Της Νέλης Χαχάμη
Κυριακή μεσημέρι, κλασική φθινοπωρινή μέρα λίγο ψυχρή, λίγο θαμπή, πολύ γοητευτική, στην Πλάκα. Κόσμος στο δρόμο, στα καφέ, στα στενάκια, άλλοτε εύθυμος, άλλοτε μελαγχολικός κι άλλοτε σκυθρωπός.
Βαδίζουν πολύ αργά, αισθητά πιο αργά απ’ τους γύρω που τους προσπερνούν συνεχώς. Δε μιλάνε, νιώθουν όμως και οι δυο το ίδιο όμορφα, το ίδιο άνετα και το ίδιο εντάξει μ’ αυτό. Πάντα άλλωστε αυτό απολάμβαναν στις Κυριακές τους: τη βόλτα χωρίς λόγια αλλά με εικόνες.
– Είναι σπάνιο αυτό, τελικά, δυσεύρετο, της λέει μ’ ένα ύφος που αποπνέει βαθιά ευχαρίστηση.
– Ε; Ποιο; απαντά εκείνη ενώ έχει επανέλθει στον πραγματικό κόσμο.
– Που δε μιλάμε πάντα και που μας αρέσει, που περπατάμε μαζί και σκεφτόμαστε χωριστά, που δεν το φοβόμαστε.
– Φαντάσου να φοβόμασταν και να αναλωνόμασταν και ‘μεις σαν όλους, σε ατέλειωτες συζητήσεις με φτωχά λογάκια ανούσια και φράσεις άνευ νοήματος, μόνο και μόνο για να μην αντιμετωπίσουμε την ενδεχόμενη σιωπή. Να μη μπορούσαν τα σώματα μας να μιλήσουν με άλλον τρόπο παρά μόνο μ’ αυτόν. Και το βλέμμα του ενός να αναζητά του άλλου μόνο όταν και πάλι ο φόβος του ξένου και του άγνωστου, της απειλής, το κινητοποιεί. Κι αυτό να το βαφτίζαμε έρωτα και όχι συμβιβασμό. Να λέγαμε «τι καλά είμαστε» και να ζούσαμε σαν σε σήριαλ, μια εικονική ζωή, κενή, μονότονη και πεζή. Να σε ρωτούσα συνέχεια «μα τι έχεις;», «τι σκέφτεσαι άλλο;», κι ας μην έβλεπα μελαγχολία ή ανησυχία στα μάτια σου. Απλώς και μόνο επειδή θα πίστευα πως όλες τις στιγμές πρέπει να τις ντύνουμε με λέξεις γιατί αλλιώς δεν τις ζούμε. Απλώς και μόνο γιατί δε θα μπορούσα καν να αντιληφθώ τι μαγικό πράγμα είναι η σιωπή όταν προκύπτει φυσικά.
– Κι αντί να συλλέγουμε εικόνες και γεύσεις και αρώματα και χρώματα, να ψάχνουμε χαζές αφορμές για να πούμε κάτι και κάτι άλλο και κάτι ακόμα ώστε να μη φτάσουμε σ’ αυτό το τρομακτικό σημείο της σιωπής. Να μην έχουμε νιώσει ποτέ αυτό που γίνεται όταν δυο άνθρωποι επικοινωνούν κι αλλιώς, πέρα απ΄ τη γλώσσα. Να μην ξέρω τι σημαίνει το εκάστοτε χαμόγελο σου και να μην είσαι σίγουρη για το αν κοιτάω γύρω-γύρω επειδή αυτό μου αρέσει κι όχι επειδή βαριέμαι.
– Και σε κάθε είκοσι βήματα να κοροιδεύουμε κάποιον περαστικό επειδή δε μας έμοιαζε πολύ όμορφος, ή πολύ έξυπνος, ή πολύ καλοντυμένος, ή πολύ αποδεκτός και να το θυμόμαστε και όλη την υπόλοιπη μέρα και με αφορμή αυτό να προσθέτουμε κι άλλους στη λίστα του gossip, γιατί θα ζούμε μέσα απ’ τους άλλους καθώς εμείς οι ίδιο θα ‘μαστε παντελώς ανίκανοι να παραγάγουμε ο,τιδήποτε δημιουργικό και νέο. Ούτε τον πιο μικρό διάλογο μόνοι μας.
– Και λέγοντας συνέχεια μόνο ανούσια, να γινόμαστε ολοένα και πιο ανούσιοι οι ίδιοι, όλο και πιο αναμενόμενοι, όλο και πιο ρηχοί, να παγιδευόμαστε και να παραμένουμε περιορισμένοι σε στενούς ορίζοντες και μικρά δωμάτια που τα λογαριάζουμε για μεγάλα. Και να μην είμαστε ικανοί να γεμίσουμε ούτε καν αυτά και να είμαστε κενοί χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε.
– Μα πώς προχωράει η ζωή, πώς εξελίσσονται οι άνθρωποι, οι σχέσεις, οι αγάπες, χωρίς βάθος, χωρίς επεξεργασία, χωρίς περισυλλογή, χωρίς αξιολόγηση, χωρίς σιωπές για να αφουγκράζεσαι;
– Η ζωή προχωράει και δε ρωτάει και κανέναν, που λένε. Οι άνθρωποι μένουν πίσω και απελπίζονται και ψάχνουν τις αιτίες και δε μπορούν να καταλάβουν τι συνέβη, γιατί όλα πήγαιναν ρολόι και βάση σχεδίου. Και σπανίως μαθαίνουν τελικά πως το σχέδιο ήταν λάθος και τα εγχειρίδια περιττά.
Ξαφνικά τον διακόπτει και μ’ ένα νόημα του χεριού της του δείχνει μπροστά τους τον ορίζοντα που πια φαίνεται. Ο ήλιος δύει και φαίνεται μεγάλος και ζεστός πίσω απ’ την Αγορά στο βάθος, μ’ αυτό το γλυκό πορτοκαλί και μωβ φως να διαχέεται.
Τα μάτια του λάμπουν και χαμογελάει χωρίς τα χείλη. Την παίρνει αγκαλιά και με τα βλέμματά τους στο βάθος συνεχίζουν να περπατάνε χωρίς να πουν λέξη. Γιατί συχνά οι λέξεις δεν λένε όσα είναι να ειπωθούν και γιατί ο έρωτας είναι τόσο λόγια όσο και σιωπές.