Του Δημήτρη Λάμπρου
Η επιχειρούμενη κατάρριψη της διάκρισης ανάμεσα στο εμπορικό και το ποιοτικό σε όλους τους τομείς της τέχνης δεν πρέπει να επιτρέπουμε να εξορίζει την ποίηση ούτε το θηριώδες μάρκετινγκ να μας κάνει να μετριάζουμε τις απαιτήσεις μας. Αντίθετα όταν η μετριότητα επιβάλλεται ως αριστουργηματική ποιότητα ίσως οφείλουμε να υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα. Πρώτα από όλα ότι η ανάσταση της κριτικής αποτελεί προϋπόθεση για την παραγωγή υψηλής καλλιτεχνικής αξίας δημιουργημάτων – η δεκαετία του ’60 εκτός από σπουδαίους δημιουργούς διέθετε κορυφαίες, αδέκαστες αλλά και μυτερές πένες. Και ύστερα ότι αν ο κόσμος είναι ένα χάος η τέχνη δεν έχει σκοπό να αποτελέσει μια εύπεπτη τάξη αλλά μια κατά το δυνατόν όμορφη ανατροπή. Ο στόχος της δεν είναι να αναπαραστήσει το ορατό αλλά να κάνει ορατό το αόρατο. Τελικά τέχνη είναι εκείνο που δεν καταλαβαίνουμε. Και δυστυχώς το Maestro του Χριστόφορου Παπακαλιάτη είναι πλήρως κατανοητό.
Φυσικά η σειρά Maestro έχει σαφώς προκαλέσει μεγάλη συζήτηση και αποδοχή από ένα κομμάτι του ελληνικού κοινού. Ομως αν κάποιος επιθυμεί να δει τη σειρά με κριτική ματιά δεν μπορεί να αγνοήσει ορισμένα ζητήματα αρκετά σημαντικά ώστε να αξίζει να αναφερθούν.
Ανακύκλωση θεμάτων και ύφους. Η σειρά δεν φαίνεται να ξεφεύγει από την κλασική συνταγή του Παπακαλιάτη. Έρωτες, κοινωνικά θέματα και μια συγκεκριμένη αισθητική που πολλές φορές μοιάζει περισσότερο επιφανειακή παρά ουσιαστική. Είναι σαν να βλέπουμε μια διαφορετική παραλλαγή των προηγούμενων έργων του χωρίς ιδιαίτερη εξέλιξη στο περιεχόμενο ή την προσέγγιση
Υπερβολική έμφαση στο μελοδραματισμό. Τα συναισθήματα συχνά παρουσιάζονται με τόσο δραματικό τρόπο που αντί να συγκινήσουν κουράζουν. Οι χαρακτήρες μοιάζουν να ζουν σε μια μόνιμη κατάσταση κρίσης κάτι που δεν αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα της ζωής ούτε ρεαλιστικά ούτε μεταφορικά.
Μανιχαϊστική απεικόνιση χαρακτήρων. Οι καλοί και οι κακοί είναι υπερβολικά ξεκάθαροι στερώντας βάθος από την αφήγηση. Οι χαρακτήρες είναι απλοϊκοί και συχνά μοιάζουν καρικατούρες των ίδιων τους των ρόλων χωρίς να παρουσιάζουν ιδιαίτερη ανάπτυξη ή εκπλήξεις.
Διάλογοι και αφήγηση. Αν και σε ορισμένες στιγμές υπάρχουν ενδιαφέροντα σημεία, πολλοί διάλογοι φαίνονται αφύσικοι σαν να προσπαθούν να εντυπωσιάσουν αντί να προσφέρουν αληθινές στιγμές επικοινωνίας. Ο ρυθμός της αφήγησης επίσης είναι άνισος, με αρκετά σημεία να σέρνονται ή να πλατειάζουν με αχρείαστες σκηνές.
Υπέρμετρη αυτοπροβολή. Η παρουσία του ίδιου του Παπακαλιάτη στον πρωταγωνιστικό ρόλο δημιουργεί την εντύπωση μιας ακόμα αυτοαναφορικής παραγωγής. Είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς πως η σειρά μοιάζει να έχει σχεδιαστεί για να τον παρουσιάσει ως το απόλυτο κέντρο του δράματος κάτι που είναι υπερβολικό και τόσο επναλαμβανόμενο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί προβληματικό.
Αισθητική χωρίς ουσία. Αν και οι εικόνες είναι επαρκώς σκηνοθετημένες με εντυπωσιακά τοπία και φωτισμούς είναι δικαιολογημένη η αίσθηση πως η έμφαση στην οπτική απόδοση συχνά επισκιάζει την ουσία της ιστορίας. Είναι σαν να βλέπει κανείς μια διαφήμιση ή ένα μουσικό βίντεο μεγάλης διάρκειας.
Έλλειψη πραγματικής κοινωνικής κριτικής. Παρά την προσπάθεια να εντάξει κοινωνικά ζητήματα όπως η οικογενειακή βία και οι προκαταλήψεις, οι αναφορές πολλές φορές μένουν επιφανειακές, προδίδουν απόσταση από την ουσία και εργαλειοποιούνται για την πλοκή χωρίς να προσφέρουν ουσιαστική κριτική ή ανάλυση.
Το Maestro μπορεί να προσφέρει μια ευχάριστη εμπειρία σε όσους απολαμβάνουν την αισθητική του Παπακαλιάτη αλλά στερείται πρωτοτυπίας, βάθους και αφηγηματικής ευελιξίας. Είναι μια σειρά που περισσότερο απευθύνεται στο συναίσθημα -γνωστό και ως αναπηρία της συγκίνησης- παρά στη σκέψη, κάτι που απογοητεύει τους απαιτητικούς θεατές.
Εντυπωσιακός δηθενισμός και υπερφωτισμένη ρηχότητα.
Η πραγματικότητα ως επιδερμική
αναπαράσταση.