Γράφει η Ροζαλία
Πως μας αρέσει αυτό που ζούμε; Ετοιμόρροπες σχέσεις, ζωές. Ψεύδη, επαφές σκοπιμότητας,χρησιμότητας. τυχαιότητας. Προσωπικά,πολιτικά .κοινωνικά αδιέξοδα Ο καμβάς μουσκευει τρυπάει Τα χρώματα χύνονται σου ξέφυγαν. Ολα γίνονται γκρι. Τι κυνηγάς; Οι τοίχοι στενεύουν τα τείχη ορθωνονται απειλητικά. Εσυ τι περιμένεις; “Eάν αυτο ειναι ο άνθρωπος”, οχι δεν ειναι αυτο λες. Και που το απευθυνεις; Ποσο καιρο εχεις να συναντηθείς με εσένα; Να αναμετρηθείς, να μετρήσεις τη σιωπή σου, την κραυγή σου, την πορεία σου. Να αγαπήσεις το παιδί που παράτησες στη δίνη της αποξένωσης στο κυνήγι της επιτυχίας στην επιβεβαίωση, στην ηδονή του αςημαντου, αςήμαντος καθώς εξελιχθηκες. Θητευεις και θητευεις στη χρυςοςκονη, στα ματια των άλλων, στην εικόνα, στην εντυπωςη. Ετσι όπως εντύπωση εχεις κι οτι ζεις. Ετσι όπως εντύπωση δεν θα προκαλέσει κι άμα δεν ζεις. Ετσι το ιδιο που εχεις πεθάνει και δεν το ξέρεις. Κι ούτε κι οι στοχευμενοι “φίλοι σου” το ξέρουν. Κι ούτε νοιάζεται κανεις αν εισαι ζωντανός.
Κι ιςως δεν αντέχεται το ζωντανό σ αυτη την ερειπωμένη φυλακή. Τι, να θυμίζει τρυφερά απογεύματα κι εκρηκτικά μεςημερια; Τι να λογαριάσει που γλιςτρηςες και πηρες την κατηφόρα; Οχι δεν θες. Καλα εισαι, καλα περνάς. Ζεις, δουλεύεις, εχεις οικογένεια. Αγαπάς τα παιδιά, το σύντροφο, εχεις φίλους, παριςταςαι σε γάμους, βαφτισεις, κηδείες, πολιτικές ελπίδες, εχεις αναζητηςεις, ε, τελος πάντων εισαι καλα! Μονο τα βραδια της Κυριακής, που σβήνεις τα φώτα να εκει σαν κατι να σου γνεφει. Θάναι η κούραση λες. Ξέρεις δεν ειναι. Ειναι πως, πώς να σου αρεσει αυτο που ζεις; Που δεν ζεις, που δεν αγαπάς, που δεν συγκινειςαι,που δεν κλονιζεςαι που δεν συγκλονιζεςαι. Που δεν νοιωθεις. Που δεν κοινωνεις τη βαθια σου ανάγκη. Που εισαι μαριονέτα. Που διεκπεραιωνεις και δεν σκηνοθετεις το δικο σου έργο. Που εισαι κομμάτι χωρις σύνολο. Που άλλα ονειρευεσαι αν δεν φοβάσαι τις ισορροπίες που προστατευουν γερά την ανιςορροπη αλλά κοινή ζωη σου. Τρεμεις να μείνεις μόνος. Πιο μόνος δε γίνεται αλλα δε θες να το πεις. Μην το ακούσει ο καιρός, η αποτυχία και σου γνεψει! Δεν θες. Θες να νομίζεις. Θες να συναναςτρεφεςαι. Θες να μιλάς . Γεννήθηκες όμως δώρο, να υπάρξεις. Να στολιςεις και να στολιςτεις. Να μάθεις. Να βουτήξεις στα βαθια, να βρεις τις επιθυμίες σου τις αμαρτίες σου τις γεύσεις τις μυρωδιές τα ταξίδια σου. Στη γνώση στην αγαπη στην προσφορά στη θυσία στον έρωτα. Τα προςπεραςες. Τα νομισες ολα εργαλεία να σε επιβεβαιώσουν. Κι εκει χάθηκες όπως κι αν το ονομασεις Χωρις πόρους θα αντικρίσεις το επικείμενο.