του Δημήτρη Λάμπρου
Κατηφορίζω προς το κέντρο της πόλης περνώντας από τις γειτονιές που φόρεσαν τα γιορτινά τους για να υποδεχτούν τα Χριστούγεννα. Γιρλάντες, Αϊ Βασίληδες, αστέρια και φωτάκια, πολλά φωτάκια που φεγγοβολούν στα μπαλκόνια στους μικρούς και στους λιγότερο μικρούς δρόμους καλώντας τον περαστικό να αναγνωρίσει και να επικροτήσει τη χαρά και την καλαισθησία τους. Εδώ εμείς γιορτάζουμε, σου λένε.
Δεν μπορείς βέβαια να δεις τη σάλα με το πανέμορφο δέντρο μας (κι είναι κρίμα), γι’ αυτό στολίσαμε το μπαλκόνι, την πρασιά, τον φράχτη, να σου μεταδώσουμε μέσα σε μια ανυπέρβλητη φωτοχυσία τη χαρμόσυνη ατμόσφαιρα που φτιάξαμε, αγαπητέ διαβάτη. Εδώ εμείς γιορτάζουμε…
Θυμάμαι τους ίδιους δρόμους, τις ίδιες γειτονιές πολλά πολλά χρόνια πριν. Οι εικόνες που έρχονται στο νου αλλιώτικες.
Ούτε γιρλάντες έξω ούτε Αγιοβασίληδες να αναρριχώνται στα μπαλκόνια να αφήσουν τα δώρα τους ούτε φωτάκια να αναβοσβήνουν. Τέτοια υπερπαραγωγή δεν…. Το πολύ πολύ μια τραβηγμένη κουρτίνα στο σαλόνι να φαίνεται το δεντράκι κι ως εκεί. Διακριτικά και ήσυχα. Όμως αυτές οι μυρωδιές!
Οι μυρωδιές που ξεγλιστρούσαν από τις κουζίνες και με άρπαζαν ενεργοποιώντας αυτόματα μια μεταφυσική σχεδόν ευχαρίστηση, συναισθήματα γλυκά που ελάφρυναν την περπατησιά και τη σκέψη, αυτές οι μυρωδιές είναι όλη η μνήμη, η βιωμένη χάρη. Μελομακάρονα και κουραμπιέδες, καβουρντισμένα αμύγδαλα και καραμέλα, ζεματισμένο βούτυρο και σιρόπια και παντεσπάνια… να μπερδεύονται στην υγρασία του σούρουπου, στην ησυχία της ώρας και της ζωής τότε…
Μετά η όραση επιβλήθηκε κατά κράτος στην όσφρηση, στο αίσθημα, στο συναίσθημα και λίγο λίγο η μαγεία ξέφτισε. Κατεβαίνοντας στο κέντρο αφήνομαι στη θεαματική εικόνα της πόλης που γιορτάζει. Άλλωστε όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να βρω μια μυρωδιά πέρα από αυτή του καμένου ξύλου…















