Η ιστορία όπως μας την παραδίδει ο Πλούταρχος αφορά τη δεύτερη σύζυγο του Ιουλίου Καίσαρα, την Πομπηία, η οποία ήταν κόρη ενός Κόιντου Πομπήιου Ρούφου. Την ερωτεύτηκε λοιπόν την Πομπηία ο Πόπλιος Κλώδιος, ένας νεαρός με όλα τα χαρακτηριστικά του κατακτητή – ή όπως το θέτει ο Πλούταρχος : «ἀνὴρ γένει μὲν εὐπατρίδης καὶ πλούτῳ καὶ λόγῳ λαμπρός, ὕβρει δὲ καὶ θρασύτητι τῶν ἐπὶ βδελυρίᾳ περιβοήτων οὐδενὸς δεύτερος».
Μια άλλη κοπέλα που βρισκόταν εκεί τον είδε και χωρίς να υποψιαστεί τίποτε τον κάλεσε να παίξουν μουσική και να τραγουδήσουν μαζί. Εκείνος αρνήθηκε φυσικά, αλλά το κακό είχε γίνει. Μόλις ακούστηκε η μπάσα φωνή του, η κοπέλα κατάλαβε και έβαλε τις φωνές. Η πεθερά Αυρηλία έτρεξε αμέσως και αφού έδιωξε τον γκαφατζή εραστή διέλυσε τη γιορτή και οι γυναίκες έφυγαν για το σπίτι τους.
Κι όχι μόνο αυτό. Όπως συμβαίνει μέχρι τις μέρες μας, οι γυναίκες αμέσως μετέφεραν το περιστατικό στους συζύγους τους και το πρωί η Ρώμη βούιζε από τα κατορθώματα του Κλώδιου. Ένα τεράστιο ερωτικο-πολιτικό σκάνδαλο είχε ξεσπάσει. Πολλοί ζητούσαν να παραπεμφθεί στο δικαστήριο για ιεροσυλία, για περιφρόνηση της θεάς, καθώς είχε παραβιάσει την ιερή απαγόρευση και είχε εμφανιστεί, παρότι ήταν άντρας, στα μυστήρια της θεάς. Μετά από μάχη της ρωμαϊκής διαπλοκής τελικά ο Κλώδιος παραπέμφθηκε στη Δικαιοσύνη ένα μήνα αργότερα.
Ο Ιούλιος Καίσαρας χώρισε αμέσως την Πομπηία και κλήθηκε στο Δικαστήριο ως μάρτυρας, όπου ισχυρίστηκε ότι δεν έχει τίποτα να προσάψει στον Κλώδιο.
«Μα αν είναι έτσι, τότε γιατί χώρισες τη γυναίκα σου;» του αντείπε ο έξυπνος δικαστής.
«Γιατί από τη δικιά μου γυναίκα είχα την αξίωση να μην αφήσει ούτε καν υπόνοιες» απάντησε ο Καίσαρας – και κατά τον Πλούταρχο: “τὴν ἐμὴν ἠξίουν μηδ’ ὑπονοηθῆναι». Και αυτή ακριβώς είναι η φράση που αργότερα μεταπλάστηκε στο «Η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να είναι τίμια, αλλά και να φαίνεται τίμια». Η ρήση υπάρχει στα αγγλικά “Caesar’s wife must be above suspicion”, που μεταφράζεται «η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει να είναι υπεράνω πάσης υποψίας», και στα γαλλικά με την ίδια μετάφραση: «La femme de César ne doit pas être soupçonnée». Οι Βρετανοί επίσης λένε «like Caesar’s wife» όταν θέλουν να αναφερθούν σε κάποιον άμεμπτο από ηθικής άποψης άνθρωπο.
Ο Πλούταρχος επανέρχεται στο περιστατικό και στον Bίο του Κικέρωνα, όπου αναφέρεται: «ὁ μέντοι Καῖσαρ οὐ κατεμαρτύρησε κληθεὶς ἐπὶ τὸν Κλώδιον, οὐδ’ ἔφη μοιχείαν κατεγνωκέναι τῆς γυναικός, ἀφεικέναι δ’ αὐτὴν ὅτι τὸν Καίσαρος ἔδει γάμον οὐ πράξεως αἰσχρᾶς μόνον, ἀλλὰ καὶ φήμης καθαρὸν εἶναι» (δηλαδή, ο Καίσαρας δεν καταλόγισε τίποτα στον Κλώδιο ούτε κατηγόρησε τη γυναίκα του για μοιχεία, αλλά τη χώρισε γιατί, όπως είπε, ο γάμος του Καίσαρα οφείλει να είναι καθαρός όχι μόνο στις πράξεις αλλά να έχει και ακηλίδωτη φήμη). Θέσπισε έτσι τον κύριο κανόνα για την αυστηρή περιφρούρηση τόσο του κύρους της εξουσίας, όσο και της αξιοπρέπειας του ελεύθερου ανθρώπου.
Όλα αυτά βέβαια δεν έχουν καμιά σχέση με την Ελλάδα του 2015, καθώς εδώ, από καιρό και το κύρος και η αξιοπρέπεια της εξουσίας και των λειτουργών της έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα όχι μόνο στο φαίνεσθαι αλλά και στο είναι. Όμως για τη Ρώμη που επέπρωτο να κατακτήσει έναν ολόκληρο κόσμο, οι παρακαταθήκες του Ιούλιου Καίσαρα, του Κικέρωνα, του Αυρήλιου και των άλλων μεγάλων αρχηγών αποτέλεσαν την πυξίδα με την οποία πορεύτηκε το μεγαλείο της αυτοκρατορίας.