Γράφει ο Tηλέμαχος Χορμοβίτης
Αν και στην Ελλάδα έχουμε ταυτίσει τον ευρωσκεπτικισμό με τον Λαφαζάνη και το… Nομισματοκοπείο του, στην υπόλοιπη Ευρώπη ο ευρωσκεπτικισμός είναι κυρίως μια υπόθεση της Δεξιάς. Μάλιστα, στις περισσότερες χώρες οι δεξιοί ευρωσκεπτικιστές –με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του γαλλικού Εθνικού Μετώπου– έχουν ένα λίγο-πολύ φιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα (π.χ. οι Τόρηδες και το UKIP στη Μ. Βρετανία, ο Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία, η «Λίγκα» στην Ιταλία, το ΑfD στη Γερμανία κ.ο.κ.).
Ο συγκεντρωτισμός της ΕΕ, η δαιδαλώδης γραφειοκρατία, οι χιλιάδες κανονισμοί που φιλοδοξούν να ρυθμίσουν κάθε λεπτομέρεια της ζωής μας, τα πολυδάπανα project, όπως η περιβόητη «Κοινή Αγροτική Πολιτική», εξαγριώνουν τους οικονομικά φιλελεύθερους, οι οποίοι μάλιστα συνηθίζουν να αποκαλούν την ΕΕ, «Ευρωπαϊκή Σοβιετική Ένωση». Αντίθετα, οι εν Ελλάδι φιλελεύθεροι διακατέχονται από έναν σχεδόν οπαδικό φιλοευρωπαϊσμό, διαδηλώνουν με πανό «Γιούνκερ σ’ αγαπάμε» και αποκαλούν την Άγκελα Μέρκελ «εξοχοτάτη»… Όμως αν ένας έλληνας φιλελεύθερος, έπαιρνε έστω και στο ελάχιστο σοβαρά την ίδια την ιδεολογία του, θα είχε πολύ περισσότερους λόγους από έναν αριστερό για να είναι ευρωσκεπτικιστής.
Εδώ και 35 χρόνια ο καλύτερος σύμμαχος του εγχώριου παρασιτικού και κρατικοδίαιτου πολιτικοοικονομικού συστήματος, που καταγγέλλουν οι φιλελεύθεροι, δεν είναι άλλος από τις Βρυξέλλες. Τα ευρωπαϊκά πακέτα, τα φτηνά δάνεια, οι επιδοτήσεις, τα ΕΣΠΑ στήριξαν, χρηματοδότησαν και διαιώνισαν το μοντέλο αυτό. Η τεχνητή ευημερία που έφερε αυτός ο πακτωλός χρημάτων τελικά καθυστέρησε μοιραία τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, αφού έδινε στις κυβερνήσεις μας την ψευδαίσθηση πως όλα έβαιναν καλώς.
Το ευρώ χειροτέρευσε την κατάσταση. Τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια που επέτρεπε και η απομάκρυνση του φόβου μιας συναλλαγματικής κρίσης οδήγησαν σε μια άνευ προηγουμένου δανειστική φρενίτιδα, κυρίως από τη μεριά του κράτους, η οποία τελικά μας χρεοκόπησε. Ωστόσο, και η ευρωπαϊκή λύση στην ελληνική κρίση του 2010 κάθε άλλο παρά φιλελεύθερη ήταν. Το να παρέχεις νέα κρατικά δάνεια σε μια ήδη υπερχρεωμένη χώρα για να διασώσεις τράπεζες που έκαναν λανθασμένες επενδυτικές επιλογές μπορείς να το χαρακτηρίσεις «κορπορατισμό» ή «σοσιαλισμό των πλουσίων»• μικρή σχέση έχει, όμως, με την ελεύθερη αγορά. Παραδόξως, η καθαρή καπιταλιστική λύση μοιάζει με αυτή της Άκρας Αριστεράς: όχι νέα δάνεια, αλλά πτώχευση. Αυτό ζητούσαν οι περισσότεροι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι διεθνώς, ήδη από το 2010. Τέλος, η περίφημη πίεση που θα δεχόμασταν από την ΕΕ λόγω του Μνημονίου για να κάνουμε, επιτέλους, τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις αποδείχτηκε φενάκη. Οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν ελάχιστα, η χώρα κατρακύλησε στους δείκτες οικονομικής ελευθερίας, ενώ με τα μνημονιακά δάνεια το δημόσιο χρέος έφτασε σε νέα επίπεδα-ρεκόρ. Αντίθετα, αυξήθηκε θεαματικά η φορολογία και αυτό δεν ήταν μόνο επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων. Οι Ευρωπαίοι όχι μόνο επιβράβευσαν τις ελληνικές κυβερνήσεις παρέχοντας αφειδώς νέα δάνεια μετά από κάθε φοροκαταιγίδα, αλλά πολλές φορές πίεσαν και οι ίδιοι για νέους, ακόμη πιο δυσβάσταχτους, φόρους.
Και ενώ ύστερα από όλα αυτά θα αναμέναμε οι Έλληνες που αυτοχαρακτηρίζονται «φιλελεύθεροι» να βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή του ευρωσκεπτικισμού, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ίσως γιατί ο μεγάλος και πραγματικός καημός τους δεν είναι η απελευθέρωση της οικονομίας, αλλά το «εμείς πότε θα γίνουμε Ευρώπη;» Φαινομενικά κοσμοπολίτες, στην πραγματικότητα διακατέχονται από έναν βαθύ επαρχιωτισμό, που εκδηλώνεται με έναν τυφλό θαυμασμό για οτιδήποτε μας έρχεται από την Εσπερία και με την ακράδαντη πεποίθηση πως η λύση για όλα τα προβλήματά μας θα έρθει από το εξωτερικό, ακόμη και αν η λύση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την ιδεολογία τους.
Σήμερα στη μετα-Brexit Ευρώπη το ευρωπαϊκό σχέδιο δείχνει να παραπαίει και εκφράζονται επιφυλάξεις για την ίδια τη βιωσιμότητά του. Στη χώρα μας, τα αδιέξοδα των μνημονίων είναι πιο φανερά από ποτέ, τα νούμερα δεν βγαίνουν, ενώ το ίδιο το ΔΝΤ έχει παραδεχτεί ότι θα έπρεπε να είχε γίνει ένα γενναίο κούρεμα του χρέους ήδη από το 2010. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο ευρωσκεπτικισμός γίνεται όλο και πιο έντονος. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, το 53% των Ελλήνων πιστεύει πως η είσοδος της χώρας στην Ευρωζώνη ήταν λανθασμένη απόφαση, ενώ το 45% έκρινε τη συμμετοχή μας στην ΕΕ ως αρνητική. Παρ’ όλα αυτά, τα κόμματα εξουσίας και τα ΜΜΕ παρουσιάζουν την ευρωπαϊκή λύση ως μονόδρομο. Και κάτι τέτοιο είναι επόμενο, αφού το ελληνικό πολιτικοοικονομικό σύστημα (και φυσικά και ο ΣΥΡΙΖΑ) είναι τόσο εξαρτημένο από τις επιδοτήσεις, τα πακέτα και τα δάνεια της ΕΕ, που δεν πρόκειται να κάνει απολύτως κανένα βήμα για να κλονίσει αυτή την τόσο επικερδή γι’ αυτό σχέση.
Έτσι το ευρωσκεπτικιστικό αίτημα μένει περιθωριοποιημένο σε κύκλους «ψεκασμένων» και ακροαριστερών, οι οποίοι πιστεύουν πως το ανεξέλεγκτο τύπωμα χρήματος, που θα φέρει η επιστροφή στη δραχμή, και η αύξηση των δημοσίων δαπανών είναι η λύση για όλα τα προβλήματα της χώρας. Με τέτοιες προτάσεις, είναι λογικό που η πλειοψηφία του κόσμου, παρότι ευρωσκεπτικιστική, διστάζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να σκεφτεί τη χώρα εκτός ευρώ ή ΕΕ.
Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, αυτό που δεν έχουν καταλάβει ακόμη οι εγχώριοι δεξιοί και φιλελεύθεροι είναι ότι σύντομα το δίλημμα για την Ελλάδα δεν θα είναι μεταξύ παραμονής και εξόδου από το ευρώ. Το δίλημμα θα είναι μεταξύ εξόδου από το ευρώ με κρατικίστικη οικονομική πολιτική και εξόδου με φιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Οι υποστηρικτές της πρώτης επιλογής έχουν ήδη οργανωθεί και παρουσιάζουν τα επιχειρήματά τους. Για να μην τους αφήσουν το ιδεολογικό μονοπώλιο στη νέα εποχή, όσοι πιστεύουν στη φιλελεύθερη οικονομία οφείλουν να δείξουν υπευθυνότητα και, αφήνοντας στην άκρη τον αδιέξοδο και παρωχημένο ευρωφετιχισμό τους, να παρουσιάσουν ένα σοβαρό πρόγραμμα εξόδου, συνοδευόμενο από ριζοσπαστικές φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις.
Μια φιλελεύθερη ευρωσκεπτικιστική πρόταση θα απευθυνόταν σε όλον αυτόν τον κόσμο που θεωρεί ανεύθυνες τις οικονομικές προτάσεις της ευρωσκεπτικιστικής Αριστεράς, αλλά παράλληλα βλέπει πως οι περίφημες ευρωπαϊκές λύσεις δεν οδηγούν πουθενά. Θα έβγαζε τη συζήτηση για το Grexit από το περιθώριο και θα έδινε μια ρεαλιστική και πειστική εναλλακτική στα σημερινά αδιέξοδα του ευρω-consensus. Αυτή η πρόταση θα μπορούσε να κινηθεί σε κατευθύνσεις που η Αριστερά, παγιδευμένη στις κρατικίστικες και «αντι-ιμπεριαλιστικές» ιδεοληψίες της, αδυνατεί να το κάνει. Πρώτον, θα έδειχνε πως η έξοδος από το ευρώ δεν σημαίνει αναγκαστικά μια υποτιμημένη πληθωριστική δραχμή, αλλά ότι υπάρχουν τρόποι για να συγκρατηθεί η υπαρκτή τάση των πολιτικών μας για τύπωμα χρήματος: παράλληλη κυκλοφορία ή ελεύθερος ανταγωνισμός νομισμάτων, «χρυσή» δραχμή, συνταγματική πρόβλεψη που θα περιόριζε τη νομισματική κυκλοφορία και τις δαπάνες. Δεύτερον, η έξοδος από το ευρώ και η παράλληλη πτώχευση θα συνοδεύονταν από ένα πρόγραμμα σαρωτικών ιδιωτικοποιήσεων και δραστικής μείωσης της φορολογίας, που θα μπορούσαν να προσελκύσουν επενδύσεις και να αυξήσουν την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και το νέο νόμισμα. Τρίτον, η εκμετάλλευση των ευκαιριών που παρέχει το νέο διεθνές τοπίο, όπως αυτό διαμορφώνεται με το Brexit, την ενίσχυση της ιδιαίτερης σχέσης ΗΠΑ-Μ. Βρετανίας και τη διαφαινόμενη προσέγγιση της Αμερικής του Τραμπ με τη Ρωσία του Πούτιν, θα μπορούσε να ισορροπήσει τους ενδεχόμενους γεωπολιτικούς κίνδυνους που θα δημιουργηθούν για τη χώρα μας από τη ρήξη με την ΕΕ.
Μόνο έτσι, και όχι με υστερικές κραυγές και «δηλώσεις πίστεως» προς τις Βρυξέλλες, οι έλληνες φιλελεύθεροι θα μας πείσουν ότι, πράγματι, δεν θέλουν η χώρα να γίνει Βενεζουέλα, όπως τόσα χρόνια ισχυρίζονται.
*Το άρθρο του Τηλέμαχου Χορμοβίτη πρωτοδημοσιεύθηκε στο Unfollow 63.