του Δημήτρη Λάμπρου
Είμαι εναντίον και των μασκαράδων και της αποκριάς. Υποτίθεται ότι πρόκειται για ένα μυητικό δρώμενο, για ένα χαμένο στην αχλύ του χρόνου ετερόκλητο σύνολο εθίμων και τελετουργιών που δοξάζουν τη γονιμότητα, που γιορτάζουν την ανοιξιάτικη αναγέννηση της φύσης. Η διονυσιακή πλευρά του ανθρώπου έρχεται στο προσκήνιο με πρωταγωνιστές το σεξ και το αλκοόλ που συναποτελούν την επιφάνεια και ταυτόχρονα το βάθος μιας αρχέγονης ανάγκης του ανθρώπου να κρυφτεί πίσω από μια μάσκα, να λειτουργήσει πέρα από κοινωνικούς και θρησκευτικούς καταναγκασμούς, να γίνει για λίγες μέρες κάποιος άλλος από αυτός που είναι.
Αν κάποτε είχαν νόημα όλα αυτά στην εποχή μας έχει χαθεί. Ως προς το βαθύ και μυστικιστικό περιεχόμενο της αποκριάς είναι εύκολο να διαπιστώσουμε πως σήμερα η σεξουαλικότητα υπάρχει παντού -μάλλον σε υπερβολικές δόσεις. Και το γλέντι με αλκοόλ που ξεπερνά το μέτρο είναι μια καθημερινότητα για τους νέους και για τους όχι και τόσο νέους –ούτε συνιστά πια επαναστατική πράξη η ακραία βωμολοχία.
Από την πλευρά της αισθητικής ο τρόπος που γιορτάζεται η αποκριά είναι μια τραγωδία. Ο ορισμός του κιτς, η κακογουστιά -που δεν μπορεί καν να συγκροτήσει μια αισθητική πρόταση όπως θα έλεγε και ο μακαρίτης ο Ουμπέρτο- σε πρώτο πλάνο με τα κάθε ραχούλα και καρναβάλι των βλαχοδημάρχων: αξύριστοι μαντραχαλάδες ντυμένοι τροτέζες που χοροπηδάνε με λάτιν τραγούδια και με σφυρίχτρες στο στόμα, κορίτσια με προκλητικά ρούχα που λικνίζονται αντιαισθητικά με ύφος κατά φαντασία λάγνο, αφελείς που στέκονται στο πλάι των κεντρικών δρόμων και χειροκροτούν μασκαράδες, άρματα που προσπαθούν με συστηματικά χαμηλού επιπέδου χιούμορ να σατιρίσουν την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Κι όλα αυτά μέσα από μια τρελή -τρελή όμως- χαρά, μια προσποιητή ευδαιμονία που δεν προκύπτει από πουθενά και που κάνει την όλη φάση μια σαχλεπίσαχλη φάρσα.
Η ψυχολογική διάσταση της διονυσιακής αυτής γιορτής αφορά την ανάγκη της μεταμφίεσης. Υποτίθεται πως όταν κρυφτείς πίσω από μια μάσκα μπορείς να είσαι ο πραγματικός σου εαυτός χωρίς τον φόβο του κοινωνικού ελέγχου. Αυτό όμως έχει νόημα όταν υπάρχει κοινωνικός έλεγχος. Στην πράξη η μάσκα χρησιμεύει στην εκτόνωση απωθημένων και στην διαιώνιση της ατολμίας που φαντάζει ως η κανονικότητα.
Κοινοτοπία αποτελεί η διαπίστωση πως όταν λείψει το ουσιώδες αίτιο, η υπαρκτή ρίζα, η ψυχή ενός εθίμου αυτό μεταβάλλεται σε φολκλορική εκδήλωση –στην Ελλάδα πάντα χαμηλού επιπέδου λόγω και της φύσης του Καρναβαλιού που είναι η κατ’ εξοχήν λαϊκή γιορτή.
Και τι προτείνω; Την κατάργηση του Καρναβαλιού; Όχι, άλλωστε είναι ανέφικτο. Χρειάζεται όμως ένας επαναπροσδιορισμός της άκριτης συμμετοχής σε τέτοιες εκδηλώσεις. Και μεγαλύτερος επαγγελματισμός όταν επιχειρείται αναβίωση αρχαίων εθίμων με στόχο την τουριστική αξιοποίησή τους –που αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Όμως ο βασικός λόγος που έγραψα αυτό το άρθρο είναι για να διακηρύξω τα δικαιώματα ημών που «δεν μας αρέσει η αποκριά». Ζητούμε να μας αφήσετε εσείς οι γλεντζέδες ήσυχους και να μην μας κοιτάτε ερωτηματικά αν όχι καχύποπτα όταν δεν θέλουμε να συμμεριστούμε τη αδικαιολόγητη ελαφρότητά σας. Να σεβαστείτε κι εμάς που δεν μας αρέσουν οι μάσκες, οι σερπαντίνες, η (βαρετή) διασκέδασή σας, τα θεματικά πάρτι και το υποχρεωτικό χαμόγελο/γέλιο. Εμάς που δεν ντυνόμαστε μασκαράδες γιατί έχουμε ωριμάσει. Και γνωρίζουμε πως δεν έχει καμιά σημασία να ντυθείς κουρσάρος αν δεν μπορείς να κουρσέψεις.