Τελευταία Νέα

Γράφει η Νέλη Χαχάμη

Τρέχουν οι ζωές μας, περνάνε οι μέρες, αλλάζουν οι εποχές. Παρατηρώντας για λίγο γύρω στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο καφέ, βλέπεις πρόσωπα χλωμά, αδιάφορα, μόνα. Θα δεις βλέμματα άδεια, κενά, χωρίς λάμψη, ούτε ζωηράδα. Χωρίς. Γενικώς.

Παρασυρόμαστε από μια καθημερινότητα σχεδόν «βίαιη», ακολουθούμε προγράμματα σαν καλορυθμισμένα ρομπότ, σκύβουμε κεφάλι και περπατάμε κάθε μέρα την ίδια ‘διαδρομή’. Συνηθισμένοι σε κάθε είδους ασχήμια, σαν έτοιμοι από πάντα για το χειρότερο, περιπλανιόμαστε–νομίζουμε με σκοπό–εδώ κι εκεί κι αυτό το ονομάζουμε ζωή.

Λέμε τι τύχη που έχω να φάω και μπορώ να περιμένω με χαρά το σαββατοκύριακο. Για να κοιμηθώ. Για να χωθώ κάτω απ’ τα σκεπάσματα και να μην βλέπω ό,τι κάθε μέρα. Για να κάτσω σ’ ένα σπίτι που ακόμα κι αν τυπικά είναι γεμάτο, συχνά είναι ζοφερά έρημο. Για να μπορώ να παίζω και τις 24 ώρες με το κινητό και να βλέπουν όλοι πόσο όμορφη είναι η ζωή μου. Η ποια;

Πόσο άδειο είναι προφανώς το μέσα, όταν το έξω, ο κόσμος, σ’ αφήνει απλώς τόσο αδιάφορο; Πόσο εύκολα παραδίνεται ο άνθρωπος στη μιζέρια και στο γκρι; Πόσο γρήγορα ξεχνάει τα χρώματα και τα αρώματα; Πόσο ανίκανοι στεκόμαστε να δημιουργήσουμε τα χρώματα που θέλουμε, όταν χρειαστεί; Πόσο θλιβεροί που νομίζουμε πως δεν χρειάζεται;

Είσαι ικανός για το καλύτερο, γι’ αυτό που ενίοτε δεν χωρά καν ο νους. Όμως σχεδόν πάντα επιλέγεις να μένεις τόσο ανεπεξέργαστος και τόσο κενός από εικόνες, σκέψεις, λέξεις, συναισθήματα. Έτσι δεν γεύεσαι ποτέ το «καλύτερο». Κι επειδή δεν το γνωρίζεις νομίζεις και πως δεν σε αφορά. Το κοροϊδεύεις. Το χλευάζεις. Του δίνεις πολλά βολικά ονόματα για να μην αντικρίσεις το λίγο σου.

Όμως συχνά νιώθεις μόνος ακόμα κι αν περιτριγυρίζεσαι από πολλούς. Συχνά ψάχνεις το νόημα στα όσα κάνεις και ποτέ δεν το έχεις βρει. Σε κουράζει ο τρόπος που ζεις. Δεν γελάς ποτέ πραγματικά. Δεν θυμάσαι καν πώς είναι να χαίρεσαι με το πιο μικρό και χαζό πράγμα.

Ωστόσο πάντα φταίει κάτι άλλο. Κάτι που δεν έχει να κάνει με εσένα τον ίδιο. Πια φταίει μόνο η κρίση. Κι έτσι είναι τόσο δικαιολογημένη η μαυρίλα που κουβαλάς, λες. Λύθηκε το πρόβλημα.

Κάποτε λυπόμουν βλέποντας ανθρώπους αποχαυνωμένους και παγωμένους. Λυπόμουν που δεν υπάρχει κάποιος να τους δείξει το φως. Να τους ξαναβάλει στον δρόμο και ν’ αρχίσει το ταξίδι. Τώρα πια σκέφτομαι πως τελικά μόνο εκείνοι που το θέλουν σώζονται και πως δεν είναι όλοι για ταξίδια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο