Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου
Φίλος ο Θεοδώρου, φιλτέρα η Λιβαδειά, φιλτάτη η αλήθεια. Η κάθοδος του Θοδωρή Θεοδώρου με την παράταξη Ταγκαλέγκα προκάλεσε αναταράξεις όχι πολιτικές, όπως θα έπρεπε, αλλά παραπολιτικές και σε μερικές περιπτώσεις αποκαλυπτικές. Υποχρεωτικά θα αναφερθούμε στα πρόσωπα του δράματος. Τα συμπεράσματα είναι εύκολα και τελικοί κριτές παραμένουν οι πολίτες .
Ο Θεοδώρου δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ότι τόσο οι καταγγελίες του όσο και η αναίρεσή τους δεν συνιστούν προσωπικό του πρόβλημα. Αποτελούν τεράστιο ηθικό ζήτημα για ολόκληρη την πόλη. Αυτή η α-πολιτική στάση, που ήταν εμφανής σε όλη τη θητεία του, τον οδήγησε σε διλήμματα που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί και στη δύσκολη θέση να απολογείται ενώ υποτίθεται ότι ήταν ο θιγμένος, ο εκβιαζόμενος.
Δεν μπορώ να καταλογίσω κάποιες ευθύνες στην Πούλου εκτός από τη γνωστή μέτρια πολιτική νοημοσύνη του δόγματος ότι «αφού οι καταγγελίες αφορούν αντιπάλους, εγώ βγαίνω κερδισμένη». Αν ήμουν εγώ δήμαρχος και γίνονταν στο Δημοτικό μου Συμβούλιο τέτοιες καταγγελίες, θα κλείδωνα την πόρτα μέχρι να διαλευκάνω πολιτικά την υπόθεση. Όχι ασφαλώς για να κερδίσω τις εντυπώσεις, αλλά για να προστατεύσω την πόλη που με εξέλεξε -αυτή είναι η κύρια δουλειά των δημάρχων.
Ο Γιάννης ο Ταγκαλέγκας είναι αναμφίβολα ένας ικανός άνθρωπος. Το «τυφλό του σημείο» φαίνεται να είναι η εφεκτικότητά του σε πιέσεις που πιθανόν να τον παρασύρουν σε αμφιλεγόμενες επιλογές. Θα ήθελα πραγματικά να πιστέψω το αγνό σενάριο για αγαθές κοινές προθέσεις, όμως δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι συνέβη παρασκηνιακά στην υπόθεση Θεοδώρου. Αλλά μπορώ να εγγυηθώ στον Γιάννη ότι αυτές τις εκλογές στη Λιβαδειά δεν θα τις κερδίσουν οι σταυροί. Θα τις κερδίσει το αφήγημα, η συνέπεια, το ήθος και η αντιστοιχία ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις.
Κερδισμένος από τη δυσάρεστη διαδικασία της υπόθεσης Θεοδώρου εν μέρει εξέρχεται ο Δημήτρης ο Καραμάνης. Θα ήταν μεγαλύτερα τα κέρδη του αν δεν είχε διεκδικήσει το χρίσμα της ΝΔ δίνοντας μια χροιά αχρείαστη στον συνδυασμό του.
Ο Νώντας ο Κοτσικώνας από πολιτικής, ηθικής και εκλογικής άποψης είναι ο ουσιαστικά κερδισμένος. Και για μεν την πολιτική ανάλυση που θέλει «τις “αστικές παρατάξεις” να βυθίζονται στη διαφθορά και τη σήψη» μπορεί να εγερθούν βάσιμες αντιρρήσεις. Αλλά καμία αντίρρηση δεν μπορεί να εγερθεί για το ήθος με το οποίο πολιτεύεται πολλά χρόνια στον δημόσιο στίβο χωρίς ποτέ να έχει αξιοποιήσει ευκαιριακές αντιφάσεις για να καρπωθεί εφήμερες εντυπώσεις ή για να εξυπηρετήσει ποικιλώνυμα συμφέροντα.