Γράφει η Πάνσυ Γιαφέντη
Αναρωτιέμαι αν και πόσο τραυματικό, όπως ισχυρίζονται κάποιοι σύγχρονοι ψυχολόγοι, είναι για ένα παιδί να μαθαίνει ότι ο Αϊ-Βασίλης, που κάθε Πρωτοχρονιά τον περίμενε με τόση αγωνία να του φέρει το δώρο του, είναι τελικά ένας μύθος, μια άσκηση στη μαγεία της αυταπάτης, μια συνωμοσία των μεγάλων που σμιλεύει τη φαντασία των μικρών και εξασφαλίζει κέρδη για ολόκληρη την οικονομική αλυσίδα.
Αν κρίνω πάντως προσωπικά και από τους συνομήλικους φίλους μου, που κάποιοι γνώριζαν από την αρχή –ως γνήσιοι ξερόλες ή τέκνα πραγματιστών γονέων– ότι Αϊ-Βασίλης δεν υπάρχει, και κάποιοι άλλοι δεν ήθελαν με τίποτα να πιστέψουν ότι ο καλοκάγαθος άγιος από τη Λαπωνία ή την Καισαρεία [sic] –η προέλευση δημιουργούσε πάντα μια πρόσκαιρη σύγχυση, αλλά ποιος νοιαζόταν…, αφού το δώρο έφτανε πάντα και στην ώρα του–, δεν νομίζω ότι η αποκάλυψη της απάτης μας άφησε κάποιο τραύμα βαθύ και αγιάτρευτο ή κλόνισε πραγματικά την εμπιστοσύνη στους γονείς μας.
Θυμάμαι τους φίλους και τους συμμαθητές, με γονείς κυρίως αριστερούς που ήθελαν τα τέκνα τους γειωμένα στην απτή πραγματικότητα, μακριά από την όποια υπερφυσική ή μεταφυσική αναφορά σε μύθους ή θρησκεία ή ακόμα χειρότερα στην αμερικανική καπιταλιστική επιρροή, που από τη μια μας λοιδορούσαν που πιστεύαμε στη «βλακεία του Αϊ-Βασίλη» κι απ΄ την άλλη κρυφοζήλευαν που δεν μετείχαν στο μυστήριο της αγιοβασιλιάτικης τελετουργίας. Αναρωτιέμαι πόσοι από αυτούς πραγματικά εκτίμησαν την γονεϊκή ειλικρίνεια και πόσοι από τους άλλους θέτουν εσαεί εν αμφιβόλω την ειλικρίνεια των δικών τους γονιών, πάντως η πλειονότητα νομίζω πως αισθάνεται πραγματικά ευτυχισμένη που είχε την ευκαιρία να γευτεί τη χαρά του μύθου, να βιώσει την πιθανότητα του υπερφυσικού και να ζήσει ως μέλος μιας κοινότητας που τρέφει τους νεοσσούς της με αγάπη, προσφορά και φαντασία. Υπήρχε βέβαια πάντα κι εκείνη η μειοψηφία τότε που μάθαινε με τον δύσκολο και σκληρό τρόπο, αυτόν της οικονομικής ανέχειας, ότι Αϊ-Βασίλης δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δεν φέρνει δώρα στα φτωχά παιδιά.
Θυμάμαι εκείνη την Πρωτοχρονιά που έμαθα ότι ο Αϊ-Βασίλης είναι απλώς ένας ωραίος μύθος, που μας συνόδευε μέχρι τα μισά του Δημοτικού Σχολείου, περίπου μέχρι τα δέκα μας χρόνια. Τόσο ήμουν, πήγαινα τετάρτη δημοτικού και από τις παραμονές των Χριστουγέννων ανακάλυψα πως κάτω απ’ το κρεβάτι μου υπήρχαν τέσσερα μεγάλα πακέτα. Ρώτησα τι είναι, αν είναι για μένα, και πήρα την απάντηση ότι είναι δώρα για τον βαφτισιμιό των γονιών μου και τα ξαδέρφια μου, που θα περνούσαμε μαζί τις γιορτές. Δεν ασχολήθηκα ξανά μαζί τους μέχρι την πρωί της Πρωτοχρονιάς, όταν έτρεξα όλο προσμονή και ανυπομονησία στο χριστουγεννιάτικο δέντρο να βρω το δώρο του Αϊ-Βασίλη. Μόνο που δώρο δεν υπήρχε. Το σοκ ήταν τεράστιο. Ο Αϊ-Βασίλης δεν μου είχε φέρει δώρο αυτή τη χρονιά. Γιατί; Ήταν κι εκείνη η προϋπόθεση «να είσαι καλό παιδί όλο τον χρόνο», αλλά ήμουν απόλυτα βέβαιη πως την πληρούσα και με το παραπάνω. Οι γονείς μου, οι οποίοι καθόλου δεν φάνηκαν να θορυβούνται –περίεργο–, με προέτρεψαν να ψάξω στο δωμάτιό μου, μήπως είχε αφήσει το δώρο μου εκεί.
- Όχι, δεν υπάρχει τίποτα στο δωμάτιο.
- Ψάξε καλύτερα, επέμεινε η μαμά μου. Μήπως είναι κάτω από το κρεβάτι σου;
- Κοίταξα κάτω από το κρεβάτι. –Το μόνο που βρίσκεται εκεί είναι ένα από τα δώρα που πήρατε εσείς.
- Άνοιξέ το, με παρότρυνε ο μπαμπάς μου. Αυτό θα είναι το δώρο σου. Μπορεί να είχε πολλά δώρα να παραδώσει ο Αϊ-Βασίλης φέτος και το έφερε νωρίτερα για να προλάβει.
- Μα, αυτό το αγοράσατε εσείς!
- Προφανώς το έκρυψε εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα δώρα, για να μην το δεις πριν από την πρωτοχρονιά, επέμεινε.
Ετοιμόλογος ο μπαμπάς, αλλά καθόλου πειστικές οι εξηγήσεις, που επιπλέον δίνονταν με ύφος διφορούμενο. Έκανα βουτιά κάτω από το κρεβάτι, τράβηξα το πακέτο, το χαρτί περιτυλίγματος είχε τη φίρμα γνωστού πολυκαταστήματος της Λαμίας. Ναι, η Λαμία είχε από τότε πολυκατάστημα. Ακόμα το έχει.
- Από πότε ο Αϊ-Βασίλης αγοράζει τα δώρα του; Και μάλιστα από κατάστημα παιχνιδιών της Λαμίας;
Η Λαμία ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα των γονιών μου.
- Άγιος είναι, ξέρει ότι καταγόμαστε από εκεί. Ίσως δεν του έφτασαν τα δώρα που έφερε από το εργαστήρι του και, για να μην σε αφήσει χωρίς δώρο, το αγόρασε.
Οι γονείς μου είχαν προετοιμάσει καλά τις απαντήσεις τους και τις εκφωνούσαν με «υποκριτική μαεστρία», αλλά δεν με ξεγελούσαν. Ο σπόρος της αμφιβολίας φύτρωνε γοργά. Άνοιξα το κουτί. Μια τεράστια κούκλα με κόκκινα μακριά μαλλιά και ένα εντυπωσιακό τουρκουάζ παλτό με κοίταζε με τα μεγάλα της γαλάζια μάτια. Οι δυο γονείς μου κάθονταν κρυφογελώντας και παρατηρούσαν τις αντιδράσεις μου. Ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καλά και αυτό με προβλημάτιζε.
- Εσείς το αγοράσατε, παραδεχτείτε το!
- Τι σημασία έχει αγάπη μου; Η μαμά μου ήταν έτοιμη, όλο φυσικότητα να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα: Όταν ο Αϊ-Βασίλης δεν μπορεί να φέρει δώρο, το φέρνει ο μπαμπάς και η μαμά. Αλήθεια, δεν έχεις σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί να μην είναι ο Αϊ-Βασίλης που φέρνει τα δώρα την Πρωτοχρονιά; Πως αυτό είναι ένα παραμύθι για τα μικρά παιδιά; Κι εσύ είσαι πλέον μεγάλο κορίτσι.
Όχι, δεν το είχα σκεφτεί. Δεν ήθελα να το σκεφτώ. Δεν μου άρεσε καθόλου η ιδέα, παρότι κυκλοφορούσε ευρέως στο σχολείο. Ο μύθος του Αϊ-Βασίλη κατέρρευσε εκείνο το πρώτο πρωινό του νέου χρόνου και μαζί του κατέρρευσε το πρώτο τείχος της παιδικής αθωότητας, αργότερα θα κατέπεφταν και τα υπόλοιπα, αλλά αυτό το χτύπημα ήταν αναπάντεχο – και να το δέχεσαι από τους ίδιους σου τους γονείς;
Μεγάλη πρόνοια να το δέχεσαι από τους ίδιους σου τους γονείς. Σε αποσταθεροποιεί αρχικά, αλλά εντέλει σε ενδυναμώνει, σε ισχυροποιεί, σε χαλυβδώνει. Η απομυθοποίηση του Αϊ-Βασίλη ήταν ένα είδος διαβατήριας τελετής, από την παιδικότητα της ουτοπίας στην παιδικότητα της εντοπίας. Αλλά γιατί όχι της ευτοπίας; Διότι ευτοπία ήταν για τη γενιά μας το γεγονός ότι είχαμε μια σταθερή και δεμένη οικογένεια που γεμάτη αγάπη καλλιεργούσε τη συναισθηματική μας ασφάλεια, σπίτι από το οποίο δεν έλειπαν τα αγαθά, δεσμούς γερούς αγάπης και αλληλεγγύης με συγγενείς και φίλους.
- Δηλαδή εσείς μου παίρνατε όλα εκείνα τα δώρα;…
Έτσι εξηγείται το πώς ενώ έστελνα γράμμα στον Αϊ-Βασίλη, εκείνος σπάνια μου έφερνε το δώρο που ζητούσα. Τι να πεις… Έφερνε όμως ωραία και πρωτότυπα δώρα, τώρα που το σκέφτομαι. Τη χρονιά του νηπιαγωγείου μου έφερε ένα μικρό πιανάκι, στο οποίο έμαθα να παίζω τα κάλαντα γι’ αρχή και παιδικά τραγουδάκια στη συνέχεια. Όταν μεγάλωσα πήρα ένα κανονικό πιάνο και παρακολούθησα μαθήματα στο ωδείο. Έναυσμα είχε σταθεί εκείνο το μικρό πιανάκι, δώρο του Αϊ-Βασίλη, που ήρθε αντί της ηλεκτρικής κουζίνας (παιχνίδι εννοείται) που είχα ζητήσει και που δεν μου την έφερε ποτέ. Στη Β΄ Δημοτικού μου έφερε μια κούκλα της el greco που μιλούσε και τραγουδούσε – μαγεία! Της πατούσες ένα κουμπί στην κοιλίτσα και άρχιζε να μιλάει: «Με λένε Μανίνα, δεν είμαι πολύ ωραία κούκλα; Να σου πω ένα τραγουδάκι;» Μόνο που για να ακούσεις το τραγουδάκι, έπρεπε να κάνεις «εγχείρηση», να ανοίξεις την πλάτη της κούκλας και να γυρίσεις το δισκάκι (ένα μαύρο λιλιπούτειο δισκάκι βινιλίου) από την άλλη πλευρά. Πάτα ξαναπάτα το κουμπάκι, γύρνα ξαναγύρνα το δισκάκι, σε ένα-δυο χρόνια ξεχαρβαλώθηκε το συστηματάκι, όμως η κούκλα ζει ακόμα – αθάνατο είδος εκείνα τα παιχνίδια της el Greco, το πλαστικό τους ανάδινε μια τόσο ωραία μυρωδιά που σου ερχόταν να τα δαγκώσεις.
Όμορφα τα δώρα του Αϊ-Βασίλη… Με εξαίρεση το δώρο του στην Γ΄ Δημοτικού. Ξύπνημα πρωινό, πρώτη του χρόνου σ’ ένα σπίτι γεμάτο κόσμο, γονείς, θείοι, ο παππούς και η γιαγιά, τα ξαδέρφια, μικρά και μεγάλα. Εμείς, τα μικρότερα, αγουροξυπνημένα ακόμη τρέξαμε στο σαλόνι, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, για να βρούμε από κάτω τα δώρα μας – με μια αγωνία είναι η αλήθεια, καθώς δεν ήμασταν στο σπίτι του ο καθένας, αλλά πολλά χιλιόμετρα μακριά. Ο Αϊ-Βασίλης όμως μας είχε βρει και είχε αφήσει τρία πακέτα με το όνομα του καθενός γραμμένο πάνω – προνοητικός ο άγιος… Ανοίγει πρώτος το δώρο του ο εξάδελφός μου, μια μπουλντόζα, όπως την είχε φανταστεί και την είχε ζητήσει. Ανοίγει το δώρο της η εξαδέλφη μου, μια κούκλα. Πρωτότυπο δώρο δεν το λες, αλλά αυτό ήθελε, αυτό της έφερε ο Αϊ-Βασίλης. Ανοίγω κι εγώ το δικό μου και χαίρομαι χαρά μεγάλη, καθώς το μεγάλο κουτί περιείχε όχι ένα αλλά δύο πακέτα με δώρα. Σκίζω ανυπόμονα το χαρτί και βρίσκομαι μπροστά σε ένα κοκκινωπό δερμάτινο σετ γραφείου με μολυβοθήκη, χαρτοκόπτη, θερμόμετρο χώρου και μελανοδοχείο. Πάγωσα. Τι είναι αυτό; Καλά καλά δεν ήξερα τότε τι ήταν όλα αυτά και σε τι χρησίμευαν. Ξετυλίγω και το δεύτερο πακέτο, ένα βιβλίο: Τα λόγια της πλώρης, του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Η απογοήτευση έχει χαραχτεί στο πρόσωπό μου, είμαι έτοιμη να βάλω τα κλάματα και αποφαίνομαι με έναν κόμπο στη φωνή:
- Ο Αϊ-Βασίλης έκανε λάθος. Μου έφερε λάθος δώρο. Αυτό δεν είναι το δικό μου.
- Δικό σου είναι αγαπούλα μου! Γράφει το όνομά σου, μου λέει η μαμά μου.
- Όχι, μαμά, λάθος έχει κάνει. Τι είναι όλα αυτά; Εγώ ηλεκτρικό πλυντήριο ζήτησα, αυτά τι να τα κάνω;
- Είναι για το καινούργιο σου γραφείο, μου αποκαλύπτει η μαμά μου. Και ένα βιβλίο λογοτεχνίας, τώρα που έμαθες να διαβάζεις καλά.
Απαρηγόρητη εγώ, έχω βάλει πλέον τα κλάματα, αναλαμβάνουν να με παρηγορήσουν με τη σειρά γιαγιά, παππούς και θείοι, παίρνοντάς με ένας ένας αγκαλιά. Τελικά όλοι συμφώνησαν πως ο Αϊ-Βασίλης είχε κάνει λάθος, αλλά επειδή άγιος είναι, θα το καταλάβαινε στο τέλος της μέρας και θα το διόρθωνε.
– Πώς; Απόρησα.
– Θα σου φέρει το σωστό δώρο των Φώτων μικρούλα μου, μου είπε γλυκά ο παππούς μου, που ανέλαβε να σώσει την κατάσταση και να δώσει λύση. Η ομήγυρη συγκατένευσε.
- Και τι θα γίνει με το δώρο αυτό, ρώτησα με κλάματα ακόμη στα μάτια και φωνή που διακοπτόταν από τον λυγμό. Κάποιο παιδάκι το περίμενε και αντί γι’ αυτό πήρε το ηλεκτρικό μου πλυντήριο – τόσο σίγουρη ήμουν πως αυτό θα μου έφερνε για δώρο ο Αϊ-Βασίλης. Πρέπει να το βάλουμε στο κουτί και να το αφήσουμε στο δέντρο για να το πάρει των Φώτων που θα έρθει για να το δώσει στο παιδάκι. Ένιωθα τόση συμπόνοια για εκείνο το ξένο, άγνωστο παιδί, αγόρι φανταζόμουν πως ήταν, που θα ξύπνησε όλο προσμονή, ποιος ξέρει σε ποιο μακρινό σημείο της Ελλάδας, και βρήκε κάτω από το δέντρο αντί για το δώρο του το δικό μου πλυντήριο.
- Δεν πειράζει, μωρό μου, με διαβεβαίωσε ο μπαμπάς μου, μπορείς να το κρατήσεις. Αφού έκανε λάθος ο Αϊ-Βασίλης, εκείνος θα το διορθώσει. Εσύ φέτος θα πάρεις δύο δώρα.
- Η διαβεβαίωση αυτή με ανακούφισε κάπως, είχα όμως ακόμη την αγωνία αν τελικά θα μου φέρει ο Αϊ-Βασίλης το δώρο μου την ημέρα των Φώτων. Αυτό ήταν εκτός διαδικασίας, πρωτάκουστο.
- Θα σου το φέρει εξάπαντος, με διαβεβαίωσε η θεία μου και γυρνώντας προς τη μαμά μου την έψεξε με ύφος: παιδί έχεις, όχι καθηγήτρια. Μα καλά, Καρκαβίτσα; Ποιος παίρνει δώρο Καρκαβίτσα σε εννιάχρονο;
Προφανώς η μαμά μου, που είχε καταφανώς υπερεκτιμήσει την ωριμότητα και τη φιλαναγνωσία μου. Τελικά των Φώτων βρήκα επιτέλους κάτω από το δέντρο το σωστό δώρο, το πολυπόθητο πλυντήριο, και έτσι η περιπέτεια έληξε ένδοξα. Με την επιστροφή στο σχολείο είχα να διηγηθώ τόσα πολλά στις φίλες μου. Καμία δεν είχε ανάλογη εμπειρία, αν και πολλές είχαν λάβει δώρο διαφορετικό από εκείνο που είχαν ζητήσει, όλες όμως το είχαν αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα. Καμία δεν σκέφτηκε ότι ο Αϊ-Βασίλης είχε κάνει λάθος. Και τα λάθη πληρώνονται, αυτό όμως ήταν ένα μάθημα που πήραν οι γονείς μου εκείνη την πρωτοχρονιά. Εγώ πάλι βρέθηκα με τρία δώρα αντί για ένα, αποζημίωση για το «χαστούκι» που με περίμενε την επόμενη χρονιά, όταν ο Αϊ-Βασίλης θα μου έφερνε δώρο για τελευταία φορά.
Με το τελευταίο εκείνο δώρο του Αϊ-Βασίλη δεν έπαιξα ποτέ. Έμεινε η κούκλα με τα κόκκινα μαλλιά και το τουρκουάζ παλτουδάκι παρατημένη σε μια γωνιά του δωματίου. Ήταν η μόνη από τις κούκλες που δεν μου άρεσε, την κοιτούσα με απαξίωση. Δεν έφταιγε αυτή. Ήταν που μου θύμιζε την ήττα της αθωότητας, με βάραινε η διάψευση του μύθου, η αναγκαστική παραδοχή πως τα παραμύθια είναι για τα παιδιά κι εγώ είχα πλέον μεγαλώσει χωρίς να το θέλω.
Είμαστε φιλόμυθοι οι άνθρωποι, και, όπως υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, αυτός που αγαπά τους μύθους, αγαπά κατά κάποιον τρόπο και τη σοφία. Μέσα από τους μύθους διδασκόμαστε, μαθαίνουμε, διατηρούμε τη μνήμη, διαμορφώνουμε την ταυτότητά μας αλλά και παρηγορούμαστε. Η παραμυθία των μύθων συντηρεί την ελπίδα εκείνη που καίει φλόγα-άσβεστη μέσα μας και μας παρακινεί να αποδείξουμε πως κάποιοι μύθοι μπορεί και να είναι αληθινοί, κι αν δεν είναι, πως μπορούμε εμείς να τους κάνουμε να γίνουν. Ίσως γι’ αυτό, καθώς ο νέος χρόνος ξημερώνει, βαθιά μέσα μας περιμένουμε τον Αϊ-Βασίλη και διαιωνίζουμε τον μύθο του χρόνια τώρα, συνειδητά και χωρίς ενοχές.
Καλή Πρωτοχρονιά!
