του Δημήτρη Λάμπρου
Αν θέλει κάποιος να μιλήσει ψύχραιμα πρέπει να κάνει ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο του Νίκου Μπελογιάννη.
Στη ζωή του υπήρξε στρατιωτικός διοικητής ενός ανταρτικού στρατού που πολλές φορές χρησιμοποίησε ειδεχθή μέσα ακόμα κι όταν αυτό δεν υπαγορευόταν από τις τακτικές ή στρατηγικές ανάγκες του εμφυλίου πολέμου στον οποίο συμμετείχε.
Ετσι πιθανόν να ευθύνεται για πολιτικά εγκλήματα, για υπερβάλλοντα ζήλο και για άλλες συνηθισμένες σε εποχές εμφύλιου διχασμού αλλά πάντοτε αποτρόπαιες πράξεις.
Επειτα ο Μπελογιάννης δέχτηκε να γίνει πιόνι του μεγάλου γεωπολιτικού ψυχροπολεμικού παιχνιδιού που εξελίχθηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1950.Οταν χρειάστηκε να ανοίξει ο δρόμος για τον πύργο να προχωρήσει στο ματ όπως ήταν αναμενόμενο τα πιόνια θυσιάστηκαν, μεταξύ αυτών και ο Μπελογιάννης.
Δεν υπήρξε πολιτικός τυχοδιώκτης αλλά ήταν σίγουρα πολιτικά αφελής σε έναν κόσμο που η Γιάλτα τον χώριζε σαν άβυσσος –κι αυτό σε πολλές περιπτώσεις είναι πιο επικίνδυνο για τον λαό και το έθνος που διατεινόταν ότι αγαπούσε υπερβολικά.
Όμως ο θάνατος του Μπελογιάννη είναι κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ σημαντικότερο από τη ζωή του και μόνον για λόγους αποδόμησης του μύθου γίνεται η προσπάθεια να συνδεθεί με τη στρατιωτική και πολιτική του δράση. Μα θα μου πείτε οι ευθύνες του ΚΚΕ, ο Πλουμπίδης κ.λπ., το επιτήδειο Κέντρο και ο Πλαστήρας, οι ακραίοι της Δεξιάς, οι Αμερικανοί, οι Σοβιετικοί κ.λπ..
Κι από όλα αυτά η επιλογή του Μπελογιάννη να βαδίσει -στα 37 του χρόνια με γυναίκα και νεογέννητο παιδί- προς το εκτελεστικό απόσπασμα είναι πιο σημαντική. Ως ηρωικό υπόδειγμα αγωνιστικού ήθους΄, σπάνιο, αξιομνημόνευτο και διδακτικό.
Το νόημα της θυσίας του Μπελογιάννη συνόψισε η παρέμβαση που έκανε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή»
Το ηθικό μεγαλείο της πράξης του συντάραξε τον κόσμο και ήταν φυσικό οι πνευματικοί άνθρωποι να ξεσηκωθούν για τη διάσωσή του. Ανάμεσά τους ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο ίδιος ο Κάρολος Ντε Γκολ –υπεράνω κάθε υποψίας αυτός για συνοδοιπορία με τη σοβιετική πολιτική.
Ενας άλλος Κάρολος, ο Μαρξ, θα εκπλησσόταν καθώς ένας οπαδός του, ένας αδιάλλακτος υλιστής σαν τον Μπελογιάννη, επέλεξε να πεθάνει για την ιδεολογία του, για εκείνο δηλαδή που ο ίδιος είχε χλευάσει ως ψευδή συνείδηση.
Σε όλες τις περιπτώσεις ο Μπελογιάννης έγινε ο ίδιος η αλλαγή που ήθελε να φέρει στον κόσμο και αυτό συνιστά ένα απαράμιλλο παράδειγμα συνέπειας, αγωνιστικότητας και ήθους –χωρίς να τον απαλλάσσει ασφαλώς από τις ευθύνες που μπορούν να του καταλογιστούν.
Γι’ αυτό θα συνιστούσα σε όλους εκείνους που το μόνο που τους απασχόλησε στη ζωή τους ήταν η μεζονέτα τους, οι καταθεσούλες τους και οι διακοπές τους ή οι επιδοτήσεις και οι διαφημισούλες τους να μην είναι τόσο εύκολοι στους χαρακτηρισμούς ανθρώπων που ανέβηκαν με μια τους πράξη λίγο πάνω από τον μέσο όρο.
Είναι συνηθισμένο αλλά δεν παύει να είναι απεχθές οι μικροί άνθρωποι να προσπαθούν να μειώσουν ό,τι τους υπερβαίνει, να προσπαθούν να κοντύνουν τους υψηλούς και τους σπουδαίους.
Κι όλα αυτά τα γράφω εγώ που αν ζούσα την εποχή του Μπελογιάννη πιθανότατα θα πολεμούσα με την αντίθετη παράταξη εναντίον του. Αλλά που δεν έχω πρόβλημα ή μάλλον θεωρώ στοιχειωδώς έντιμο να αναδείξω το μεγαλείο ενός ανθρώπου που επιλέγει όχι μόνο το πώς θα ζήσει αλλά κυρίως το πώς θα πεθάνει.