Γράφει η Νέλη Χαχάμη
Στην εποχή που το αύριο προμηνύεται όλο και χειρότερο και η πορεία είναι σταθερά καθοδική, φαίνεται δύσκολο να διακρίνεις μια οποιαδήποτε ελπίδα στην έλευση ενός νέου χρόνου.
Επισήμως 2017. Και η επικρατέστερη και ειλικρινέστερη ευχή το «τουλάχιστον όχι πιο χαμηλά, τουλάχιστον ας μείνουμε με ό,τι μας έχει απομείνει». Γνώριμο σκηνικό που σκιαγραφείται από απελπισία, φόβο και μιζέρια. Σκηνικό το οποίο πια τείνουμε να θεωρούμε φυσιολογικό, δεδομένης της κατάστασης.
Περνούν χρόνια και συνηθίζουμε σε μια κοινωνική πραγματικότητα άθλια. Ο αγώνας για την εξασφάλιση των υλικών είναι τόσο σκληρός που σχεδόν ξεχνάμε πως κι ο αγώνας υπέρ των ιδεών κατέχει εξίσου ζωτικής σημασίας ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας. Αποχαυνωμένοι ανάμεσα σε αποχαυνωμένους και αδιάφοροι ανάμεσα σε αδιάφορους.
Οι ερωτήσεις που συνήθως προκύπτουν είναι γιατί δε βγαίνουμε στους δρόμους, γιατί δε διαμαρτυρόμαστε, γιατί οι νέοι δεν επαναστατούν.
Όμως η ουσιαστική ερώτηση που πρέπει να προκύπτει είναι η εξής: Γιατί να βγω στους δρόμους και υπέρ ποιου να επαναστατήσω; Ποιο είναι το συλλογικό όραμα για το οποίο θα διαθέσω τον εαυτό μου μέχρι τέλους; Για ποιον παλεύω;
Να βγουν στους δρόμους οι νέοι, να κάνουν επανάσταση, για να γίνουν προϊόντα πολιτικής εκμετάλλευσης και μπαλάκι που θα πετιέται απ΄ το ένα γήπεδο στο άλλο; Να επαναστατήσουν για να ανατρέψουν τη διαφθορά και να επαναφέρουν την προ διαφθοράς διαφθορά; Να επαναστατήσουν για να φύγει αυτό που καμωνόταν το καινούριο κι ήταν τελικά όσο σάπιο και το παλιό και να έρθει τι; Το παλιό που τάχα έγινε καινούριο;
Οι επαναστάσεις για να ‘ναι ουσιαστικές και για να ‘χουν νόημα και αποτέλεσμα χρειάζονται ιδέες. Και σ’ αυτόν τον τόπο οι μόνες ιδέες που υπάρχουν είναι τόσο γερασμένες, τόσο φθαρμένες και τόσο παρωχημένες που μόνο εκείνοι που τις θρέφουν τόσα χρόνια μπορούν να τις ανεχτούν. Και μαζί τους όλοι όσοι δεν είναι ικανοί να δημιουργήσουν και να οικοδομήσουν τίποτα νέο και απαλλαγμένο απ΄ το βάρος του παλιού.
Επισήμως 2017. Και η επικρατέστερη και ειλικρινέστερη ευχή το «τουλάχιστον όχι πιο χαμηλά, τουλάχιστον ας μείνουμε με ό,τι μας έχει απομείνει». Γνώριμο σκηνικό που σκιαγραφείται από απελπισία, φόβο και μιζέρια. Σκηνικό το οποίο πια τείνουμε να θεωρούμε φυσιολογικό, δεδομένης της κατάστασης.
Περνούν χρόνια και συνηθίζουμε σε μια κοινωνική πραγματικότητα άθλια. Ο αγώνας για την εξασφάλιση των υλικών είναι τόσο σκληρός που σχεδόν ξεχνάμε πως κι ο αγώνας υπέρ των ιδεών κατέχει εξίσου ζωτικής σημασίας ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας. Αποχαυνωμένοι ανάμεσα σε αποχαυνωμένους και αδιάφοροι ανάμεσα σε αδιάφορους.
Οι ερωτήσεις που συνήθως προκύπτουν είναι γιατί δε βγαίνουμε στους δρόμους, γιατί δε διαμαρτυρόμαστε, γιατί οι νέοι δεν επαναστατούν.
Όμως η ουσιαστική ερώτηση που πρέπει να προκύπτει είναι η εξής: Γιατί να βγω στους δρόμους και υπέρ ποιου να επαναστατήσω; Ποιο είναι το συλλογικό όραμα για το οποίο θα διαθέσω τον εαυτό μου μέχρι τέλους; Για ποιον παλεύω;
Να βγουν στους δρόμους οι νέοι, να κάνουν επανάσταση, για να γίνουν προϊόντα πολιτικής εκμετάλλευσης και μπαλάκι που θα πετιέται απ΄ το ένα γήπεδο στο άλλο; Να επαναστατήσουν για να ανατρέψουν τη διαφθορά και να επαναφέρουν την προ διαφθοράς διαφθορά; Να επαναστατήσουν για να φύγει αυτό που καμωνόταν το καινούριο κι ήταν τελικά όσο σάπιο και το παλιό και να έρθει τι; Το παλιό που τάχα έγινε καινούριο;
Οι επαναστάσεις για να ‘ναι ουσιαστικές και για να ‘χουν νόημα και αποτέλεσμα χρειάζονται ιδέες. Και σ’ αυτόν τον τόπο οι μόνες ιδέες που υπάρχουν είναι τόσο γερασμένες, τόσο φθαρμένες και τόσο παρωχημένες που μόνο εκείνοι που τις θρέφουν τόσα χρόνια μπορούν να τις ανεχτούν. Και μαζί τους όλοι όσοι δεν είναι ικανοί να δημιουργήσουν και να οικοδομήσουν τίποτα νέο και απαλλαγμένο απ΄ το βάρος του παλιού.
Επαναστατώ για να αλλάξω κάτι, για να μετασχηματίσω ό,τι στην κοινωνία που ζω χρήζει αναδιαμόρφωσης. Επαναστατώ για να επιφέρω κάποιο αποτέλεσμα, να αλλάξω τους κοινωνικούς θεσμούς. Όχι απλώς για να πω πως το έκανα, όχι στα τυφλά κι όχι χωρίς στόχο. Επαναστατώ όταν ξέρω πως θα ματώσω, και συνειδητά το θυσιάζω, αλλά στο τέλος θα φέρω την ανατροπή. Και η ανατροπή θα σημαίνει κάτι νέο. Όχι κάτι χιλιοδοκιμασμένο που για να εφησυχαστούν συνειδήσεις θα βαφτιστεί νέο.
Δεν επαναστατώ και δε βγαίνω στους δρόμους γιατί δεν έμεινε τίποτα πια για το οποίο να αξίζει να πολεμήσω και για το οποίο επιθυμώ εκ βαθέων να βγάλω μπροστά τον εαυτό μου.
Αρνούμαι να συμμετέχω σε παρωδίες που γνωστοί εθνικοί σωτήρες επιμένουν να ονομάζουν επαναστάσεις και ακόμα αρνούμαι να βοηθήσω στο να γίνουν ήρωες στην κοινή συνείδηση όλοι όσοι ακόμα και τώρα πια και εν μέσω αυτής της κατάστασης συνεχίζουν να αγνοούν τις πραγματικές αιτίες όσων συμβαίνουν. Όσο γύρω μου αυτοί που επαναστατούν το κάνουν στο όνομα ενός τόσο σάπιου, τόσο παλιού και τόσο διεφθαρμένου «οράματος», μην αντιλαμβανόμενοι καν την ειρωνεία και δίχως ίχνος–ειλικρινούς–μεταμέλειας, όσοι εκείνοι που βγαίνουν στους δρόμους το κάνουν γιατί θέλουν να γυρίσουν τη σελίδα αλλά όχι στ’ αλήθεια προς τα μπροστά, εγώ θα βαφτίζω επανάσταση τη μη συμμετοχή στην «επανάσταση».
Υ.Γ. «Στα ερείπια συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες.»
Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίον, 1998
Και καλή μας χρονιά!
Δεν επαναστατώ και δε βγαίνω στους δρόμους γιατί δεν έμεινε τίποτα πια για το οποίο να αξίζει να πολεμήσω και για το οποίο επιθυμώ εκ βαθέων να βγάλω μπροστά τον εαυτό μου.
Αρνούμαι να συμμετέχω σε παρωδίες που γνωστοί εθνικοί σωτήρες επιμένουν να ονομάζουν επαναστάσεις και ακόμα αρνούμαι να βοηθήσω στο να γίνουν ήρωες στην κοινή συνείδηση όλοι όσοι ακόμα και τώρα πια και εν μέσω αυτής της κατάστασης συνεχίζουν να αγνοούν τις πραγματικές αιτίες όσων συμβαίνουν. Όσο γύρω μου αυτοί που επαναστατούν το κάνουν στο όνομα ενός τόσο σάπιου, τόσο παλιού και τόσο διεφθαρμένου «οράματος», μην αντιλαμβανόμενοι καν την ειρωνεία και δίχως ίχνος–ειλικρινούς–μεταμέλειας, όσοι εκείνοι που βγαίνουν στους δρόμους το κάνουν γιατί θέλουν να γυρίσουν τη σελίδα αλλά όχι στ’ αλήθεια προς τα μπροστά, εγώ θα βαφτίζω επανάσταση τη μη συμμετοχή στην «επανάσταση».
Υ.Γ. «Στα ερείπια συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες.»
Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίον, 1998
Και καλή μας χρονιά!