της Νέλης Χαχάμη
Είναι νωρίς το βράδυ και η πράσινη ένδειξη των πεζών ανάβει στο φανάρι. Το πλήθος που περιμένει ξεκινά να διασχίζει το δρόμο γρήγορα και αυτόματα. Στιγμιαία γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω ένα αυτοκίνητο να μην πτοείται απ’ το κόκκινο και με μεγάλη ταχύτητα να συνεχίζει την πορεία του. Αυτομάτως παγώνω και λέω στη φίλη μου «πρόσεχε».
Στο μεταξύ, προπορεύεται κάποιος μπροστά στον οποίο σταματάει την τελευταία στιγμή το εν λόγω αυτοκίνητο, το οποίο είναι μάλιστα ταξί–ναι, ναι επαγγελματίας οδηγός–μετά από ένα δυνατό φρενάρισμα και κάποια δευτερόλεπτα αγωνίας.
Συνειδητοποιώντας τι συνέβη στρεφόμαστε, εμείς τα δύο κορίτσια, στον οδηγό φωνάζοντας αγανακτισμένες και σοκαρισμένες. Εκείνος απολογείται και η ζωή συνεχίζεται-κατά τύχη.
Τα λεπτά μετά το συμβάν ένα πράγμα μένει στο μυαλό μου, εκτός του ίδιου του γεγονότος: η πρωτοφανής απάθεια που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία πια. Ανέκφραστα πρόσωπα, άβουλα ανθρωπάκια, αδιάφοροι πολίτες.
Στη διάβαση αυτή φυσικά και δεν ήμασταν μόνο τρεις άνθρωποι. Είναι καθημερινή, σε κεντρική λεωφόρο της Αθήνας, ώρα επιστροφής. Στο φανάρι στέκονταν τουλάχιστον έξι άτομα. Και κανείς, ούτε ο παραλίγο χτυπημένος, δεν έβγαλε κιχ.
Ακόμα κι όταν δύο απ’ τους έξι μιλήσαμε, οι υπόλοιποι δε γύρισαν καν να κοιτάξουν. Δε σπατάλησαν ούτε μισό λεπτό έστω να συμπληρώσουν κάτι σ’ αυτά που ήδη είχαν ειπωθεί. Συνέχισαν την αυτόματη πορεία τους προσπερνώντας εμάς που είχαμε σταθεί στη μέση του δρόμου και φωνάζαμε.
Κι αν τελικά το αυτοκίνητο είχε παρασύρει τον άνθρωπο, αν τον είχε διαμελίσει, αν τον είχε τινάξει στον αέρα ή τον είχε ακαριαία σκοτώσει, θα μιλούσε κανείς άραγε;
Κι αν μιλούσε θα ήταν για να εκφράσει την οδύνη του και να καταδικάσει τον υπαίτιο ή απλώς για να γκρινιάξει που αναγκάστηκε να δει το αποκρουστικό θέαμα και να μπλέξει;
Είναι λυπηρό, απελπιστικό και ντροπιαστικό να ζούμε σε μια κοινωνία αποχαυνωμένων ρομπότ που δε συγκινούνται από τίποτα και δεν αισθάνονται το παραμικρό και το μόνο που εκφράζουν είναι μια τυποποιημένη οργή για τα δεινά που τραβούν. Χωρίς να αντιλαμβάνονται και χωρίς να αναλαμβάνουν.
Ζούμε με κλισέ και στερεότυπα που όμως ακόμα κι αυτά απλώς λέγονται. Δε γίνονται. Πώς περιμένεις κάτι καλύτερο όταν πια ακόμα κι αν κάποιος ποδοπατήσει τον διπλανό σου εσύ δε θα αρθρώσεις λέξη εφόσον δε θεωρείς πως απειλείσαι; Και πόσο αδαής είσαι που δεν καταλαβαίνεις πως απειλείσαι;
Καμία φορά αυτά που βλέπεις και νιώθεις δε μπορούν παρά να αποτυπωθούν με ακρίβεια μόνο με πολύ απλές και συνηθισμένες φράσεις. Και εν προκειμένω τρεις λέξεις έχω καρφωμένες στο μυαλό μου: Ρε, πάτε καλά;
Υ.Γ. Κι όλα αυτά διαδραματίζονται σε μια Αθήνα που από αρχές Νοεμβρίου(!!!) έχει ανάψει τα Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια της, σ’ όλο το κέντρο της, λες και το φως που χρειαζόμαστε είναι το τεχνητό κι όχι το εκ των έσω.
Αθήνα, 15/11/2016
Υ.Γ. Κι όλα αυτά διαδραματίζονται σε μια Αθήνα που από αρχές Νοεμβρίου(!!!) έχει ανάψει τα Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια της, σ’ όλο το κέντρο της, λες και το φως που χρειαζόμαστε είναι το τεχνητό κι όχι το εκ των έσω.
Αθήνα, 15/11/2016