του Δημήτρη Λάμπρου
Η πρόσφατη συνάντηση στην Αλάσκα ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν, πέραν της επικοινωνιακής της διάστασης, συνιστά γεγονός με συστημικές προεκτάσεις. Παρότι δεν παρήγαγε άμεση ειρηνευτική συμφωνία για τον πόλεμο στην Ουκρανία αποτέλεσε ένδειξη μιας μετατόπισης στη δομή ισχύος του διεθνούς συστήματος. Όπως θα έλεγε ο Waltz τέτοιες κινήσεις δεν αξιολογούνται σε επίπεδο προθέσεων αλλά στο πλαίσιο της κατανομής ισχύος που αναδιαμορφώνεται.
Η μεταπολεμική διεθνής τάξη στηρίχθηκε στη θεσμική φιλελεύθερη παράδοση που υποτίθεται ότι έθετε στο επίκεντρο τη συνεργασία και τους κανόνες. Ωστόσο, η Αλάσκα ανέδειξε ότι οι θεσμοί πλέον δεν διαδραματίζουν τον κεντρικό ρόλο που είχαν: η ισχύς επανέρχεται ως βασικό νόμισμα της διεθνούς πολιτικής. Αυτό συνάδει με τον κλασικό ρεαλισμό του Hans Morgenthau όπου η πολιτική ορίζεται ως πάλη για δύναμη, αλλά και με τον νεορεαλισμό του Waltz, όπου η αναρχία και η κατανομή ισχύος διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των κρατών.
Σε αυτό το πλαίσιο, καθίσταται εμφανές ότι οι αξιολογικές συζητήσεις γύρω από το εάν ο Πούτιν είναι «χασάπης» ή αν ο Τραμπ αποτελεί «τον χειρότερο πρόεδρο στην ιστορία των ΗΠΑ» στερούνται ουσιαστικού αντικειμένου. Τέτοιες κρίσεις αγνοούν τρεις κομβικές παραμέτρους: πρώτον την προϊούσα παρακμή της Δύσης, από την οποία ο Τραμπ επιδιώκει να αποστασιοποιηθεί, δεύτερον, την αποδόμηση της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία, υπό το μανδύα μιας υποτιθέμενης ανθρωπιστικής μέριμνας, παρήγαγε πολέμους χωρίς στρατηγική δικαίωση και με εκατομμύρια θύματα. Και τρίτον, την εμπέδωση της λογικής ότι η διεθνής τάξη καθορίζεται πλέον από την ισχύ και όχι από το διεθνές δίκαιο. Η «Δύση» με τη μορφή που απέκτησε μετά το 1945 έχει τερματίσει τον ιστορικό της κύκλο. Το τέλος αυτό αναγγέλθηκε ευθέως από τον Τραμπ, ενώ φαίνετια να εντάσσεται σε μια ευρύτερη και βαθύτερη συνθήκη: την κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης και την αναβίωση του κράτους-έθνους ως κεντρικής μονάδας ανάλυσης και δράσης στις διεθνείς σχέσεις.
Η αδυναμία της ΕΕ να επιβάλει κυρώσεις με πραγματικό αποτέλεσμα στη Ρωσία επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του John Mearsheimer ότι οι φιλελεύθερες αφηγήσεις υποχωρούν όταν τα κράτη-μεγάλες δυνάμεις αισθανθούν ότι απειλείται η επιβίωσή τους. Η διαφορά ανάμεσα στη «λήξη των εχθροπραξιών» και στον «σχεδιασμό ειρήνης» έχει στρατηγική σημασία, καθώς δίνει στη Ρωσία τον απαραίτητο χρόνο να εδραιώσει τα εδαφικά της κέρδη. Ο Πούτιν λειτουργεί εδώ στο πλαίσιο του επιθετικού ρεαλισμού του Mearsheimer όπου οι μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της ισχύος τους για να διασφαλίσουν την ασφάλεια. Η απουσία Ζελένσκι και ΕΕ από την Αλάσκα αποτυπώνει την «ιεραρχία ισχύος» που περιέγραψε ο Waltz: τα κράτη που δεν διαθέτουν επαρκή ισχύ αποκλείονται από τον σκληρό πυρήνα των αποφάσεων. Το γεγονός ότι η Ουκρανία οδηγείται στη θέση του ηττημένου με υποχρέωση ανασυγκρότησης υπό ευρωπαϊκή χρηματοδότηση δείχνει την εφαρμογή της λογικής του νικητή στο διεθνές σύστημα.
Η συνάντηση υπαινίσσεται τη μετάβαση από μια δυτική «μονοπολική στιγμή» (Krauthammer, 1990) σε μια πολυπολική δομή. Στο νέο πλαίσιο, ο ρόλος της Κίνας και των BRICS παραμένει ανοιχτός. Οπως σημειώνει ο Amitav Acharya από το 2014 η παγκόσμια τάξη αναδύεται πλέον ως «post-Western order», όπου οι μη δυτικοί δρώντες δεν λειτουργούν κατ’ ανάγκη ως αντι-δυτικοί, αλλά ως αυτόνομοι διαμορφωτές κανόνων. Η Αλάσκα σηματοδοτεί μια στροφή προς τη θεσμοποίηση της πολυπολικότητας.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική, επιμένοντας σε πλήρη ταύτιση με τις ΕΕ στρατηγικές, κινήθηκε στη λογική του bandwagoning δηλαδή της άκριτης πρόσδεσης στον ισχυρότερο. Αντίθετα, η Τουρκία υιοθέτησε στρατηγική balancing, διατηρώντας ανοιχτά κανάλια με τη Μόσχα. Στο νέο διεθνές περιβάλλον, η Αθήνα κινδυνεύει να περιθωριοποιηθεί, καθώς η ΕΕ παύει να έχει το βάρος που είχε μεταπολεμικά.
Η Αλάσκα δεν ήταν απλώς μια διπλωματική συνάντηση. Αποτέλεσε κομβικό γεγονός μετάβασης από τον θεσμικό φιλελευθερισμό προς μια πολυπολική αρχιτεκτονική ισχύος. Ο Τραμπ και ο Πούτιν ανέδειξαν τη σημασία του ρεαλισμού στη σύγχρονη διεθνή πολιτική ενώ η Ευρώπη και η Ουκρανία υποβιβάστηκαν σε ρόλους ηττημένων. Για χώρες όπως η Ελλάδα, η μόνη διέξοδος είναι η χάραξη μιας εθνικά αυτόνομης στρατηγικής, απαλλαγμένης από ιδεολογικά στερεότυπα, ικανής να επιβιώσει σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου η ισχύς καθορίζει την έκβαση.
