Η εκδήλωση των επαναστατικών γεγονότων «φθίνοντος του Μαρτίου» του 1821 στη Λιβαδειά υπήρξε καίριας σημασίας για την επέκταση και την εδραίωση της εξέγερσης των Ελλήνων που είχε κατασταλεί μεν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αλλά είχε αναζωπυρωθεί με μεγάλη ένταση στην Πελοπόννησο.
Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς καθώς η Λιβαδειά ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα έχει εξελιχθεί στη σημαντικότερη πόλη της Στερεάς Ελλάδας, της Αθήνας περιλαμβανομένης, και αντίστοιχα εξαιρετικά σπουδαία ήταν η πολιτική, στρατιωτική και συμβολική της σημασία για την επιτυχία της Επανάστασης.
Η Γκιαούρ Λιβαδειά -όπως την αποκαλούσαν οι ίδιοι οι Οθωμανοί- στην έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας είχε 10.000 Ελληνες κατοίκους, οι οποίοι επιδίδονταν με ξεχωριστή επιτυχία στο εμπόριο, τη γεωργία και τη βιοτεχνία. Επιπροσθέτως στη Λιβαδειά οι προεστοί -τα θρυλικά καλπάκια της Λιβαδειάς- είχαν επιδείξει ενότητα, μετριοπάθεια, σωφροσύνη, ευελιξία και σοβαρές διπλωματικές ικανότητες μεγιστοποιώντας τα οφέλη της κοινοτικής διοίκησης για τους ίδιους αλλά και για τους Λιβαδείτες με την αξιοποίηση των εγγενών αδυναμιών του φεουδαρχικού και δομικά διεφθαρμένου οθωμανικού καθεστώτος και καθιστώντας την πόλη πρότυπο προόδου και ευημερίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους η Λιβαδειά αποτελούσε το κέντρο δράσης της Φιλικής Εταιρείας στη Στερεά από το 1820. Ο Αθανάσιος Ζαρείφης, απόστολος της Φιλικής Εταιρείας στη Λιβαδειά, διαδραμάτισε τον σπουδαιότερο ρόλο δημιουργώντας ένα επαναστατικό πυρήνα με τη συμμετοχή των ισχυρών ονομάτων της πόλης μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν οι πρόκριτοι Νικόλαος Νάκος, Ιωάννης Λογοθέτης, Ιωάννης Φίλων, Εμμανουήλ Σπυρίδωνος και Παναγιώτης Λιδωρίκης.
Την εποχή εκείνη στη Λιβαδειά διατελούσε βοεβόδας ο Καρά Ισμαήλ Αγάς, ο οποίος όπως αναφέρει ο Φιλήμων «ήτο ανήρ πνεύματος, πείρας πραγμάτων και μεγάλης περιουσίας». Ο έμπειρος Τούρκος αξιωματούχος παρατηρώντας στις αρχές του 1821 τη διακίνηση πολλών ξένων στην πόλη όπως και την φιλοξενία που παρείχε σε αυτούς ο άρχοντας της Λιβαδειάς Ιωάννης Λογοθέτης υποψιάστηκε τη συνωμοσία και ζήτησε από τον διοικητή Εύβοιας, τον περιβόητο Γιουσούφ Πασά και τον Μαχμούτ Πασά γνωστότερο ως Δράμαλη την άδεια να θανατώσει τους υπόπτους ως υποκινητές ταραχών. Οι πρόκριτοι της Λιβαδειάς δωροδόκησαν τους Τούρκους Πασάδες και ο Καρά Ισμαήλ Αγάς αντικαταστάθηκε από το Χασάν Αγά.
Απερίσπαστοι οι πρόκριτοι της Λιβαδειάς συνέχισαν την προετοιμασία της εξέγερσης σε συνεργασία με τους απεσταλμένους της Φιλικής Εταιρείας. Στις διαβουλεύσεις αυτές λαμβάνει μέρος με πρωτοφανή ενθουσιασμό ο από τις 26ης Οκτωβρίου 1820 «παντούρης και καπετάνος» του καζά της Λιβαδειάς Αθανάσιος Διάκος, ο 30χρονος οπλαρχηγός που είχε διατελέσει από το 1816 πρωτοπαλίκαρο του περίφημου αρματολού Οδυσσέα Ανδρούτσου. Ο Διάκος όπως αναφέρει ο βιογράφος του Σπυρίδων Φόρτης διατήρησε αμείωτο το φιλελεύθερο πνέυμα του ζώντας μέσα στην απολύτως διεφθαρμένη αυλή του Αλή Πασά καθώς “υφ’ ενός και μόνου εφλέγετο πόθου διακαούς, της απελευθερώσεως της όλης ελληνικής φυλής, ως εξωτερικήν δε εκδήλωσιν του πόθου του τούτου έφερεν επί της δεξιάς του χρυσούν δακτύλιον, ον μετεχειρίζεται και ως σφραγίδα, εν ω άνωθεν κεγχαραγμένος ο Σταυρός, εις δε τα κορυφάς των γωνιών, των αποτελουμένων υπό του Σταυρού τα γράμμτα Ο.Θ.Ν.Κ. δηλούντα συμβολικώς το “Ο Θεός Νικά” κάτωθεν δε του Σταυρού ο δικέφαλος Αετός, το εθνικό σύμβολον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας“.
Στα μέσα Μαρτίου 1821 επανέκαμψε από την Κωσνταντινούπολη στην έδρα του ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας που έφερε μαζί του το μήνυμα του μεγάλου ξεσηκωμού. Ο ηρωικός Ησαΐας που καταγόταν από τη Δεσφίνα συγκάλεσε προεστούς και οπλαρχηγούς στον Οσιο Λουκά και τους ανακοίνωσε ότι η ώρα της Παλιγγενεσίας πλησιάζει και ότι ήταν η στιγμή να ξεκινήσουν οι πρακτικές προετοιμασίες. Τρόφιμα και εφόδια άρχισαν να συλλέγονται στα μοναστήρια από τους ενθουσιώδεις μοναχούς που διακρίθηκαν και στην κατασκευή φυσεκιών δημιουργώντας προπύργια του λύσσωδους αγώνα που σε λίγο θα ξεσπούσε.
Ωρες αγωνίας στη Λιβαδειά
Ο Αθανάσιος Διάκος, ο καπετάνιος της Λιβαδειάς, φιλοδοξούσε να είναι ο πρώτος που θα «σηκώσει τα άρματα» στη Στερεά Ελλάδα. Όμως ο Νικόλαος Νάκος, ο σεβάσμιος πρόκριτος, φρονούσε ότι η εξέγερση έπρεπε να ξεκινήσει από τος ορεινές περιοχές της Ρούμελης για λόγους που εύκολα γίνονται κατανοητοί. Οι άλλοι πρόκριτοι, ο Ιωάννης Λογοθέτης, ο Ιωάννης Φίλων αλλά και ο Λάμπρος Νάκος γιος του Νικόλαου, μετά από αμφιταλαντεύσεις τάχθηκαν με τη γνώμη του Διάκου για άμεση κήρυξη της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Ολοι όμως σύμφωνησαν ότι έπρεπε να έχουν την εντολή από το κέντρο της Φιλικής Εταιρείας στην Παλαιά Ελλάδα, την Πάτρα. Αποφασίστηκε να ταξιδέψει στην αχαϊκή πόλη, το πρωτοπαλίκαρο του Διάκου, ο Βασίλης Μπούσγος, ο οποίος θα συναντούσε εκεί τον πρόξενο της Ρωσίας Ιωάννη Βλασσόπουλο και θα αντλούσε έγκυρες πληροφορίες για τη φύση και τις προοπτικές της εξέγερσης.
Ο Μπούσγος αναχώρησε από τη Λιβαδειά στις 24 Μαρτίου 1821 και την επόμενη μέρα φθάνοντας στο Γαλαξίδι έμαθε ότι ο Μοριάς είχε ξεσηκωθεί. Αμέσως ετράπη προς τη Λιβαδειά για να φέρει το μεγάλο μήνυμα. Στην Αράχωβα συγκέντρωσε τους κατοίκους και τους συνέστησε να λάβουν τα όπλα και να αποκλείσουν τις διαβάσεις αποκόπτοντας την επικοινωνία των εχθρικών στρατευμάτων μεταξύ Σαλώνων και Λιβαδειάς. Στο Χάνι του Ζεμενού ο Μπούσγος σκότωσε ένα Τούρκο τατάρη, ταυχδρόμο δηλαδή, και τον σωματοφύλακά του που μετέφερε ειδήσεις για τα γεγονότα της Πελοποννήσου και των Σαλώνων στους Οθωμανούς της Λιβαδειάς και στις 26 Μαρτίου εισήλθε στη Λιβαδειά ανακοινώνοντας στον Διάκο και τους πρόκριτους ότι η «μεγάλη ώρα» είχε φτάσει.
Εν τω μεταξύ τον φόνο των δύο Τούρκων ταχυδρόμων στο Ζεμενό πληροφορήθηκε ο Χασάν Αγάς και κάλεσε τον Διάκο και του προεστούς για να τους καταγγείλει το γεγονός. Οι πρόκριτοι δείλιασαν προς στιγμή όμως ο Διάκος τους ενεθάρρυνε και τους συνόδευσε στον Οθωμανό αξιωματούχο με 20 οπλοφόρους και μεταξύ τους τον ίδιο τον Βασίλη Μπούσγο .
Η συνομιλία με τον βοεβόδα της Λιβαδειάς όπως την παραθέτει ο Φιλήμων είναι ενδεικτική της τροπής που είχαν λάβει και τα γεγονότα και οι ψυχές των ανθρώπων στις κρίσιμες εκείνες ώρες.
«Αμα δε παρουσιασθέντας ηρώτησεν ο βοεβόνδας, πώς φέρετε μεθ’ υμών τον Μπούσγον, εν ω εθανάτωσε χθες τον ταχυδρόμον Τούρκον και έναν Αλβανόν εν τω ξενοδοχείω τού Ζεμενού;
Ο Διάκος κατά πρώτον μέν ανήρεσεν ως ψευδή τα κατά του Βούσγου διαθρυλούμενα, έπειτα δε αποταθείς προς τον βοεβόνδαν είπε:
– “Ξέρεις, αγά, ότι τον μουκατά (υπό διοίκηση περιοχή) σου δέν θα μπορέσης να συμμάσης εφέτος; Έμαθα ότι ο Δυσσέος ευγήκε ζορμπάς (αντάρτης) εις τόν Μοριά με δέκα χιλιάδες και αν κάμη εδώθε, αλλοίμονο εις τον κόσμον Τούρκους καί Ρωμιούς!”
– “Απρόσβλητος άρα έσεται παρά σού ο Οδυσσεύς;”
– “Και πως μπορώ να τον βαρέσω αγά, με μόνο εκατό στρατιώτας πού έχω;”
– “Οι χωρικοί τής επαρχίας έχουσιν όπλα.”
– “Αρματα μπορώ να συνάξω, αλλά πρέπει νά ‘χω καί μπουγιουρδί (εντολή).”
Ο βοενβόδας συγκατατέθη ευθύς και ούτως ο Διάκος εφωδιασμένος και διά διαταγής περί του οπλισμού των χωρικών, εξήλθεν αυθωρεί εκ της πόλεως στρατολογών αναφανδόν και δραστηρίως εις δε τα απώτερα μέρη της επαρχίας έπεμψε διατάσσων την συγκέντρωσιν των ενόπλων εν τη Μονή Λυκούρεσι, απεχούση της πολέως βορειοδυτικώς επί μίαν και ημίσειαν ώρα»
[Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος]
Την ίδια ημέρα στις 26 Μαρτίου 1821 μετά από πολύωρη σύσκεψη οι πρόκριτοι και οι οπλαρχηγοί της περιοχής της Λιβαδειάς αποφάσισαν την άμεση κήρυξη της Επανάστασης. Και στις 27 Μαρτίου στη Μονή του Οσίου Λουκά έγινε η επίσημη έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Στη συγκινητική δοξολογία -όπου ευλογήθηκαν τα ιερά όπλα- χοροστάτησαν ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος και ο Σαλώνων Ησαΐας και παρέστησαν οι εκλεκτότεροι Ελληνες της επαρχίας, στα όπλα, στη φρόνηση και στ’ “άσπρα”.
Με την έκδοση της διαταγής του παραπλανηθέντος βοεβόδα Χασάν Αγά στα χέρια, ο Αθανάσιος Διάκος ξεκίνησε τη στρατολόγηση φλογερών πατριωτών στη Λιβαδειά και στα χωριά της. Έχει διασωθεί γράμμα του ηρωικού καπετάνιου προς τους πρόκριτους της Αράχωβας, που όπως αναφέρει ο Διονύσιος Κόκκινος θυμίζει περισσότερο διαταγή παρά αίτηση και που ζητά άντρες για το μεγάλο τόλμημα:
«Αιδεσιμότατε άγιε Πρωτόπαπα και παπα Δημήτρη, ευλαβώς προσκυνώ, και αγαπητοί μου Γεωργάκη και Σιδέρη και Γιάννη Αλεξανδρή. Σας φανερώνω λαμβάνοντας το παρόν μου αμέσως να σηκωθείτε να μαζώξητε όλους τους ραγιάδες να μου ξημερώσετε Τρίτην πουρνό εις Λυκούρες, όπου να έλθετε όλοι, διακόσια ονόματα, μαζί με τ’ άρματά σας, να πάρετε και δέκα φορτώματα ψωμί και κρασί και ελιές και όλον το τζιπχανέν όπου έχετε μπαρούτι και κουρσούμια και να μου τα φέρετε και έξι άλογα καλά μενσνιλάρικα και έτσι να μου ακολουθείτε εξ αποστάσεως. Υγιαίνετε.
Αγαπητός σας
Αθανάσιος Διάκος.
Υ.Γ: Γιάννη Αλεξανδρή και πατέρα Γεωργάκη, ατοί σας να πάρετε τους ανθρώπους και εν τω άμα να μου ευρεθήτε εδώ».
Με την κήρυξη της Επανάστασης κι αφού οι παριστάμενοι έδωσαν τον όρκο της ελευθερίας, ο Αθανάσιος Διάκος κινήθηκε ταχύτατα προς τη Λιβαδειά επικεφαλής των Ελλήνων που είχε ήδη συγκεντρώσει. Οι πληροφορίες που είχαν φτάσει στα αυτιά του Διάκου έλεγαν ότι οι Τούρκοι της Λιβαδειάς, γνωρίζοντας πια για την εξέγερση στον Μοριά και στα Σάλωνα και με τον εύλογο φόβο ότι το κίνημα δεν θα αργήσει να εκδηλωθεί και στη βοιωτική πόλη, κλείστηκαν στο Κάστρο της πόλης παίρνοντας μαζί τους ως ομήρους τους πρόκριτους Ιωάννη Λογοθέτη και Νικόλαο Νάκο. Το πρόβλημα του Διάκου ήταν σοβαρό, καθώς στόχος του δεν ήταν μόνο η απελευθέρωση της Λιβαδειάς αλλά και η κατά το δυνατόν σωτηρία των προκρίτων που οι Τούρκοι κρατούσαν ομήρους. Επικεφαλής ισχυρής δύναμης ο Διάκος πέρασε από το Δίστομο όπου αιχμαλώτισε τον Τούρκο αστυνόμο της περιοχής (ζαμπίτη) και τους άντρες του, ο οποίος δεν ήταν ένας απλός αξιωματικός, αλλά τύγχανε αδερφός του βοεβόδα της Λιβαδειάς.
Γύρω στα μεσάνυχτα της 28ης προς 29η Μαρτίου, ο Διάκος με τα παλικάρια του φάνηκε ψηλά στον Προφήτη Ηλία, απέναντι από το Κάστρο όπου βρίσκονταν οχυρωμένοι οι Τούρκοι. Η έκπληξή τους ήταν μεγάλη όταν το πρωί αντίκρισαν τους οπλισμένους Έλληνες σε μικρή απόσταση κι έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ο Διάκος τους πρότεινε την ανταλλαγή της ζωής των ομήρων προκρίτων με εκείνη του αδερφού του βοεβόδα της Λιβαδειάς. Ο Χασάν αγάς, για να σώσει τη ζωή του αδερφού του, δέχτηκε την ανταλλαγή και τώρα οι δύο πλευρές ετοιμάστηκαν για μια κανονική πολιορκία.
Τα μεσάνυχτα της 29ης προς 30ή Μαρτίου ο Αθ. Διάκος έχοντας συνεννοηθεί με τον Ιωάννη Λογοθέτη, τον Φίλωνα και τον Λάμπρο Νάκο εισήλθε και κατέλαβε επίκαιρες θέσεις στην πόλη της Λιβαδειάς με προφυλακή τον Βασίλη Μπούσγο και τον Νικόλαο Σιμαρέση από την Αράχωβα. Αυτός ο τελευταίος ξεδίπλωσε τη σημαία του Αγίου Γεωργίου που είχε μαζί του. Με τα παλικάρια του Διάκου ενώθηκαν οι ήδη προετοιμασμένοι Λιβαδείτες, οι οποίοι έφεραν σημαίες των συνοικιών τους, δηλαδή της Παναγιάς, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Νικολάου. Κάποιοι Τούρκοι από τη Θήβα ήταν τα πρώτα θύματα της αντιπαράθεσης, καθώς όπως αναφέρει ο Διονύσιος Κόκκινος «ευρισκόμενοι εις την Λιβαδειά και σπεύδοντες να φύγουν διά τον τόπον των έπεσαν εις τας χείρας των επαναστατών και είχαν οικτράν τύχην». Επιπλέον οι πιο θαρραλέοι από τους Τούρκους κατοίκους της Λιβαδειάς, όπως ο Σουλεϊμάν Ποταμάς, ο Ιμπραήμ αγάς, ο Ζαϊμ αγάς, ο Μιρ αγάς, ο Σουλούτσης και άλλοι, επέλεξαν να οχυρωθούν στα σαράγια τους υποτιμώντας τη δύναμη των Ελλήνων και επιχειρώντας να προστατέψουν τις περιουσίες τους.
Έγινε τότε αυτό που στη σύγχρονη εποχή θα αποκαλούσαμε οδομαχία. Οι επαναστάτες πολιορκούσαν τα οχυρωμένα σπίτια και σε πολλές περιπτώσεις ορμούσαν εναντίον των ανθισταμένων Τούρκων με το γιαταγάνι, με αποτέλεσμα να υπάρξουν τραυματισμοί επιπόλαιοι αλλά και σοβαροί. Ο ίδιος ο Μπούσγος τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί του πόδι κατά την έφοδό του στο σπίτι του Σουλεϊμάν Ποταμά και άλλοι ανυπόμονοι επαναστάτες πληγώθηκαν κι αυτοί. Ένα παλικάρι με το όνομα Αθανάσιος Αντάρας ίσως ήταν το πρώτο θύμα του πολέμου της ανεξαρτησίας στη Λιβαδειά. Στο μεγάλο σαράι του Μιρ αγά η μάχη έλαβε άγρια κι αποτρόπαιη μορφή, καθώς τα γεγονότα εξελίσσονταν με κινηματογραφική ταχύτητα. Οι Τούρκοι που είχαν ταμπουρωθεί εκεί είχαν συγκροτήσει μια ισχυρή δύναμη, ακολουθώντας ορθή τακτική και κατευθυνόμενοι από ψύχραιμο νου, πυροβολούσαν επιλεκτικά τους εξεγερμένους, οι οποίοι περιέτρεχαν τους δρόμους της πόλης.
Ο Διάκος, εκτιμώντας σωστά ότι αυτός ο θύλακας αντίστασης των Τούρκων θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σημαντικό πρόσκομμα για την πορεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων, μετέβη ο ίδιος έξω από το σαράι του Μιρ αγά και καθώς οι θρηνωδίες των χανουμισσών κάλυπταν τον αχό της μάχης, κάλεσε τους πολιορκούμενους Τούρκους να παραδοθούν. Μια ομοβροντία πυροβολισμών ήταν η απάντηση των αποκλεισμένων Οθωμανών και τότε ο καπετάνιος της Λιβαδειάς φάνηκε αμείλικτος. Διέταξε τους στρατιώτες του να μαζέψουν φρύγανα και άλλα εύφλεκτα υλικά και έβαλε φωτιά στο τούρκικο παλάτι. Κανένας από τους έγκλειστους, πολλοί από τους οποίους μαρτυρείται ότι πηδούσαν από τα παράθυρα για να γλιτώσουν, δεν διεσώθη.
Εναντίον των αποκλεισμένων στο φρούριο Οθωμανών στάλθηκε με ισχυρή δύναμη ο ντόπιος Τριαντάφυλλος Μπουγιουκλής που γνώριζε τα μονοπάτια και ο Ανδριτσάκος Βέργος από το Αίγιο, παλαιός κλέφτης με τον Ανδρούτσο στην αρχή και με τον Διάκο κατόπιν. Αυτοί κατάφεραν μες στο σκοτάδι να αναρριχηθούν ως ένα σημείο του λόφου του κάστρου από την ανατολική πλευρά, όμως έγιναν γρήγορα αντιληπτοί από τους Τούρκους, οι οποίοι με πυροβολισμούς και με κατρακύλισμα βράχων τραυμάτισαν τον Μπουγιουκλή και έτρεψαν σε φυγή τους τολμηρούς Έλληνες αγωνιστές.
Οι οδομαχίες εκτυλίσσονταν σε πολλά σημεία της πόλης. Ένας Άραβας, ο Φρέσης, περίφημος για την ηράκλεια ρώμη του, την ανδρεία και την επιδεξιότητά του στον χειρισμό των όπλων, ταμπουρώθηκε στο σπίτι του με δέκα ακόμη Οθωμανούς. Όταν την αυγή ο Διάκος με πολλά παλικάρια επιτέθηκε κατά του Φρέση, αυτός επιχείρησε έξοδο με το σπαθί στο χέρι και πράγματι μαζί με τους συντρόφους του διέσπασε τον κλοιό. Όμως η μοίρα του ήταν προκαθορισμένη κι ο διαβόητος Φρέσης έπεσε πυροβολημένος από τις παρακείμενες οικίες, ενώ οι σύντροφοί του που διασκορπίστηκαν στις οδούς της Λιβαδειάς δεν είχαν καλύτερη τύχη.
Στο σαράι του βοεβόδα Χασάν Αγά, που βρισκόταν πολύ κοντά στις πηγές της Έρκυνας, κατευθύνθηκε κατόπιν ο Αθανάσιος Διάκος επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων. Εκεί βρίσκονταν οχυρωμένοι πενήντα Τουρκαλβανοί, έμπειροι μαχητές της φρουράς της Λιβαδειάς. Μάλιστα κάποιος από αυτούς πυροβολώντας τραυμάτισε τον αρχικαπετάνιο της Λιβαδειάς ελαφρά στην κνήμη. Ο Διάκος έσκισε τη φουστανέλα του κι έδεσε το τραύμα. Έπειτα προχώρησε προς το σαράι και κάλεσε τους Τουρκαλβανούς να παραδοθούν. Εκείνοι, βλέποντας την τύχη των ομοδόξων τους και μη αναμένοντας επικουρία από πουθενά, δέχτηκαν να παραδοθούν θέτοντας δύο όρους: α) να εγγυηθεί ο ίδιος ο Αθανάσιος Διάκος για τη ζωή τους και β) να τους επιτραπεί να αναχωρήσουν με τα όπλα τους από τη Λιβαδειά. Οι όροι έγιναν δεκτοί και οι Τουρκαλβανοί άνοιξαν τις πύλες του μεγάρου και παρατάχθηκαν ένοπλοι αποδίδοντας τιμές στους εισερχόμενους επαναστάτες. Είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η παράδοση –μόνο τέσσερις πέντε Τουρκαλβανοί έμενε να αποχωρήσουν- όταν κάποιος από τη συνοδεία του Διάκου λιμπίστηκε τα χρυσοποίκιλτα πιστόλια ενός από τους Οθωμανούς πολεμιστές. Το άρπαξε από τη ζώνη του λέγοντας στον κάτοχό του «αυτό κάνει για μένα».
Ο Τουρκαλβανός αντείπε «κι εγώ που το ‘χω καλός είμαι» και προσπάθησε μάταια να το πάρει πίσω. Βλέποντας την προσπάθειά του να αποβαίνει άκαρπη, τράβηξε το άλλο του πιστόλι και σκότωσε τον άρπαγα συμπληρώνοντας «έτσι δίνουν οι Αρβανίτες τα όπλα». Στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα το γεγονός αποτέλεσε τη σπίθα που πυροδότησε τη σύγκρουση μεταξύ των παλικαριών του Διάκου και των πενήντα Τουρκαλβανών τζοχανταραίων. Όσο κι αν προσπάθησε ο καπετάνιος να την αποτρέψει, η συμπλοκή γενικεύτηκε με πιστόλια και μαχαίρια. Οι περισσότεροι Τουρκαλβανοί σκοτώθηκαν εκτός από δεκαπέντε περίπου που τράπηκαν σε φυγή και διασώθηκαν φεύγοντας στη Θήβα και στη Χαλκίδα. Μεγάλες απώλειες είχαν και οι Έλληνες με δέκα νεκρούς και πέντε τραυματίες. Καθώς έσβησε κι αυτή η σημαντικότερη εστία αντίστασης, στην πόλη έμεναν ακόμη οι Τούρκοι που είχαν οχυρωθεί στο Κάστρο με επικεφαλής τον βοεβόδα Χασάν αγά και εκείνοι που είχαν ταμπουρωθεί στην Ωρα με επικεφαλής τον γενναιότατο Καρά Ισμαήλ αγά και τον Δεμίρ μπέη. Για την κατάληψη του Φρουρίου της Λιβαδειάς ο Διάκος πολιτεύτηκε περίτεχνα και αποτελεσματικά αξιοποιώντας τις ειδικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία. Ή για να το θέσουμε αλλιώς: «ό,τι δε δεν ηδυνήθη η ανδρεία να κατορθώση, τούτο κατώρθωσεν η προδοσία».
Και να πώς: την κάτω πύλη του Κάστρου της Λιβαδειάς φρουρούσαν Τουρκαλβανοί που ανήκαν στον σωματάρχη Κασίμ αγά, ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία του πρόκριτου Ιωάννη Λογοθέτη. Αυτός ο Κασίμ αγάς, που όπως συνηθιζόταν μεταξύ των Τουρκαλβανών συνδεόταν με διαφόρων τύπων συγγένειες με τους άντρες του, είχε πριν από ένα μήνα δολοφονηθεί στη Λιβαδειά από τον Δεμίρ μπέη Κοστούρη που καταγόταν από την Καστοριά και που τις δραματικές τούτες ώρες ήταν κλεισμένος στον πύργο της ώρας συμπολεμώντας με τον Καρά Ισμαήλ αγά. Οι Τουρκαλβανοί του Κάστρου θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να εκδικηθούν τον Δεμίρ μπέη και να πάρουν πίσω το αίμα του αρχηγού τους Κασίμ αγά. Καθώς έπεφτε η νύχτα ένας από αυτούς πλησίασε τον Ιωάννη Λογοθέτη και του πρότεινε την παράδοση της κάτω πύλης του φρουρίου με αντάλλαγμα την παράδοση του Δεμίρ μπέη στους Τουρκαλβανούς. Ο Λογοθέτης ενημέρωσε αμέσως τον Διάκο και καθώς και οι δύο αντιλαμβάνονταν την αναγκαιότητα της ταχείας κατάληψης της Λιβαδειάς, δέχτηκαν τους όρους. Και πράγματι οι Τουρκαλβανοί παρέδωσαν την πύλη.
Όλα αυτά τα τρομερά ήταν με ένα τρόπο τα εύκολα, γιατί το μεγάλο αγκάθι εκτός του Κάστρου εντοπιζόταν στον Πύργο της Ωρας, όπου είχε κλειστεί με αρκετούς και έμπειρους πολεμιστές ο πρώην βοεβόδας της Λιβαδειάς Καρά Ισμαήλ αγάς με τον Δεμίρ μπέη Κοστούρη.
Το τακτικό πλεονέκτημα όμως ήταν πια με τα ελληνικά όπλα και ο Διάκος γνώριζε ότι καταλαμβάνοντας το Κάστρο θα απομόνωνε απελπιστικά τους Οθωμανούς πολεμιστές της Ώρας, οι οποίοι θα παραδίδονταν αργά ή γρήγορα. Οι Τουρκαλβανοί του Κάστρου, αφού παρέδωσαν την κάτω πύλη, βγήκαν ένοπλοι και παρέμειναν στο πλευρό του Ιωάννη Λογοθέτη. Το γεγονός κατατάραξε τον βοεβόδα Χασάν αγά και τους άλλους αποκλεισμένους στο Κάστρο Τούρκους, οι οποίοι, μη περιμένοντας βοήθεια από πουθενά και αντιλαμβανόμενοι ότι θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα επισιτισμού, παραδόθηκαν την 31η Μαρτίου στις ελληνικές δυνάμεις. Η αντανάκλαση της πτώσης του Κάστρου της Λιβαδειάς στους οχυρωμένους της Ώρας ήταν, όπως είχε προβλεφθεί, καταλυτική.
Και οι εκεί Οθωμανοί παραδόθηκαν, καθώς απομονωμένοι και πολιορκούμενοι από όλες τις πλευρές δεν υπήρχε δυνατότητα άλλης έκβασης. Εκτός από τους Τουρκαλβανούς που είχαν παραδώσει την πύλη του κάστρου και οι οποίοι, όπως είπαμε, παρέμεναν ένοπλοι και ελεύθεροι, ο Διάκος αφαίρεσε τα όπλα από όλους τους Τούρκους και τα διένειμε, αφού προηγουμένως καταγράφηκαν και παραλήφθηκαν από τον επί τούτω εντεταλμένο Λιβαδείτη Μανωλάκη Σπυρίδωνος: τα πολυτιμότερα από αυτά μοιράστηκαν στα παλικάρια του και τα άλλα στους απλούς πολίτες που είχαν προστρέξει για να λάβουν μέρος στα πολεμικά γεγονότα άοπλοι.
Σχετικά με τα λάφυρα που συγκέντρωσαν οι επαναστάτες, ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει: «Ο δε Διάκος εφάνη εξ αυτής της αρχής πνέων θερμόν πατριωτισμόν και ανώτερος παντός υλικού συμφέροντος». Για την ίδια υπόθεση ο Φιλήμων είναι πιο αναλυτικός: «Μόνα αφηρέθησαν τα όπλα αυτών, εξ ων τα μεν πολυτιμώτερα έλαβον οι στρατιώται του Διάκου, τα δε άλλα διενεμήθησαν τοις μη έχουσιν όπλα πολίταις. Αφέθησαν δε παρ’ αυτοίς όσα έφερον πολύτιμα πράγματα και χρυσίον, και μόνον μεθ’ ημέρας τινάς οι κόνσολοι έλαβον το χρηματικόν του Καρα Ισμαήλ αγά εξ είκοσι μυριάδων συμποσούμενον διά τα απολύτως αναγκαία δημόσια έξοδα. Ταμίας ωρισμένους έχοντες τον Βασίλειον Κάλκον και Ανδρίκον Ξάνθην». Και ο Κοντουσόπουλος επιβεβαιώνει: «Τελειώνοντας ο Διάκος το έργον της Λιβαδειάς δεν εφαντάσθη να πάρη λάφυρα από τους Τούρκους, ούτε οβολόν».. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στρατός και λαός απαιτούσε πιεστικά την εξόντωση των οθωμανών, όμως ο Αθανάσιος Διάκος κατόρθωσε να τους διασώσει δείχνοντας στους στρατιώτες του «το άδικον της πράξεως», πιστοποιώντας ότι ο ηγέτης δεν αρκεί να είναι ανδρείος, αλλά οφείλει να επιδεικνύει και επιείκεια. Επιπλέον, από τους αιχμάλωτους οθωμανούς ο καπετάνιος της Λιβαδειάς φρόντισε οι πλουσιότεροι να φιλοξενηθούν στα σπίτια των προκρίτων και οι υπόλοιποι τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Την 1η Απριλίου 1821 στο Κάστρο της Λιβαδειάς και στην Ώρα υψώθηκε η επαναστατική σημαία κυματίζοντας μετά από εκατοντάδες χρόνια σε ελεύθερη ελληνική γη. Μια ακόμη λεπτομέρεια που παραδίδεται έχει να κάνει με την εκκρεμότητα των Τουρκαλβανών οι οποίοι είχαν παραδώσει το κάστρο της Λιβαδειάς με τη συμφωνία να τους αποδοθεί ο εχθρός τους Δεμίρ μπέης. Αφού μάταια περίμεναν την τήρηση των υπεσχεμένων όρων και την παράδοση του οθωμανού αξιωματούχου, εκείνη τη μέρα (την 1η Απριλίου) όρμησαν αιφνιδιαστικά εναντίον εκείνου και των στρατιωτών του και τους «κατέκοψαν μεληδόν».
Στο μεταξύ η πόλη ζούσε τον επαναστατικό πυρετό. Η όψη της ήταν εορταστική, οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα και οι πολίτες, οι ραγιάδες, από όλες τις συνοικίες συνέρρεαν από το πρωί στο Σταροπάζαρο για να γιορτάσουν τη νίκη. Ο Αθανάσιος Διάκος, ο οποίος -σύμφωνα με τον Τάκη Λάππα- εκτός από ανδρείος πολεμιστής και ανιδιοτελής πατριώτης είχε και το ταλέντο του αγορητή, απευθύνθηκε προς τους Λιβαδείτες ανάμεσα σε ζητωκραυγές και επευφημίες. Στη βιογραφία του Αθανασίου Διάκου από τον Σπυρίδωνα Φόρτη διασώζεται περιληπτικά ο ιστορικός λόγος του προς τους Λιβαδείτες, που εκφωνήθηκε από το πεζούλι του μεγάλου τούρκικου τζαμιού, του οποίου η θέση ήταν εκεί που κτίστηκε αργότερα ο μητροπολιτικός ναός της βοιωτικής πρωτεύουσας:
«Εν πρώτοις, είπεν, ότι τα πράγματα ήθελον αποβή ως απέβησαν. Και ότι είχεν ελπίδας περί της τελείας απελευθερώσεως του Γένους, διότι τούτο είναι του Θεού θέλησις. Συνεβούλευσε δε τοις πάσι την ομόνοιαν και την αυταπάρνησιν, ως τα μόνα φοβερά όπλα εις χείρας λαού, πολεμούντος προς απόκτησιν της ελευθερίας του, και παρώτρυνε πάντας να παρασκευασθώσιν έτι μάλλον και να μη αναπαυθώσιν εις τας μέχρι τούδε δάφνας των, διότι ο φοβερός αγών μόλις ήρξατο, τα δε δεινότατα εν τω μέλλοντι επίκεινται. Δεν πρέπει, έλεγεν, να φεισθώμεν ουδεμιάς θυσίας εις την φωνήν της πατρίδος. Εάν δε πράγματι αγαπώμεν ταύτην, και επιθυμώμεν να ίδωμεν αυτήν ελευθέραν και μεγάλην, πρέπει εν ανάγκη να προσφέρωμεν παν ό,τι έχομεν αγαθόν και την ζωήν ημών αυτήν, εις τον βωμόν της χάριν της ελευθερίας, να μην προτιμήσωμεν δε ποτέ να ζώμεν δούλοι, αλλά να αποθάνομεν ελεύθεροι ως μετ’ ολίγας ημέρας ο ήρως επεσφράγισε. Λέγεται δε ότι ομιλών απήγγειλε εν τω ενθουσιασμώ του τους γνωστούς στίχους του Φεραίου: «Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Επιτέλους δε ας μεταβώμεν, είπε, να προσφέρωμεν δόξα τω Θεώ δι’ ην παρέσχεν ημίν αντίληψιν και να καθικετεύσωμεν αυτόν να καθοδηγήση ημάς προς εντελή ευόδωσιν του ιερωτάτου ημών αγώνος. Το δε πλήθος μετά δακρύων αγίου και ιερού ενθουσιασμού ανεφώνησεν μετά το πέρας του λόγου του «ζήτω ο ιερός ημών αγών, ζήτω η πατρίς, ζήτω ο αρχηγός ημών».
Έπειτα όλοι μαζί κατευθύνθηκαν στο ναό της Αγίας Παρασκευής, όπου στην κατανυκτική δοξολογία χοροστάτησαν ο Μητροπολίτης Αθηνών Διονύσιος και οι επίσκοποι Σαλώνων Ησαςΐας και Ταλαντίου Νεόφυτος. Στην τελετή παρόντες ήταν φυσικά οι απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας στη Λιβαδειά, ο Αθανάσιος Ζαρίφης και ο Δήμος Αντωνίου, οι προεστοί της πόλης και το μεγάλο πλήθος των απλών αγωνιστών που είχαν συρρεύσει και από τις γειτονικές επαρχίες στη Λιβαδειά. Ανάμεσα σε επευφημίες και ζητωκραυγές ο Διάκος ύψωσε την επαναστατική σημαία, που στη μια της πλευρά απεικόνιζε τον Άγιο Γεώργιο να σκοτώνει τον φοβερό δράκοντα και στην άλλη με κυανό μετάξι είχαν κεντηθεί οι λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος». Μετά τη λήξη της τελετής και μέσα στον γενικό ενθουσιασμό ανακηρύχθηκαν διά βοής από τον λαό προσωρινοί κυβερνήτες της Ανατολικής Ελλάδας ο Νικόλαος Νάκος, ο Ιωάννης Λογοθέτης και ο Ιωάννης Φίλωνος, παίρνοντας την ονομασία κόνσολοι. Ο Φιλήμων εξετάζοντας το περίεργο του ονόματος «κόνσολοι» επισημαίνει:
«Αλλά όπως και αν έχη, το πομπώδες των κονσόλων όνομα ωφέλησε τότε, διότι και το κίνημα ενεψύχωνεν ηθικώς και την υπακοήν επέβαλεν οπωσδήποτε εν εποχή μεγάλης ανωμαλίας». Οι τρεις κόνσολοι ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης που μέχρι εκείνη τη στιγμή, αξίζει να υπομνησθεί, είχαν οι τρεις ιεράρχες και ο καπετάνιος της Λιβαδειάς. Ο Τάκης Λάππας παραθέτει μια παραγγελία που το αποδεικνύει:
«Αδελφέ Νικόλα Μανούσκε και Κωνσταντή Κόκκινε, να δώσετε ένα βαγένι κρασί να πιουν οι αδελφοί και Έλληνες στρατιώται, και πληρώνεσθε. Μόνον ευθύς να τους το μεράσετε.
1821 Απριλίου πρώτη
Ο Αθηνών Διονύσιος
Ο Ταλαντίου Νεόφυτος
Ο Σόλωνος Ησαϊας
Αθανάσης Διάκος».
Με την ύπαρξη αυτού του εγγράφου, το οποίο ο Φιλήμων αναφέρει ότι είναι ιδιόχειρο του προεστού Λάμπρου Νάκου, επιβεβαιώνεται ότι η Λιβαδειά είχε ήδη απελευθερωθεί την 1η Απριλίου και ότι ως εκείνη την ημέρα την εξουσία είχαν οι τρεις αρχιερείς και ο Αθανάσιος Διάκος. Αυτό είχε την αιτία του σε λόγους κύρους: «λόγω βαρύτητος μεγαλυτέρας». Μετά την τελετή στην Αγία Παρασκευή και την ανάδειξη των κονσόλων, αυτοί παίρνουν στα χέρια τους τη διοίκηση της πόλης και ως απόδειξη παραθέτουμε το ακόλουθο πρωτότυπο έγγραφο των κονσόλων:
«Διά του παρόντος γίνεται δήλον ότι την σήμερον διορίζομεν σε φύλακα της πολιτείας ημών Λεβαδείας, κυρ Γεώργιε Κόκκινε, με διακοσίους ανθρώπους προς είκοσι πέντε γρόσια τον μήνα και το συνηθισμένον ταϊνι. Και ο ιδικός σου μισθός προς πενήντα γρόσια τον μήνα. Ήξευρε ότι η άκρα ησυχία των αδελφών μας κρέμαται από λόγους και η κοινή ευταξία και παιδεία των κακών. Επαγρύπνει όσο είναι δυνατόν ίνα αρέσης τω Θεώ και της αδελφότητος. Αωκα Απριλίου γ’ Λιβαδεία.
Νικόλαος Νάκου κόνσολας
Ιωάννης Λογοθέτης κόνσολας
Ιωάννης Φίλωνος κόνσολας».
Οι κόνσολοι της Λιβαδειάς αμέσως μόλις ανέλαβαν τα καινούργια τους καθήκοντα διόρισαν τον Αθανάσιο Διάκο “κολονέλο” και αρχηγό των όπλων Λεβαδείας και πεντακοσίαρχους, αξιωματικούς δηλαδή, τον Βασίλη Μπούσγο, τον Γιάννη Λάππα, τον Μήτρο Τριανταφυλλίνα και τον Νικόλα Σιμαρέση. Σύμφωνα με μια πληροφορία, ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος, ζώνοντας το σπαθί στον αρχηγό και μέσα σε ενωτικό κι επαναστατικό ενθουσιασμό, του είπε: «Κόπτε δι’ αυτής όσο το δυνατόν περισσοτέρας κεφαλάς απίστων. Αφόβως λειτούργει και έσο ευλογημένος».
Κατόπιν όλοι ορκίστηκαν να φέρουν επιτυχώς σε πέρας την Επανάσταση στον Εσταυρωμένο, στο σταυρό που φυλάσσεται έως σήμερα, κειμήλιο ιερό στην Αγία Παρασκευή. Την 1η Απριλίου του 1821 η σπουδαιότερη πόλη της Ανατολικής Ελλάδας, η από τους Τούρκους αποκαλούμενη Γκιαούρ Λιβαδειά, ήταν μετά από αιώνες ελεύθερη. Και αυτό δεν ήταν όνειρο, ήταν μια απτή πραγματικότητα που είχε επιτευχθεί χάρη στην προεργασία των Φιλικών, στην περίνοια και τον πατριωτισμό των προκρίτων της πόλης, στην ανδρεία και τις ηγετικές αρετές του Αθ. Διάκου και στον ηρωισμό των κατοίκων της πόλης. Οι προαιώνιοι πόθοι των χριστιανικών πληθυσμών λάμβαναν σάρκα και οστά εκείνη τη γλυκιά άνοιξη του 1821 που το επαναστατικό σάλπισμα ξεσήκωσε τους Έλληνες και τους οδήγησε μέσα από ποτάμια αίματος κι αμέτρητες θυσίες στην εθνική παλιγγενεσία και στην απελευθέρωση ενός μικρού στην αρχή τμήματος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
ΠΗΓΕΣ:
Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως
Σπυρίδων Τρικούπης, Η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως
Τάκης Λάππας, Θανάσης Διάκος
Σπυρίδων Γ. Φόρτης, Βιογραφία Αθανασίου Διάκου
Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις