Toυ Zoetic
Υπάρχουν κάποιοι δρόμοι που δεν θα μάθεις ποτέ που οδηγούν διότι είναι αποκλεισμένοι στην εσωστρέφεια από στερεοτυπικά οδοφράγματα. Ένας τέτοιος είναι η Φυλής.
Μεταξύ μας, δεν φταίει ο δρόμος αλλά εμείς, ενίοτε και εσύ.
Είμαι βέβαιος πως δεν έχεις έρθει ποτέ στα μέρη μας.
Έχεις πιο ιμπρεσιονιστικά όνειρα: να περιπλανηθείς στην Route 66, να κάνεις σαφάρι στην Τανζανία πάνω στην ράχη ενός κοραλλί μονόκερου, να ταξιδέψεις με τον Υπερσιβηρικό.
Δεν θέλεις να έρθεις στο Ζεφύρι, άλλωστε ότι ήταν να δεις το βλέπεις σαν αμπαλαρισμένο περιθώριο, στα hip hop βιντεοκλίπ του MTV: ριπές Καλάσνικοφ, πλανόδιοι έμποροι κηπευτικών και παραισθησιογόνων, echo από τα ηχεία των εσπερινών, διάσπαρτες χωματερές, αδιέξοδα στενοσόκακα με νερολακκούβες, μπαζωμένα ρέματα.
Δεν μιλάω με καημό. Όσο μας αποφεύγετε εσείς άλλο τόσο και εμείς. Η επαφή με τους ξένους μας ταράζει.
Ξένη ή μάλλον αλλόκοτη ήταν κάποτε και εκείνη, κόρη ελλήνων της Τασκένδης. Είχε έρθει στο Ζεφύρι το 1986, στην πρώτη δημοτικού.
Πώς ήταν το Ζεφύρι τότε; Περίπου όπως και τώρα, μια αποικία εξόριστων με τεκμήρια κοινωνικής επιτυχίας τα αγροτικά αυτοκίνητα, το πλαστικό γκαζόν στους κήπους, τα χρυσά σταυρουδάκια και το βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Αν είσαι καλοπροαίρετος μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον όρο αλμοδοβαρικό, αν όχι, βαλκανική φαβέλα. Αμφότεροι, πάντως, περιγράφουν εύστοχα όλες τις γειτονίες της ευρύτερης περιοχής.
Η παρέα μου ζούσε στις παρυφές της λεωφόρου Φυλής και η ιστορία που θα σου αφηγηθώ τοποθετείτε χρονικά, στα nineties και χωρικά μεταξύ του περιπτέρου με τα ψυγεία ΔΕΛΤΑ της οδού Α. και του ρέματος της Εσχατιάς.
Λοιπόν, εκείνη την εποχή είχαμε εκτοπιστεί από του Ρωσοπόντιους, σε μια αλάνα πίσω από το συνεργείο του Κορνήλιου. Έτσι συμβαίνει στη ζωή, η γεωμετρία της δύναμης κάποιες φορές αντιστρέφεται και ο πρόσφυγας διεκδικεί την χαμένη του αυτοεκτίμηση.
Εκεί, λοιπόν, ζούσαμε τις παιδικές μας ζωές.
Ποδόσφαιρο, κρυφτό, πόλεμος, πάρτι, βόλτες με τα ποδήλατα, λαθρεπιβίβαση στα λεωφορεία. Mια φορά, μάλιστα, μπήκαμε μέσα στο αστικό με ένα γάιδαρο. Ήρθε η ΕΚΑΜ για να μας βγάλει έξω.
Ήμασταν μια φυλή είκοσι αγοριών. Τα κορίτσια παίζαν στα μπαλκόνια τους. Όλα εκτός από τη Σαμάνθα.
Γεγονός είναι, πάντως, πως αν με ρωτούσες τότε, «γιατί αξίζει να ζει κάποιος στο Ζεφύρι;» θα σου απαντούσα, «για να έχει την τύχη να λέει πως την συναναστράφηκε».
Όλα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο όταν η Σαμάνθα πέρασε, από το εν δυνάμει, στο απόλυτο, καθώς μεταμορφώθηκε, σε διάστημα λίγων μόλις απογευμάτων, σε ταραντινική έμπνευση κάθε φυσικής επιθυμίας, ανανεώνοντας τα πρότυπα των ηδονών μας.
Η Φυλής, λοιπόν, το καλοκαίρι του ’95, απέκτησε μια μούσα παναθηναϊκής εμβέλειας και κατάφερε να αναδειχθεί σε τόπο προσκυνήματος. Συνέρεαν επίδοξοι γαμπροί, με τα Datsun τους, ακόμα και από την Ελευσίνα, έτσι συμπεραίναμε από τις πινακίδες τους. Ερχόταν και ο παπά Τζίμης ο οποίος είχε μόνιμο αξεσουάρ, έναν παπαγάλο στον δεξί του ώμο.
Εκείνη, που λες, εμφανιζόταν στην αλάνα μαζί με τις φίλες της, οι οποίες περνούσαν και την έπαιρναν, αφού προηγουμένως είχαν ανάψει τα καντήλια σε όλα τα εκκλησάκια, σε κάθε στροφή και διασταύρωση του δρόμου. Αυτή η συνήθεια των κοριτσιών είχε περισσότερο λειτουργική σημασία, αλλά όχι μόνο, καθώς έστω και έτσι φωταγωγούνταν, η σκοτεινή, σε λίγο, από δημοτικά φώτα, λεωφόρος.
Έμπαιναν στην αλάνα λες και κάναν πασαρέλα για την Victoria Secret. Όπως καταλαβαίνεις, τα παιγνίδια μας, με τις αντίπαλες γειτονιές, απέκτησαν διαστάσεις που δεν μπορούσε να δικαιολογήσει το ταλέντο μας, αν και κάποιοι τα κουτσοκατάφεραν να κάνουν μικρές καριέρες σαν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές.
Δεν σου έχω εξηγήσει ακόμα γιατί αγαπούσε το ποδόσφαιρό αλλά κυρίως γιατί οι γονείς της δεν την περιόριζαν. Ο λόγος ήταν η παθολογική της αγάπη για τον μεγαλύτερο αδελφό της ο οποίος είχε σκοτωθεί σε τροχαίο, επί της Φυλής και ενώ γύριζε με το ποδήλατό του από την προπόνηση της τοπικής ομάδας, στο δημοτικό στάδιο Καματερού. Ο τραγικός χαμός Εκείνου -δεν τολμώ ακόμα και σήμερα να αναφερθώ σε αυτόν με το όνομά του- αποτέλεσε σημείο αναφοράς για όλη την γενιά μας.
Όποια οικογένεια έχανε παιδί, σε τέτοια ηλικία, αποκτούσε αυτομάτως ασυλία, τα μέλη της ήταν στο απυρόβλητο.
Η απώλεια, που λες, την είχε κάνει αιρετική με το άθλημα, το οποίο απολάμβανε, μόνο συμμετοχικά και ουδέποτε σαν παθητική θεατής, ήταν σαν να υπαίτιε φόρο τιμής στον νεκρό.
Δεν συνάντησα, που λες, ποτέ ξανά, γυναίκα που μπορούσε να ελέγξει την μπάλα, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και χάρη, αν και για να είμαστε ειλικρινείς, δεν έπαιζε μπάλα αλλά έκανε ωμή τέχνη.
Κάποιοι με αμφισβητούν. Είναι το χαρμάνι της νοσταλγίας και του ανεκπλήρωτου έρωτα, μου λένε. Μάλλον δεν μπορούν να δεχτούν πως ο ερωτισμός και το ποδόσφαιρο συγχωνεύτηκαν στο πρόσωπο μιας πιτσιρίκας από το Ζεφύρι. Αν ζούσε στην Σεβίλλη, ή αν την είχε ζωγραφίσει ο Pierre Auguste Renoir θα ήταν πιο πρόθυμοι να πιστέψουν. Είναι που δεν μάθανε, ποτέ, αυτό που οι ντόπιοι ξέραμε. Το Ζεφύρι ήταν η κιβωτός των περιθωριακών, η οποία είχε προσαράξει στο πιο κιτς οικιστικό σύμπαν αλλά είχε διαφυλάξει από το mainstream, τους εξόριστους προφήτες αυτού του τόπου.
Τώρα που είπα κιβωτός, άκου τι θυμήθηκα.
Αν όχι εκείνο το καλοκαίρι, τότε σίγουρα το επόμενο, συνέβη κάτι που σήμερα, στην εποχή του διαδικτύου, θα είχε κάνει τη Φυλής πρώτη είδηση παγκοσμίως. Στο πανηγύρι της αγίας Σωτήρας, ένας τσιγγάνος ερωτευμένος με τη Σαμάνθα, πήδηξε τα υποτυπώδη κάγκελα ενός περιοδεύοντος τσίρκου και άνοιξε τα κλουβιά των ζώων, για να της αποδείξει πόσο τολμηρός ήταν.
Φαντάσου στην νυχτερινή λεωφόρο, ανάμεσα στις βιτρίνες, τα κορναρίσματα και τα γκρέμουλα, να περιφέρονται ρινόκεροι, λιοντάρια, ελέφαντες, κροκόδειλοι, φλαμίνγκο και μαϊμούδες.
Δεν με πιστεύεις ε; Δεν με αφορά. Στο είπα παρενθετικά για να αντιληφθείς τα πάθη που ξυπνούσε.
Λοιπόν, τι έλεγα;
Μμμμ, ναι!
Όταν ήταν να ξεκινήσει ο αγώνας, απαιτούσε και έπαιρνε παράταση χρόνου, για να ετοιμαστεί. Ζωγράφιζε το πρόσωπό της όσο πιο υπερβολικά μπορούσε για να αποδώσει την διαφορά του φύλου της. Ότι κάνουν, δηλαδή, παίκτες και οπαδοί με τα διακριτικά της «φυλής» τους.
Στην ουσία οι ομάδες ήταν δύο, εμείς και αυτή.
Και ο αγώνας ξεκινούσε την ώρα που χτυπούσε η καμπάνα έξι.
Οι παρυφές της αλάνας γέμιζαν με πλαστικές καρέκλες, «Μade in Zefiri». Οι μόνοι κάτοικοι που δεν μας καταδέχονταν ήταν οι γιαγιάδες που εκείνη την ώρα πλέναν με ερωτική λαιμαργία την λεωφόρο με τα λάστιχα. Έχει τόσο βαθιά, στη μνήμη μου, αποτυπωθεί αυτή η εικόνα, που όποτε περνώ από το σημείο, κατεβάζω ασυναίσθητα ταχύτητα, για να μην βρέξω το αυτοκίνητο.
Άπαντες, που λες, παρακολουθούσαν με ηδονοβλεπτικό ενδιαφέρον δυο πολυσυλλεχτικές συμμορίες από άγουρους πρίγκιπες, roma μπόμπιρες που ήταν ήδη πατέρες, αλβανούς αλητάμπουρες και βλοσυρούς πόντιους με ύφος Marlon Brando, να διεκδικούν μια αναδυόμενη αλληγορία, ίδια με την Άνοιξη, του Sandro Botticelli. Ατυχής παρομοίωση. Η Σαμάνθα ήταν πιο μελαχρινή και από το καλοκαίρι της Μεσογείου.
Στα του αγώνα.
Δεν είχε σημασία πού παιζόταν η μπάλα αλλά πού βρισκόταν εκείνη.
Οι ελιγμοί της, μεταξύ συμπαικτών και αντιπάλων, ήταν ηρωικά βλάσφημες και παρέπεμπαν σε σκηνές μάχης από την Ιλιάδα, εικονογραφημένες, όμως, σε ύφος γιαπωνέζικου καρτούν magna.
Έτρεχε χωρίς να δείχνει πως προσπαθεί και μετατρεπόταν σε μια αφηρημένη φόρμα, εντούτοις, όταν σε καταδίωκε ένιωθες να σε καταπίνει το έρεβος και το ανάστημα σου λιγόστευε.
Στην κινησιολογία της, είχε ανεξίτηλα χαραχτεί ο εκπρόθεσμός απόηχος της παιδικότητας αλλά και το ένστικτο του αιλουροειδούς. Τα αποτυπώματα, άλλωστε, που άφηναν τα πόδια της στο έδαφος, στα αστέρια, στις φαντασιώσεις μας αλλά και κάτω από τους ίσκιους των οπωροφόρων που παίζαμε, έμοιαζαν με νωπά χνάρια ετοιμόγεννης λέαινας.
Σκέφτεσαι αν τραυματιζόταν;
Ναι, είχαν καταγραφεί και τέτοιες ιερόσυλες στιγμές.
Κάποιοι απαντούσαν στις προκλήσεις της με αναιτιολόγητη αμετροέπεια, αν και εδώ που τα λέμε, στο Ζεφύρι τα ένστικτα της επιβίωσης δεν αποσυνδέονται από τους φορείς τους, ούτε όταν αυτοί παίζουν.
Και τότε η Σαμάνθα έπεφτε δραματικά στη γη, και τότε ο ψυχισμός όλων συστελλόταν από ντροπή, τόσο για την βλάσφημη αντίδραση του θύτη, όσο και για την εκ φθοράς απόλαυση αλλά και τον υπαινικτικό σεξουαλισμό που εξέπεμπε το έκπτωτο σώμα.
Κάποιες φορές, στο σημείο σχηματιζόταν μια νωπή ροζ απόχρωση που υπογράμμιζε το αμάρτημα αλλά και το θείο πάθος.
Μόνο τότε, εκείνη χαμογελούσε προσπαθώντας να μην αισθητοποιήσει τις καταδικαστικές σκέψεις που έκανε για τον βάνδαλο. Δεν δεχόταν ούτε να ξεσκονιστεί. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα πάρει το αίμα της πίσω ξεφτιλίζοντάς τον. Στο Ζεφύρι, πάντως, οι γυναίκες δεν είχαν την θέση που τους άρμοζε και η ταπείνωση άνδρα, από εκδίκηση γυναίκας, δεν ήταν απλή υπόθεση, αν και για να είμαστε ειλικρινείς, το να ταπεινώνεται από τις ντρίπλες της Σαμάνθας, εμπίπτει εντός των ορίων που μπορούν να αντέξουν τα μαζοχιστικά απωθημένα κάθε φορέα πέους.
Λίγο μετά, οι μανάδες μάζευαν τις μπουγάδες φωνάζοντας από τα πλυσταριά. Ούρλιαζαν λες και συναγωνίζονταν ποια θα βγάλει τον αυστηρότερο εαυτό ή πάλι μπορεί να αγωνιούσαν για το αν είχε συμβεί κάτι στο καμάρι τους.
Καθώς αποχωρούσε διέκρινες στην ιδρωμένη απόχρωση που άφηνε η παρουσία της, τον λυρικό λυγμό ενός παιγνιδιού στο οποίο όλοι επιζητούσαν τη δόξα του φροϋδικού τέλους.
Οι ηττημένοι καβαλούσαν τις μηχανές τους απειλώντας πως θα επιστρέψουν και οι νικητές μοιράζαμε τα λάφυρα, που άλλοτε ήταν κλεμμένα καρπούζια και καλαμπόκια από τα γειτονικά μποστάνια, άλλοτε πλαστές πινακίδες ή σφεντόνες.
Κατόπιν ο ήλιος έδυε και εκείνη καβαλούσε τα κάγκελα και πλενόταν μυσταγωγικά στη γεώτρηση, κάτω από τα φυλλώματα μιας κληματαριάς, σχεδόν ημίγυμνη -ανάμεσα σε εμάς τον ήλιο και τις φωτιές από τον καταυλισμό των roma -αλλά θριαμβεύτρια, σε μια τόση δα Γη, μια αλύτρωτη κουκίδα και αυτή, σε ταξίδι χωρίς νόημα, από σουτ δίχως έλεος. Από τα βάθη του σκοταδιού ο βενζινάς άκουγε στη διαπασών τα τραγούδια για τους πρίγκιπες της δυτικής όχθης.
Εκείνο τον Αύγουστο τα φανάρια της Φυλής παρέμεναν κολλημένα στο ίδιο απροσπέλαστο κόκκινο για τους απέξω, η Microsoft κυκλοφόρησε τα Windows 95 ενώ Σέρβοι και Κροάτες συνέχιζαν να πολεμούν, ένας θεός ξέρει τι.
Γιατί όλα αυτά;
Περιμένοντας στο κόκκινο φανάρι της λεωφόρου, τις προάλλες, η όραση μου αιχμαλώτισε το σύμπλεγμα μιας μητέρας, αγκαλιά με τον γιό της, στη στάση του αστικού λεωφορείου. Η σιωπηλή ακινησία και των δυο με έκανε να ανατριχιάσω, στη σκέψη πως αυτή η ομορφιά σπαταλήθηκε «άδοξα», περιμένοντας μια αφορμή για απόδραση που κανένας δεν τόλμησε να της προσφέρει. Το παιδάκι κρατούσε μια πλαστική μπάλα και εκείνη του χάιδευε τα μαλλιά.
Μπορεί, πάλι, να διάλεξε να μείνει για πάντα εκεί, από οίκτο για έναν τόπο που είχε ανάγκη την ομορφιά της.
Η Σαμάνθα επέβαλε στο Ζεφύρι τον εαυτό της, έναν εαυτό φτιαγμένο σαν πορτραίτο από λέξεις και περιγραφές, για εσένα που δεν την γνώρισες. Όχι, όμως για εμάς.
Άναψε πράσινο,… αλλά για λίγους.