του Δημήτρη Λάμπρου
Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για την αποδόμηση ενός συστήματος στο οποίο κάποτε πίστεψες. Που σε συντρόφεψε, σε διαμόρφωσε, σε γοήτευσε. Το star system -η μηχανή ανάδειξης και αποθέωσης καλλιτεχνών σε υπερπροσωπικότητες- δεν αποτελεί απλώς πολιτισμικό φαινόμενο. Είναι καθρέφτης κοινωνικών αναγκών, επιθυμιών και ελλείψεων. Η αποδόμησή του, λοιπόν, δεν αφορά μόνο τη βιομηχανία που το συντηρεί αλλά κι εμάς που το τροφοδοτήσαμε με προβολές, προσδοκίες και πρόθυμες αυταπάτες.
Σ’ αυτό το κείμενο δεν επιχειρείται κριτκή ενάντια σε πρόσωπα. Ούτε είναι ένας ρομαντικός ύμνος στην «καθαρή τέχνη» του παρελθόντος. Αντίθετα προτείνεται μια νηφάλια ματιά σε ένα φαινόμενο που μετατρέπει τη συγκίνηση σε αντικείμενο εμπορίου, την ανθρώπινη ανάγκη για νόημα σε προϊόν προς κατανάλωση. Το ζήτημα δεν είναι να κατηγορήσουμε όσους πίστεψαν. Είναι να καταλάβουμε πώς φτάσαμε να παραχωρήσουμε τη συλλογική μας φαντασία σε αλγόριθμους, διαφημιστές και ελεγχόμενες εικόνες.
Δεν προσέρχομαι στο ζήτημα με επιθετικότητα ούτε με τη στείρα ειρωνεία του «αφ’ υψηλού» κριτή. Εξάλλου υπήρξα κι εγώ μέρος -και εξακολουθώ να είμαι σε κάποιον βαθμό- αυτού του ίδιου του μηχανισμού αποθέωσης. Ακουσα, συγκινήθηκα, ταυτίστηκα. Το προσωπικό μου βίωμα δεν με εξαιρεί, με ενοχοποιεί μαζί σας αλλά και με κινητοποιεί.
Η μαζική κουλτούρα, όπως παρατήρησε ήδη από τον Μεσοπόλεμο ο Theodor Adorno, δεν είναι απλώς μια κατώτερη μορφή τέχνης. Είναι βιομηχανία: μια μηχανή παραγωγής προϊόντων που μοιάζουν αυθόρμητα αλλά σχεδιάζονται προγραμματικά για να προκαλούν προβλέψιμες αντιδράσεις (Adorno & Horkheimer, Διαλεκτική του Διαφωτισμού). Η μουσική δεν κυκλοφορεί πλέον ως αυθόρμητη έκφραση. Διαμορφώνεται ως προϊόν με βάση ψυχολογικά προφίλ και αναλύσεις του «αγοραστικού συναισθήματος».
Το ευαίσθητο κοινό -άτομα με προδιάθεση συγκινησιακής προσληπτικότητας- δεν είναι πλέον «κοινό». Είναι στόχος. Πεδίο εμπορικής εκμετάλλευσης, πεδίο κερδοφορίας των πολυεθνικών και εργαλείο απόσπασης κοινωνικής συναίνεσης των μαζών.. Οπως αναλύει η Shoshana Zuboff, στη σύγχρονη καπιταλιστική εποχή το ίδιο το ανθρώπινο συναίσθημα μετατρέπεται σε data και metadata, το βίωμα γίνεται υλικό για εξόρυξη και κατευθυνόμενη αναπαραγωγή (The Age of Surveillance Capitalism). Η μουσική βιομηχανία το γνωρίζει καλά αυτό: έχει ενσωματώσει ψυχολόγους, marketers, αλγοριθμικά μοντέλα, ώστε να σου «δώσει» αυτό που νοσταλγείς πριν καν το διατυπώσεις.
Στην εποχή της αλγοριθμικής πρόβλεψης και της αισθητηριακής στόχευσης η συγκίνηση δεν βιώνεται πλέον ως απρόβλεπτο ξάφνιασμα, ως υπαρξιακό ρήγμα. Έχει μετατραπεί σε «συναίσθημα» -σε προκάτ αντίδραση, αναμενόμενη, αναγνώσιμη, μετρήσιμη. Το συναίσθημα είναι ενστικτώδες, αυτόματο, άμεσο. Και ακριβώς γι’ αυτό είναι το πρώτο που στοχεύουν οι τεχνικές μάρκετινγκ: δεν χρειάζεται σκέψη μόνο ενεργοποίηση. Δεν αναβλύζει, διατίθεται. Δεν απορρέει από το βάθος της εμπειρίας, εμφυτεύεται από τα έξω, διαμέσου ηχητικών μοτίβων, οπτικών αφηγήσεων και συνειρμικών τεχνασμάτων. Αντίθετα, η γνήσια συγκίνηση περιέχει κάτι περισσότερο από συναισθηματική διέγερση -φέρει νοηματικό βάθος, εμπλέκει κρίση, μνήμη, επίγνωση. Δεν είναι ανακλαστική είναι υπαρξιακή. Ετσι, το συναίσθημα λειτουργεί πια σαν απομεινάρι μιας συγκίνησης που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Σαν ένα τεχνητό μέλος που αντικαθιστά εκείνο που κάποτε ήταν ζωντανό. Με αυτή την έννοια, το συναίσθημα είναι η αναπηρία της συγκίνησης: μια ελεγχόμενη, αποστειρωμένη εκδοχή της, που μας επιτρέπει να «νιώθουμε» χωρίς ποτέ να διακινδυνεύουμε την αυθεντική ρήξη που συνεπάγεται η πραγματική συγκίνηση.
Και μέσα σε αυτό το πλέγμα, εμείς -εσείς κι εγώ- αναπαράγουμε τη λατρεία και τη φλυαρία γύρω από το προκάτ προϊόν. Δεν αντιστεκόμαστε. Προσκυνούμε. Το προϊόν παρουσιάζεται ως αυθεντία και το συναίσθημα που νιώθουμε μάς αποτρέπει από την κριτική σκέψη. Ο Guy Debord είχε επισημάνει αυτή τη θεαματική διάσταση ήδη από τη δεκαετία του ’60, στο Η Κοινωνία του Θεάματος: δεν ζούμε την πραγματικότητα, ζούμε τις εικόνες της. Η μουσική παύει να είναι ήχος. Γίνεται σύμβολο, πρόσωπο, εικονική παρουσία και, τελικά, θέαμα.
Ποια είναι η ευθύνη, ποια τα όρια; Η θεοποίηση του καλλιτέχνη, ιδίως από ενήλικες -ανθρώπους που θεωρητικά διαθέτουν εμπειρία και πολιτισμικά εργαλεία -δεν είναι απλώς αφέλεια. Είναι σημάδι μιας συλλογικής αποσύνδεσης από τον στοχασμό. Είμαστε θύματα όχι μόνο εμπορικής εκμετάλλευσης αλλά και μιας βαθύτερης κρίσης: της απώλειας της επίγνωσης του ίδιου μας του συναισθήματος.
Δεν γράφω για να επιπλήξω. Γράφω για την ανάγκη της αφύπνισης. Με την ειλικρινή αγωνία ότι έχουμε παραδώσει το πιο εύθραυστο, το πιο πολύτιμο -την ικανότητά μας να συγκινούμαστε αυθεντικά- σε έναν μηχανισμό που αναπαράγει μαζικά την ευαισθησία μας για το κέρδος. Κι ενώ όλοι είμαστε μέρος του μηχναισμού, λίγοι στέκονται απέναντί του.
Το ερώτημα δεν είναι αν θα συγκινηθούμε ξανά. Είναι αν θα το κάνουμε ως πρόσωπα ή ως προφίλ. Ως άνθρωποι ή ως προγραμματισμένα targets. Η επιλογή, όσο δύσκολη κι αν φαίνεται, δεν παύει να είναι δική μας. Ακόμα.