του Δημήτρη Λάμπρου
Η Αντιγόνη είναι το φως και η σκιά μου. Την έχω μελετήσει το πιο πολύ από κάθε άλλη τραγωδία γιατί μέσα στους 1500 στίχους της πάλλεται μια ασυντέλεστη ανθρώπινη συμφωνία. Την θεωρώ το πιο επιδραστικό κείμενο που μπόρεσε ποτέ να πλάσει ανθρώπινο χέρι και ο λόγος είναι απλός: είναι ανεξάντλητη.
Μέσα στη δίωρη της πορεία κυλάει καυτό το μάγμα της ύπαρξης, η απόλυτη σύγκρουση. Οι αιώνιοι θεσμοί της καρδιάς – ο θεϊκός νόμος, η αγάπη, το αίμα- εναντίον του άκαμπτου τείχους του ανθρώπινου νόμου, του κράτους, του πολιτικού συμφέροντος. Είναι ο αγώνας της φυσικής τάξης, που ονομάζει τα πράγματα με το όνομά τους, έναντι της υλικής λογικής που τα μετατρέπει σε αριθμούς.
Και πίσω από αυτό το κορυφαίο ηθικό δίλημμα ξετυλίγεται ολόκληρος ο ανθρώπινος κόσμος. Μιλάει για την οργή της εξουσίας που είναι πάντοτε τυραννία μέχρι τον έρωτα που ανθίζει ακόμη και στο σκοτάδι του μνήματος. Δείχνει τον λαό να τρέμει και να σωπαίνει, το κράτος να λογοδοτεί μόνο στον εαυτό του, το στράτευμα να γίνεται το μακρύ χέρι μιας πεισματικής βούλησης.
Είναι στην ουσία ένα μνημείο για όσους επιλέγουν τη θυσία, την προσφορά που δεν ελπίζει σε έπαθλο αλλά πιστεύει ότι η ίδια η πράξη είναι η νίκη. Η Αντιγόνη δεν δημιουργεί κίνημα, δεν επαναστατεί, απλώς είναι. Και με την ύπαρξή της ρωτάει τον καθένα μας: τι αξίζει να θυσιάσεις όταν ξέρεις ότι το τέλος είναι βέβαιο; Η απάντησή της είναι η πιο τραγική και η πιο ανθρώπινη: τον εαυτό σου.
Γι’ αυτό η αυλαία δεν πέφτει ποτέ πραγματικά. Ο δικός της αγώνας είναι ο δικός μας, η σιωπηλή της μοίρα η δική μας μάχη. Θα συνεχίσουμε αύριο.
