Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τελευταία Νέα

του Δημήτρη Λάμπρου

Η σχέση μεταξύ αυθεντικής τέχνης και καλλιτεχνικής κοινότητας παρουσιάζει ένα από τα πιο σύνθετα παράδοξα της σύγχρονης πολιτισμικής ζωής. Οταν η τέχνη επιτυγχάνει την αυθεντικότητα φαίνεται να οδηγείται αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τις καθιερωμένες δομές του περιβάλλοντός της. Η αυθεντική τέχνη συνιστά γλώσσα που δεν ζητά άδεια ύπαρξης. Ο καλλιτέχνης που ανακαλύπτει αυτή τη γλώσσα -είτε πρόκειται για ζωγράφο, συγγραφέα, χορευτή ή μουσικό- δημιουργεί χωρίς προσδοκία επιδοκιμασίας. Η δημιουργική πράξη γίνεται μονόλογος που απευθύνεται στο κενό αναζητώντας εσωτερική αλήθεια αντί για εξωτερική επιβεβαίωση.

Αυτή η στάση αποκλίνει ριζικά από τους συμβατικούς μηχανισμούς της καλλιτεχνικής παραγωγής όπου η δημιουργία συχνά πλαισιώνεται από στρατηγικές αποδοχής και αναγνώρισης. Οταν η πράξη δεν υπακούει σ’ αυτούς τους κανόνες ο καλλιτέχνης αρχίζει να βιώνει απομόνωση -όχι ως τιμωρία αλλά ως αναγεννητική δύναμη. Από τη στιγμή που το οικείο καλλιτεχνικό περιβάλλον αποκαλύπτεται ως έρημος, η δημιουργική εργασία αλλάζει φύση. Αναδύεται εκείνο το υλικό που είναι ταυτόχρονα άγριο και στοργικό, ευάλωτο και αμυντικό, ανυπότακτο αλλά απολύτως αναγκαίο: το υλικό της γνήσιας έκφρασης.

Η μοναξιά αυτή δεν είναι μια απλή συνθήκη εργασίας αλλά οντολογική κατάσταση που διαμορφώνει τον ίδιο τον χαρακτήρα του έργου. Ο απομονωμένος καλλιτέχνης δεν υπομένει – μετασχηματίζεται. Μέσα από αυτή την υπαρξιακή συνθήκη αναπτύσσει εκείνη την εσωτερική συνέπεια, την ιδιαίτερη αισθητική που αργότερα αναγνωρίζεται ως η υπογραφή του.

Τα πρώτα στάδια αυτής της πορείας μοιάζουν με εξορία μέσα στην ίδια την πατρίδα. Ο καλλιτέχνης νιώθει ξένος μέσα στον δικό του χώρο καθώς το διαμορφωμένο μέσα στην απλοϊκή μαζική κουλτούρα περιβάλλον ανταποκρίνεται με φθόνο ή καχυποψία ή σιωπή. Οχι επειδή υπάρχει κάποιο αντικειμενικό σφάλμα αλλά επειδή το έργο του υπενθυμίζει την ύπαρξη άλλων δυνατοτήτων -πέρα από την κατεστημένη μετριότητα. Ο καλλιτεχνικός περίγυρος αντί να υποδεχτεί τη ρήξη αναδιπλώνεται για τη διατήρηση ισορροπιών. Είναι αμυντικός μηχανισμός μιας κοινότητας που οργανώνεται γύρω από την ρηχότητα όχι την ανατροπή.

Ο φόβος που εγείρεται δεν είναι απέναντι στον δημιουργό αλλά απέναντι σε αυτό που αποκαλύπτει. Η αυθεντική τέχνη φανερώνει, έστω και ακούσια, ότι η τέχνη δεν υπακούει στους κανόνες της ιδιοποίησης και της κατηγοριοποίησης. Αντιθέτως επιμένει να εκθέτει, να διαταράσσει, να δημιουργεί ρήγματα σε ό,τι θεωρείται σταθερό. Είναι καθρέφτης όχι μόνο της πραγματικότητας, αλλά και των δυνατοτήτων που μένουν ανεκπλήρωτες. Αυτός ο καθρέφτης δεν αντανακλά απλώς το παρόν, αλλά θυμίζει τι δεν τολμήσαμε. Και αυτή η υπενθύμιση ενοχλεί.

Κάθε φράση, κάθε πινελιά, κάθε κίνηση που γεννιέται μέσα από αυτή την αυθεντικότητα φέρει μια εγγενή αδιαφορία προς το αποδεκτό. Οχι από αλαζονεία αλλά επειδή προέρχεται από άλλο πεδίο. Δεν υπακούει στο γνώριμο, δεν υπηρετεί την αναπαραγωγή. Λειτουργεί ως ρήξη -όχι πάντα καταστροφική, αλλά πάντα δημιουργική. Ανοίγει ρωγμές, γεννά δυνατότητες, εισάγει νέους τρόπους σκέψης και αίσθησης. Κι όμως, αυτή η ίδια δυναμική, όσο λυτρωτική κι αν είναι, συχνά βιώνεται από το περιβάλλον ως απειλή. Οχι για την αισθητική του αρτιότητα αλλά για την ίδια την αμφισβήτηση που ενσωματώνει.

Η αυθεντικότητα στην τέχνη δεν είναι απλώς αισθητικό ζήτημα. Είναι βαθιά κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο. Η αληθινή τέχνη δεν επιδιώκει να είναι “καλή”, “ευχάριστη” ή “επιτυχημένη”. Επιδιώκει να είναι αναγκαία. Να δρα ως παράγοντας ανατροπής, ως εργαλείο ελευθερίας, ως πράξη αναστοχασμού. Γι’ αυτό και είναι, ταυτόχρονα, πολύτιμη και επικίνδυνη. Αγαπητή και φοβερή. Η κατανόηση αυτής της αντίφασης είναι ίσως το μόνο σημείο από το οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε το πραγματικό διακύβευμα της τέχνης σήμερα: όχι τι λέει αλλά τι τολμά να δείξει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *