*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
του Δημήτρη Λάμπρου
Οι κατακλυσμιαίοι γεωπολιτικοί μετασχηματισμοί της τελευταίας περιόδου με αποκορύφωμα την εκτεταμένη ρευστοποίηση της περιφερειακής τάξης στη Μέση Ανατολή, την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση των συγκρούσεων στον Περσικό Κόλπο, την αναζωπύρωση του πολέμου στο Ιράν και την κατάρρευση κάθε ψευδαίσθησης περί «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέδειξαν, με δραματική σαφήνεια, την εγγενή ανεπάρκεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας εποχής που χαρακτηρίζεται από επιστροφή της ισχύος ως ρυθμιστικού παράγοντα στις διεθνείς σχέσεις.
Η σύγκρουση στο Ιράν και η ενδεχόμενη διάχυσή της σε όλο το τόξο της Μέσης Ανατολής αναδεικνύουν την απουσία μιας αυτόνομης, ενεργητικής ευρωπαϊκής στρατηγικής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αμήχανη και κατακερματισμένη αδυνατεί να επιτελέσει στοιχειώδη γεωστρατηγική λειτουργία περιοριζόμενη σε δηλώσεις αρχών και διπλωματικές ασκήσεις συμβολισμού. Για τα κράτη-μέλη της περιφέρειας, και δη για την Ελλάδα, η πραγματικότητα αυτή ισοδυναμεί με στρατηγικό κενό: καμία εξωτερική αρχιτεκτονική ασφαλείας δεν είναι αξιόπιστη αν δεν βασίζεται πρωτίστως σε εθνικά εργαλεία ισχύος.
Η Ελλάδα, εν μέσω αυτής της βαθιάς συστημικής αστάθειας παραμένει παθητικός δέκτης των εξελίξεων. Η αδυναμία συγκρότησης εθνικής στρατηγικής, η έλλειψη θεσμικής συνέχειας στην εξωτερική πολιτική και η ανυπαρξία μηχανισμών εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού καθιστούν τη χώρα ευάλωτη σε μεταβαλλόμενες ισορροπίες ισχύος. Η πρόσφατη επαναδραστηριοποίηση της τουρκικής επιρροής στο λιβυκό έδαφος και η απουσία της Ελλάδας από τις εξελίξεις στην Τρίπολη αποκαλύπτουν το έλλειμμα θεσμικής παρουσίας σε μία κρίσιμη για τα ελληνικά συμφέροντα γεωγραφία. Πρόκειται για χαρακτηριστικά συμπτώματα μιας εξωτερικής πολιτικής που στερείται βάθους, προνοητικότητας και επιχειρησιακής δομής.
Απέναντι σε αυτό το περιβάλλον αυξανόμενης πολυπλοκότητας είναι επιτακτική η μετάβαση σε ένα μοντέλο εθνικής στρατηγικής που να θεμελιώνεται στη θεσμική συνέχεια, στον σχεδιασμό μακράς πνοής και στη διακομματική σύμπραξη. Η πρόταση για έναν νέο στρατηγικό προσανατολισμό της Ελλάδας εδράζεται σε πέντε θεμελιώδεις άξονες που, συλλογικά, επιδιώκουν να μετασχηματίσουν τη χώρα από περιφερειακό αμυνόμενο σε δρώντα με ισχύ, διεκδικητικότητα και αυτοσεβασμό.
Πρώτον, η υιοθέτηση ενός δόγματος εθνικής αυτοπεποίθησης και στρατηγικής προληπτικής αποτροπής ως εναλλακτική στο παρωχημένο μοντέλο παθητικής αντίδρασης αποτελεί βασική αρχή. Η ίδρυση ενός Μόνιμου Συμβουλίου Εθνικής Στρατηγικής με σύνθεση μη κομματική αλλά επιστημονικά και επιχειρησιακά καταρτισμένη (διπλωμάτες, στρατηγοί, νομικοί διεθνούς δικαίου, στρατηγικοί αναλυτές) θα εγγυάται τη θεσμική συνέχεια της εθνικής στρατηγικής ανεξαρτήτως κυβερνητικών μεταβολών. Η παραγωγή στρατηγικής πολιτικής δεν μπορεί να εναπόκειται σε συγκυριακούς χειρισμούς αλλά να αποτελεί έργο θεσμοποιημένης στρατηγικής κοινότητας.
Δεύτερον, η αμυντική πολιτική οφείλει να ενσωματώσει την τεχνολογική καινοτομία, την αποτρεπτική ισχύ και την ανασυγκρότηση της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας. Η εγχώρια παραγωγή UAVs, η ψηφιακή προστασία κρίσιμων υποδομών και η ανάπτυξη ναυτικών μονάδων ταχείας αντίδρασης συνιστούν πυλώνες ενός λειτουργικού συστήματος αποτροπής. Ταυτοχρόνως, η στρατιωτική εκπαίδευση, η ηγεσία και η υλικοτεχνική αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων πρέπει να λειτουργούν ενισχυτικά στην καλλιέργεια υψηλού ηθικού και αίσθησης αποστολής με πλήρη απεμπλοκή από κομματικά δίκτυα.
Τρίτον, απαιτείται αναπροσανατολισμός της ελληνικής διπλωματίας σε πολυκεντρικό και πολυδιάστατο πλαίσιο. Η μονομερής προσήλωση στην ευρωατλαντική κοινότητα δεν επαρκεί ως εγγύηση εθνικής ασφάλειας. Η Ελλάδα οφείλει να αναπτύξει ενεργές στρατηγικές σχέσεις με κράτη και δρώντες που λειτουργούν ως αντισταθμιστικοί παράγοντες έναντι της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής. Η σύναψη συνεργασιών με την Ινδία, την Αρμενία, την Αίγυπτο, κουρδικές πολιτικές οντότητες και κράτη των Βαλκανίων πρέπει να εντάσσεται σε συνολικό γεωστρατηγικό σχεδιασμό. Παράλληλα, η ενίσχυση της ήπιας ισχύος μέσω θεσμών ανώτατης εκπαίδευσης, δεξαμενών σκέψης και πολιτιστικής διπλωματίας θα επιτρέψει στην Ελλάδα να αποκτήσει ποιοτική επιρροή και όχι απλώς παρουσία.
Τέταρτον, η παιδεία οφείλει να μετατραπεί σε μακροπρόθεσμο φορέα στρατηγικής ανασυγκρότησης. Μέσα από τη θεσμική αναμόρφωση των γνωστικών αντικειμένων ιστορίας, διεθνών σχέσεων και στρατηγικής σκέψης, πρέπει να αναδειχθεί μια νέα γενιά πολιτών με γεωπολιτική συνείδηση. Ο πατριωτισμός ως αξιακή βάση πρέπει να καλλιεργείται με ισορροπία και ορθολογισμό. Η δημόσια σφαίρα, τα ΜΜΕ και ο ψηφιακός λόγος πρέπει να επανεθνικοποιηθούν ως πεδίο καλλιέργειας στρατηγικού ρεαλισμού.
Πέμπτον, και κυριότερον για την επόμενη εποχή της σκληρής ισχύος, η έννοια της εθνικής κυριαρχίας θα επαναπροσδιορίζεται ολοένα και περισσότερο στο πεδίο του ψηφιακού ανταγωνισμού. Η σύγκρουση του αύριο δεν θα εκκινεί στα θαλάσσια σύνορα αλλά στους servers, στους αλγορίθμους τεχνητής νοημοσύνης και στους δορυφορικούς κόμβους δεδομένων. Η δημιουργία ενός Εθνικού Κέντρου Ψηφιακής Άμυνας, η εθνική συμμετοχή στην παραγωγή τεχνολογίας αιχμής και η θωράκιση της κυβερνοασφάλειας συνιστούν υπαρξιακή προτεραιότητα. Η ψυχολογική κυριαρχία στο ψηφιακό πεδίο προηγείται κάθε υλικής ισχύος· χωρίς αυτήν, η χώρα καθίσταται στρατηγικά διάτρητη.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να αυτοπροσδιορίζεται ως «περιφερειακή δύναμη σε καθεστώς άμυνας». Οφείλει να μετασχηματιστεί σε κράτος με στρατηγική ταυτότητα, θεσμική αξιοπιστία και εθνική διεκδικητικότητα, ικανή να εμπνέει σεβασμό όχι λόγω της θέσης της, αλλά λόγω της πρόθεσής της να την υπερασπιστεί με σταθερότητα, όραμα και συνέπεια.