Τόμος 1
Η ιστορία μας ξεκινά με την παρουσία ενός ενεχυροδανειστή, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται ένα ερμάρι που ανήκε κάποτε σε τυχοδιώκτη του 20ου αιώνα. Στο έπιπλο αυτό αποκαλύπτεται έπειτα από ζημιά των μεταφορέων, πως σε μια κρυψώνα του φιλοξενούνταν κάποιο βιβλίο αγνώστου προελεύσεως με τίτλο «Βίος ηρωικός του Μανώλη Δέτσικα: η πολιτική διαθήκη».
Η ιστορία μας ξεκινά με την παρουσία ενός ενεχυροδανειστή, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται ένα ερμάρι που ανήκε κάποτε σε τυχοδιώκτη του 20ου αιώνα. Στο έπιπλο αυτό αποκαλύπτεται έπειτα από ζημιά των μεταφορέων, πως σε μια κρυψώνα του φιλοξενούνταν κάποιο βιβλίο αγνώστου προελεύσεως με τίτλο «Βίος ηρωικός του Μανώλη Δέτσικα: η πολιτική διαθήκη».
Η αφήγηση των όσων διαδραματίζονται σε τούτο το εύρημα, είναι και η ιστορία που θα μας απασχολήσει στις επόμενες σελίδες του μυθιστορήματος.
Το έργο «Ο Σύντομος Χειμώνας της Ληστοκρατίας» του συγγραφέα Δημήτρη Λάμπρου χωρίζεται σε δύο τόμους. Ας εξετάσουμε αρχικά όσα περιλαμβάνει ο πρώτος, βιώνοντας όλα τα αίτια μιας εποχής που η κοινωνία προσπαθούσε να ζήσει την ελευθερία της μέσα από τους δικούς της κανόνες. Από την πρώτη μας επαφή με το έργο αντιλαμβανόμαστε πως η αφήγηση ρέει αυθόρμητα και ελεύθερα, με γλώσσα περιεκτική και πλοκή που μας αποσπά αμέσως το ενδιαφέρον.
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα του 1855, στον απόηχο της απαγωγής ενός Γάλλου λοχαγού από τον τρομερό λήσταρχο Νταβέλη, ο οποίος εντέλει καρπώθηκε ένα σεβαστό ποσό από την απελευθέρωση του ομήρου.
Σύντομα εισβάλουν στις σελίδες μας ένας-ένας οι φοβερότεροι ληστές της χώρας, γνωρίζοντας τόσο τα κατορθώματα τους, όσο και τα πάθη και τις αδυναμίες τους. Παράλληλα γινόμαστε γνώστες και όλων των πολιτικοοικονομικών εξελίξεων που συνέβαιναν αυτό το διάστημα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Σ’ αυτό το σημείο οι λήσταρχοι καλούνται να ενώσουν τις δυνάμεις τους ανταμώνοντας σε μια κρυμμένη καλύβα στο δάσος της Πεντέλης, κάτω από την διακριτική προστασία ενός πολιτικού κι ενός πιστού του ακολούθου: του Μανώλη Δέτσικα.
Η σημαντικότητα αυτού του γεγονότος ήταν τόσο μεγάλη, σε σημείο μάλιστα που όλοι οι ληστοδιώκτες, οι σπιούνοι κι οι κυνηγοί κεφαλών θα έδιναν το ένα τους χέρι για να γνωρίζουν αυτή τη συνάντηση. (….) Από τη σύναξη έλειπε ο Πανουργιάς. Ήταν όμως οι άλλοι τρεις εκεί, η αφρόκρεμα της κλεφτουριάς της Ρούμελης: ο Χρήστος Νταβέλης, ο Λουκάς Μπελούλιας ή Κακαράπης και ο Βασίλης Καλαμπαλίκης.[1]
Εκείνο που συμφωνείται εκεί, είναι να δράσουν άμεσα έτσι ώστε να καταφέρουν ένα τόσο μεγάλο πλήγμα στους δυνάστες τους, που να γίνει γρήγορα γνωστό εντός και εκτός συνόρων.
Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να γελοιοποιήσουν την δήθεν προστασία που ευαγγελιζόταν Άγγλοι και Γάλλοι, με απώτερο στόχο να αποτινάξουν εντελώς από το ζυγό της Ελλάδας αυτές τις προστάτιδες δυνάμεις.
Τις επονομαζόμενες «προστάτιδες δυνάμεις», που παρότι είχαν αρχικά σκοπό να φέρονται ως φύλακες της τάξης, ωστόσο μεταμορφωνόταν ολοένα και περισσότερο σε κατακτητές. Αυτοί έπαιρναν άλλωστε τις ουσιαστικές αποφάσεις για τη διακυβέρνηση της χώρας, απαγορεύοντας να ελευθερωθούν τα υπόλοιπα αλύτρωτα χώματα της σκλαβωμένης πατρίδας που κατείχαν οι Τούρκοι.
Έτσι οι λήσταρχοι παίρνουν εντολή να βάλουν ως στόχο έναν από τους πιο γνωστούς πολιτικούς, τον Νικόλαο Βουδούρη που έχει έδρα την Χαλκίδα. Αυτό που επωμιζόταν να πράξουν, ήταν να κουρσέψουν ότι πολύτιμο είχε το σπιτικό του και φεύγοντας να πάρουν ως όμηρους τα οικεία του πρόσωπα.
Το εγχείρημα εκ πρώτης όψεως φάνταζε ακατόρθωτο και αδύνατο, μιας και η περιοχή φυλασσόταν από μεγάλη στρατιωτική δύναμη των Γάλλων.
Θα τους λυγίσουν άραγε αυτά τα δεδομένα ή θα λειτουργήσουν έχοντας πάνω απ’ όλα το συμφέρον της πατρίδας που τυγχάνει να συνάδει και με το προσωπικό τους όφελος;
Σε μία τους στάση καθώς οδεύουν προς τον τελικό τους προορισμό, μαθαίνουμε και την πρώτη θετική οιωνοσκοπία σχετικά με την κατάληξή του εγχειρήματός τους. Αυτή προέρχεται από την ευχέρεια της γυναίκας του τσέλιγκα που πρόσκαιρα τους φιλοξενεί και η οποία κατέχει την τέχνη να «διαβάσει» την σπάλα από το αρνί που έφαγαν οι ληστές:
Λεφτά, χρυσά και μαλάματα. Και δόξα και τιμή και ντόρο μεγάλο. Καθόλου αίμα, καθόλου θανατικό. Πράξη τρανή θα κάνουν τα παλικάρια κι όλος ο κόσμος θα μιλάει γι’ αυτούς[2] είναι τα λόγια που εμπιστεύεται στον άντρα της.
Θα συμβούν όμως όντος τα πράγματα έτσι;
Γιατί μην λησμονούμε πως η μοίρα έχει πάντα τους δικούς της τρόπους για να περιπλέκει τα πράγματα…
Ωστόσο η πίστη τους πως θα τα καταφέρουν είναι αρκετά ισχυρή. Αυτό μάλιστα εκφράζεται και από τον ίδιο τον Δέτσικα ο οποίος μιλώντας στους ληστές: …θα πάμε στη Χαλκίδα θα πετύχουμε και θα γίνουμε όλοι πιο πλούσιοι και πιο ξακουστοί. Αλλά κι αν δεν πετύχουμε(….) θα γίνουμε μύθος που θα διηγούνται οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους τους χειμώνες μπροστά στο τζάκι.[3]
Και αυτός ο πρώτος τόμος τελειώνει επιφυλάσσοντάς μας και μια αναπάντεχη αποκάλυψη, η οποία είμαι σίγουρος πως θα σας κάνει να ξεκινήσετε αμέσως την ανάγνωση του δεύτερου τόμου!
Κλείνοντας θα ήθελα να αναγνωρίσω στον συγγραφέα όλη την πολύτιμη και αξιέπαινη προσπάθεια που έκανε, καθώς η έρευνα, η μελέτη, η διασταύρωση στοιχείων και η λογοτεχνική «ανάσταση» μιας τόσο μακρινής εποχής είναι κάτι που απαιτεί προσήλωση, αγάπη για το αντικείμενο και επιμονή.
[1] Σελ. 35, 36, 37 «Ο σύντομος χειμώνας της ληστοκρατίας» Δημήτρης Λάμπρου, Εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα 2016
[2] Σελ. 190 «Ο σύντομος χειμώνας της ληστοκρατίας» Δημήτρης Λάμπρου, Εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα 2016
[3] Σελ. 197 «Ο σύντομος χειμώνας της ληστοκρατίας» Δημήτρης Λάμπρου, Εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα 2016
One thought on “Βιώνοντας τον σύγχρονο χειμώνα της ληστοκρατίας#1”