Του Δημήτρη Λάμπρου
Πόσο «επιστημονικό» είναι τελικά το αφήγημα της εισαγωγής εργατικού δυναμικού; Η Ελλάδα βρίσκεται ένα βήμα πριν από την υπογραφή διακρατικής συμφωνίας με την Ινδία, η οποία προβλέπει την ετήσια είσοδο έως και 50.000 εργαζομένων –ειδικευμένων και ανειδίκευτων– σε καίριους τομείς όπως η γεωργία, η οικοδομή και ο τουρισμός. Το πρόγραμμα «Ευτοπία», υπό την αιγίδα του Ελληνο-Ινδικού Επιμελητηρίου, παρουσιάζεται ως μια οργανωμένη και νόμιμη απάντηση στην έλλειψη εργατικού δυναμικού. Φιλοδοξεί να καλύψει κενά στην παραγωγή, διασφαλίζοντας παράλληλα την κοινωνική ενσωμάτωση των μετακλητών εργατών.
Όμως η κρίση αυτή –η έλλειψη εργατικών χεριών– δεν είναι πρωτίστως δημογραφική. Είναι οικονομική. Σε μια ελεύθερη αγορά, όταν μια θέση εργασίας μένει ακάλυπτη, αυτό συνήθως σημαίνει ότι οι προσφερόμενες αμοιβές ή οι συνθήκες είναι αποτρεπτικές – ή και τα δύο. Στην Ελλάδα, το χαμηλό εισόδημα, η εποχικότητα και η εργοδοτική αυθαιρεσία αποτελούν μόνιμους λόγους αποστροφής για τους ντόπιους εργαζομένους.
Το έργο αυτό δεν το βλέπουμε για πρώτη φορά. Τη δεκαετία του ’90, καθώς αυξάνονταν τα μεροκάματα στον κρίσιμο τομέα της οικοδομής, επιλέχθηκε η εύκολη λύση: μαζική εισροή φθηνών εργατών από την Αλβανία. Το αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία συμπίεση των μισθών, η αποδιοργάνωση του επαγγελματικού ιστού, και η εξάρτηση ενός ολόκληρου κλάδου από ανειδίκευτη χαμηλόμισθη εργασία. Αντί να ενισχυθεί η εγχώρια επαγγελματική κατάρτιση και να θεσπιστούν αξιοπρεπείς συνθήκες υιοθετήθηκε ένα μοντέλο που βασίστηκε στην εκμετάλλευση. Τρεις δεκαετίες μετά το σενάριο επαναλαμβάνεται – με άλλες χώρες προέλευσης αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα προδιαγεγραμμένο.
Η Πολιτεία, αντί να αναδιαρθρώσει την παραγωγή, ανακυκλώνει την ίδια παθογένεια: αναζητούμε φθηνά εργατικά χέρια από το εξωτερικό. Αυτό δεν είναι λύση. Είναι υπεκφυγή.
Η προσφυγή σε εισαγόμενο εργατικό δυναμικό αντί της αναβάθμισης μισθών και συνθηκών δεν θεραπεύει το πρόβλημα – το παγιώνει. Η Ελλάδα, αντί να επιταχύνει τη μετάβαση σε ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλής προστιθέμενης αξίας, επιδοτεί την επιβίωση αναχρονιστικών κλάδων με χαμηλό κόστος εργασίας και ακόμη χαμηλότερη ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Η είσοδος μεταναστών εργατών δεν είναι προβληματική από μόνη της. Είναι προβληματική όταν χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο πολιτικής. Όταν, αντί να δώσουμε κίνητρα στους νέους να παραμείνουν στην επαρχία, φέρνουμε εργάτες από την Ασία. Όταν, αντί να καταστήσουμε τα επαγγέλματα χαμηλής εξειδίκευσης αξιοπρεπή, προτιμούμε να κρατάμε τους μισθούς χαμηλά μέσα από διεθνείς συμφωνίες και διακρατικές ροές εργασίας.
Έτσι, δημιουργούμε μια αγορά που εξάγει τα πιο μορφωμένα παιδιά της και εισάγει τους πιο φθηνούς εργάτες. Ένα οικονομικό μοντέλο που αυτοαναιρείται.
Μια οικονομία που στηρίζεται στην «αόρατη» φθηνή εργασία δεν μπορεί να γίνει ποτέ παραγωγικά ανταγωνιστική. Και μια κοινωνία που βασίζεται στην καταπίεση των αδύναμων –εισαγόμενων ή γηγενών– δεν μπορεί να διατηρήσει ούτε συνοχή ούτε ελπίδα για τα παιδιά της. Το αποτέλεσμα δεν είναι ανάπτυξη. Είναι κοινωνική καθήλωση.
Η Πολιτεία δεν μπορεί να διατηρεί τεχνητά παραγωγικούς τομείς που δεν είναι βιώσιμοι χωρίς εισαγόμενο χαμηλόμισθο προσωπικό. Ούτε μπορεί να υποστηρίζει ένα μοντέλο όπου η μόνη «ανταγωνιστικότητα» προκύπτει από την υποτίμηση της ανθρώπινης εργασίας. Αντί για πολιτική, αυτό είναι αμέλεια. Ή ακόμη χειρότερα: συνειδητή επιλογή.
Ο ρόλος της Πολιτείας είναι να μεριμνά για τις πραγματικές μεταβλητές της οικονομίας – ανεργία, πληθωρισμό, παραγωγικότητα – και να χτίζει ένα πλαίσιο που ανταμείβει τη νόμιμη εργασία, την καινοτομία, την αξιοπρέπεια. Όσο επιμένουμε σε λύσεις του παρελθόντος, με λογικές χαμηλού κόστους και υψηλής φθοράς, τόσο θα αναβάλλεται η κοινωνική πρόοδος. Επ’ αόριστον.