυτή, είναι σύνηθες στο Βιβλίο των Ταξιδιών ο Εβλιγιά να προβαίνει σε μια οξυδερκή παρατήρηση αντάξια ενός διεισδυτικού διανοούμενου κι αμέσως παρακάτω να αποδέχεται τον πιο εξωφρενικό ισχυρισμό που έχει υιοθετήσει μετά από συζητήσεις με τους “ιστορικούς”, όπως τους αναφέρει, που συναντά ή που χρησιμοποιεί ως πηγές από τα διαβάσματά του. Από αυτόν τον τελευταίο κανόνα δεν εξαιρείται η Λιβαδειά και μάλιστα στο σημείο που αφορά τις ονομασίες.
Ετσι ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι τον καιρό των κιαφίρ (απίστων) το φρούριο της Λιβαδειάς ανήκε στη βασίλισσα Λεβαζία, την «αγνή κόρη του σοφού και θείου Πλάτωνος», του Πλάτωνα που ζούσε στην Αθήνα, και αργότερα από παραφθορά η πόλη ονομάστηκε Λεβάδεια. Και στη θαυμάσια περιγραφή της Ερκυνας, ο Εβλιγιά τη θέλει να πηγάζει από το όρος Γεχούντ, που βρίσκεται στην περιοχή της Ναυπάκτου και εκβάλλει στη Μεσόγειο!
Όμως ας τα πάρουμε από την αρχή. Καβάλα στα άλογά της η παρέα του Εβλιγιά Τσελεμπί, έπειτα από τέσσερις ώρες πορεία νότια της Μενδενίτσας, έφτασε στην περιοχή της Χαιρώνειας, έναν μικρό κασαμπά (κωμόπολη, στα τούρκικα) με εκατό σπίτια, τζαμί και μεντρεσέ. Όμως ο οικισμός με τον Λέοντα δεν στάθηκε φιλόξενος για την κοσμοπολίτικη παρέα των περιηγητών. Ο Εβλιγιά κάνει λόγο για «τον φόβο των απίστων ληστών που δεν μας επέτρεψε να διανυκτερεύσουμε εκεί», οπότε μέσα από μια πεδιάδα νότια-νοτιοανατολικά και πορεία τεσσάρων ωρών αφίχθηκαν στη Λιβαδειά.
Εδώ βρήκαν τη φιλοξενία που έψαχναν στο αρχοντικό του Χουσεΐν αγά ζαδέ (ζαδές, ο ευγενικής καταγωγής, ο γόνος καλής οικογενείας), που ήταν ο τελώνης και ο δικαστής των βακουφίων. Παρουσιάζει ενδιαφέρον η παρατήρηση του Εβλιγιά ότι η παρέα των περιηγητών πέρασε όμορφα στη Λιβαδειά όπου πρέπει να έφτασαν στο τέλος της άνοιξης με αρχές καλοκαιριού. Η ημερομηνία/εποχή συνάγεται από δύο παρατηρήσεις: ότι επαινεί τα εύγευστα κεράσια που έφαγε στην πόλη και μια ακόμα αναφορά ότι τον μήνα Ιούλιο οι περισσότεροι κάτοικοι παραθερίζουν στα αμπέλια τους, στους τρεις χιλιάδες αμπελώνες που περιέβαλλαν τη Λιβαδειά, από τους οποίους οι χίλιοι ήταν απαλλαγμένοι της φορολογίας. Το μέλι που παράγεται είναι επίσης εύγευστο σύμφωνα με τον ταξιδευτή μας, που δεν παραλείπει να αφήσει λεπτομερείς σημειώσεις για τους ανθρώπους της πόλης.
Οι νέοι, μας λέει, ντύνονται σαν τους νησιώτες, με στενά χρωματιστά ρούχα και τρία μαχαίρια στη ζώνη τους. Στο κεφάλι φορούν κόκκινα φέσια, μαύρα φιλάρ (είδος παντόφλας, που φορούσαν κυρίως οι γενίτσαροι) κι έχουν γυμνές τις κνήμες. Οι πιο ηλικιωμένοι φορούν τσόχινα ρούχα και σαρίκι στο κεφάλι. Για τις γυναίκες είναι πιο αναλυτικός, καθώς, όπως ήταν φυσικό, συγκέντρωσαν την προσοχή της συντροφιάς. Οι Τουρκάλες οι χανούμισσες φορούσαν τσόχινους φερετζέδες και περπατούσαν με την προσήκουσα σεμνότητα. Όμως οι Ελληνίδες, «τα αξιέραστα κορίτσια των Ρωμιών», με τις ατημέλητες μπούκλες, ντύνονται στα μεταξωτά και περιφέρονται με ακάλυπτα πρόσωπα. Υπάρχουν πολλές γοητευτικές γυναίκες στη Λιβαδειά, αποφαίνεται, και στο σημείο αυτό δεν έχουμε λόγο να μην τον πιστέψουμε.
Για την ίδια την πόλη και την μορφή της οι παρατηρήσεις του είναι εξίσου σημαντικές. Κατά τον Εβλιγιά η Λιβαδειά κείται έξω από το φρούριο πάνω σε επτά λόφους και επτά φαράγγια. Περιλάμβανε συνολικά 2.020 σπίτια χριστιανών και μουσουλμάνων που ήταν χτισμένα το ένα κοντά στο άλλο χωρίς κήπους, αυλές και αμπέλια, πράγμα που έδινε την αίσθηση μιας στενότητας που δεν άρεσε στον περιηγητή. Ευρύχωρα βρήκε τα σπίτια της συνοικίας Μασλαχετίν, που αντιστοιχεί πιθανότατα στη σημερινή συνοικία του Ζαγαρά – Αγίας Αννας. Από τους επτά μωαμεθανικούς μαχαλάδες που υπήρχαν στην πόλη ο περιηγητής μας θεωρεί άξιους αναφοράς τους πέντε: ο Μασχαλετίν μαχαλάς, ο Καρσί μαχαλάς (σημερινό Λυκοχώρι), ο Κάτω μαχαλάς (περιοχή σημερινής Μητρόπολης), ο μαχαλάς της Αγοράς (στη σημερινή Στρατηγού Ιωάννου) και ο μαχαλάς του Βοεβόδα (περιοχή Κρύας).
Ο Εβλιγιά αναφέρει και έξι μαχαλάδες κιαφίρηδων (άπιστων), στους οποίους συνοικούσαν Ρωμιοί, Λατίνοι και Αρμένιοι και οι οποίοι πιθανότατα ήταν οι ευρύτερες συνοικίες μέσα στις οποίες εντάσσονταν και οι μουσουλμανικοί μαχαλάδες.
Πριν δούμε αναλυτικά την τοπογραφία της Λιβαδειάς κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπί, να σημειώσουμε ότι είναι εκείνος που αναφέρει πως η Λιβαδειά κατακτήθηκε από τον Μωάμεθ τον Πορθητή το 1460 διά χειρός Γαζή Ομέρ μπέη, ο οποίος την πήρε ως «χάρισμα, αφού την απέσπασε από τους άπιστους Βενετούς και τους εξίσου άπιστους Ρωμαίους, μαζί με το αξίωμα του μιρλιβά» (μπέης του σαντζακίου, ταξίαρχος).
Εκεί, στο δεύτερο μισό του 15ου αι. χρονολογείται και η ανέγερση του τζαμιού του Γαζή Ομέρ μπέη, που σώζεται ακόμα στη διασταύρωση Στρατηγού Ιωάννου και Τσόγκα. Ο Ομέρ ήταν γαζής, δηλαδή ένας από τους κατακτητές της Βοιωτίας και της Λιβαδειάς. Σαν πιστός μουσουλμάνος, ένα από τα πρώτα του μελήματα ήταν η ανέγερση τζαμιού και η κατασκευή ενός πολυτελούς χαμάμ. Το τζαμί του Γαζή Ομέρ έμελλε να αποτελέσει τους επόμενους τρεισήμισι αιώνες το κέντρο της ισλαμικής ζωής στην περιοχή. Επιπλέον, έδωσε το όνομά του στην κεντρική συνοικία της Λιβαδειάς κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που λεγόταν κι αυτή συνοικία Γαζή Ομέρ μπέη καθώς οι Τούρκοι ονομάτιζαν τις συνοικίες/μαχαλάδες από τα οθωμανικά δημόσια ή θρησκευτικά κτήρια που βρίσκονταν μέσα στα όριά τους.
Θα συνεχίσουμε με τα υπόλοιπα στοιχεία για τη Λιβαδειά του Εβλιγιά Τσελεμπή σε επόμενο σημείωμα. Δείτε εδώ τα στοιχεία για τον Γαζή Ομέρ μπέη και το τζαμί του στη Λιβαδειά.
Ο Κόμης Δράκουλας, ο Γαζή Ομέρ Μπέης και το Τζαμί της Λιβαδειάς
ΠΗΓΕΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Δημήτρη χρειάζεται κόπος να μελετήσει και όχι να αναγνώσει κάποιος τον Εβλιγιά Τσελεμπή .Συγχαρητήρια.
Εϊναι πολϋ ενδιαφέροντα όλα αυτά καθώς ήταν απο τοϋς πιο παλαιοϋς περιηγητές που πέρασαν.
Με την ψηφιοποϊηση των απανταχοϋ βιβλιοθηκών και αρχείων μουσείων θα μάθουμε και άλλα πολλά στο μέλλον αρκεί να ερευνούμε.
Επι την ευκαιρία των ημερών και ένα ερώτημα Δημήτρη:
Η γνώση του ιστορικοϋ παρελθόντος μας δεν εϊναι υποχρέωσή μας?
Πόσοι απο τούς υποψηφίους που έχουμε στήν Λιβαδειά ξέρουν π.χ πότε απελευθερώθηκε η πόλη απο τους Τοϋρκους?
Το ποσοστό σϊγουρα μονοψήφιο….
Λέβαδε θεωρώ κι εγώ ότι λίγοι από τους υποψηφίους έχουν τις γνώσεις που απαιτεί η θέση την οποία διεκδικούν. Κι αυτό είναι γενικότερο πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία που έχει διδαχτεί από τους προύχοντες ότι καθένας μπορεί να είναι από σχεδιαστής εξωτερικής πολιτικής έως προπονητής διεθνούς επιπέδου. Δυστυχώς έτσι έχουν τα πράγματα -αλλά επιτέλους κάποιοι αρχίζουν να αφυπνίζονται.