Γράφει η Τζόρτζια Παπαλάμπρου-Χίνταλ
“Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”. Ο στίχος αυτός του Σεφέρη τιτλοφορεί ένα από τα δοκίμια του διεθνώς αναγνωρισμένου Χένρικ Νόρντμπραντ. Ο σημαντικός Δανός ποιητής, ανατρεπτικός, μελαγχολικός και βαθύτατα υπαρξιακός, γράφει:
“Αισθάνομαι κι εγώ το ίδιο. Αν και είμαι Δανός και ποτέ δεν θα υπάρξω κάτι άλλο, θα υποστηρίξω ότι η Ελλάδα είναι η πραγματική πατρίδα μου. Έξω από την Ελλάδα είμαι εξορισμένος και μόνο νοσταλγώ και ονειρεύομαι την επιστροφή. Έτσι είναι!
Η σχέση μου με την Ελλάδα δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη ρομαντική αντίληψη της χώρας που θεμελίωσε την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Την ελληνική μυθολογία την ξέρω μόνο επιφανειακά και δεν είχα ποτέ τις δυνάμεις να περάσω ολόκληρη την Οδύσσεια, αν και πολλές φορές έχω πλεύσει στου Οδυσσέα το πέρασμα. Η κλασική τέχνη δεν μου λέει σχεδόν τίποτα και τα αρχαία ερείπια δεν χάνω ευκαιρία να τα αποφύγω όταν μπορώ.
Είχα μια πιο φιλοσοφική διάθεση. Θα ήθελα εδώ και πολύ καιρό να μπορούσα να αναλύσω τα κίνητρα που με κάνουν να αποζητώ αυτήν τη χώρα. Αλλά δεν μπορώ. Είναι το ίδιο σαν να προσπαθήσω να αναλύσω την αγάπη μου για ένα συγκεκριμένο άτομο. Θα ήταν κάποιο είδος πνευματικού βιασμού…”
Ο Νόρντμπραντ έχει δεχθεί επιρροές από τους ποιητές Γιώργο Σεφέρη και Κωνσταντίνο Καβάφη. Η βαθιά και ισχυρή σύνδεσή του με την Ελλάδα φάνηκε κιόλας από το 1980, όταν κατά τη διάρκεια της βράβευσής του με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας που του απένειμε η Δανέζικη Ακαδημία, διάβασε το ποίημα του Κ. Καβάφη “Περιμένοντας τους Βαρβάρους.”
Το βιβλίο του “Αναζητώντας την Ιθάκη” περιέχει 70 ποιήματα, ένα για κάθε χρόνο της ζωής του, και κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Μέσα στα ποιήματά του υπάρχουν αναφορές σε μέρη της Ελλάδας, ανάμεσα στα οποία η Κρήτη, η Ύδρα, το Καστελόριζο, αλλά και στη ρεμπέτικη ελληνική μουσική και στον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπό της τον μπαγλαμά.
“Μια υποσημείωση για τον Μανδηλαρά” ονόμασε το ποίημα που έγραψε για τον ηρωικό δικηγόρο Νικηφόρο Μανδηλαρά που αφού βασανίστηκε και εκτελέστηκε τον Μάιο του 1967 από το στρατιωτικό καθεστώς, το πτώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα της Ρόδου.
Οι πρώτες στάλες
ξέβαψαν τη γραφή
και Εσείς μου είστε ακόμα άγνωστος
απών
καθώς γράφω
“τα βουνά είναι μακρινά, ο ουρανός κόκκινος,
όπως πριν ξεσπάσει θύελλα
και παρότι δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί,
αισθάνομαι ανήσυχος…”.
Μου είστε ακόμη άγνωστος.
Αρχίζει να βρέχει, η καρδιά σας
σταματάει
γιατί σας κόβουν το λαιμό
ή μήπως όπως λένε τα “Αθηναϊκά Νέα”
σε ένα επίσημο ανακοινωθέν
δύο εβδομάδες αργότερα,
πνιγήκατε στο Αιγαίο…
Στο δοκίμιο με τίτλο, Όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, σημειώνει ο ποιητής: “Η Ελλάδα είναι με λίγα λόγια η χώρα που ενεργοποιεί περισσότερο απ΄οτιδήποτε άλλο τις αισθήσεις. Και όταν οι αισθήσεις ωθούνται στα άκρα, τότε το πνεύμα γίνεται διαυγές. Σε κανένα άλλο μέρος δεν “βλέπει” κανείς με τέτοια ένταση και σε τόσο βάθος, όπως στο ελληνικό φως”.